Η Άλεξ (Μάργκαρετ Ουόλι) στα δεξιά, δίπλα στη Μάντι (Ρίλεα Ουίτετ). Στιγμιότυπο από τη σειρά του Netflix.

Η περσινή σειρά Οικιακή βοηθός (Maid), της Μόλι Σμιθ Μέτζλερ, ήταν από τις πιο δημοφιλείς παραγωγές του Netflix και στην Ελλάδα. Η σειρά αφηγείται την προσπάθεια μιας νεαρής γυναίκας, της Άλεξ, να ξεφύγει από τον κακοποιητικό σύντροφό της και την οικογενειακή ιστορία της, ως κόρη επίσης κακοποιημένης μητέρας, και να σταθεί στα πόδια της μαζί με τη μικρή της κόρη, έχοντας ελάχιστη στήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών και καταπίνοντας αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από τις εργοδότριές της, στα σπίτια που φροντίζει. Η σειρά στηρίχτηκε στην πραγματική ιστορία της Στέφανι Λαντ και στο βιβλίο της Οικιακή βοηθός, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, χάρη στη μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το πρώτο μέρος του βιβλίου.

***

Η κόρη μου έκανε τα πρώτα της βήματα στο καταφύγιο αστέγων όπου ζούσαμε.

Ήταν Ιούνιος, απομεσήμερο, μία μέρα πριν από τα πρώτα της γενέθλια. Καθόμουν στον φθαρμένο διθέσιο καναπέ του καταφύγιου κρατώντας μια παλιά ψηφιακή κάμερα για να το καταγράψω. Τα ανακατεμένα παιδικά μαλλάκια της Μία και το ριγέ κορμάκι που φορούσε έρχονταν σε αντίθεση με την αποφασιστικότητα στα καστανά της μάτια καθώς τέντωνε και μάζευε τα δαχτυλάκια της για να ισορροπήσει. Πίσω από την κάμερα, κοίταζα τους στρουμπουλούς αστραγάλους της, τις δίπλες στα μπουτάκια της και τη στρογγυλή κοιλίτσα της. Ερχόταν προς τα μένα μπαμπαλίζοντας, περπατώντας ξυπόλυτη στα πλακάκια. Σε εκείνο το πάτωμα είχε χαραχτεί βρομιά ετών. Όσο δυνατά κι αν έτριβα, δεν έλεγε να καθαρίσει.

Ήταν η τελευταία εβδομάδα της τρίμηνης παραμονής μας σε ένα σπιτάκι στα βόρεια της πόλης, το οποίο παραχωρούσε η υπηρεσία στέγασης σε αστέγους. Μετά από εκεί θα μετακομίζαμε σε ένα παλιό, ρημαγμένο συγκρότημα διαμερισμάτων με τσιμεντένια πατώματα, που λειτουργούσε και ως ξενώνας επανένταξης, στο πλαίσιο της μεταβατικής στέγασης. Παρότι το σπιτάκι ήταν κάτι προσωρινό, είχα βάλει τα δυνατά μου να το κάνω κανονικό σπίτι για την κόρη μου. Είχα στρώσει ένα κίτρινο
σεντόνι στον διθέσιο καναπέ, όχι μόνο για να κάνει πιο ζεστούς τους λευκούς τοίχους και το γκρίζο δάπεδο, αλλά για να δώσω λίγο φως και λίγη χαρά σε μια σκοτεινή εποχή.

Στον τοίχο δίπλα στην εξώπορτα είχα κρεμάσει ένα μικρό ημερολόγιο. Ήταν γεμάτο ραντεβού με κοινωνικούς λειτουργούς σε οργανισμούς όπου μπορούσα να βρω βοήθεια. Είχα ψάξει τα πάντα, είχα πάει σε όλες τις υπηρεσίες αρωγής και είχα σταθεί σε ατελείωτες ουρές μαζί με ανθρώπους που κουβαλούσαν ξέχειλους φακέλους που αποδείκνυαν ότι δεν είχαν λεφτά. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσος κόπος χρειαζόταν για να αποδείξω ότι ήμουν φτωχή.

Δεν επιτρεπόταν να έχουμε επισκέπτες, ούτε μπορούσαμε να έχουμε πολλά πράγματα. Είχαμε όλη κι όλη μία τσάντα με τα υπάρχοντά μας. Η Μία είχε ένα μόνο καλάθι με παιχνίδια. Εγώ είχα μια μικρή στοίβα με βιβλία τα οποία είχα τακτοποιήσει στη μικρή ραφιέρα που χώριζε το καθιστικό από την κουζίνα. Υπήρχε κι ένα
στρογγυλό τραπέζι, όπου είχα κουμπώσει το καρεκλάκι της Μία και μια καρέκλα όπου καθόμουν και την κοίταζα να τρώει, συχνά πίνοντας καφέ για να ξεγελάσω την πείνα μου.

Καθώς παρατηρούσα τη Μία να κάνει τα πρώτα της βήματα, προσπαθούσα να μην κοιτάζω το πράσινο κουτί πίσω της όπου φύλαγα τα δικαστικά έγγραφα που πε-
ριείχαν τα στοιχεία της διαμάχης με τον πατέρα της για την επιμέλεια. Κατέβαλλα μεγάλη προσπάθεια να συγκεντρωθώ σε εκείνη, να της χαμογελάω, σαν να ήταν όλα μια χαρά. Αν είχα γυρίσει την κάμερα από την άλλη, δεν θα αναγνώριζα τον εαυτό μου. Στις λίγες φωτογραφίες μου ήμουν άλλος άνθρωπος. Πιο αδύνατη δεν πρέπει να είχα υπάρξει. Δούλευα ως κηπουρός μερικής απασχόλησης. Αρκετές ώρες την εβδομάδα κούρευα θάμνους, τιθάσευα βατομουριές και ξερίζωνα χορταράκια που φύτρωναν εκεί που δεν τα έσπερναν. Μερικές φορές καθάριζα τα πατώματα και τις τουαλέτες σπιτιών των οποίων ήξερα τους ιδιοκτήτες, φίλων που ήξεραν ότι βρισκόμουν σε απελπι στική ανάγκη. Δεν ήταν πλούσιοι, αλλά είχαν μαξιλαράκια, σε αντίθεση μ’ εμένα. Αν μία φορά δεν πληρώνονταν, απλώς θα δυσκολεύονταν – δεν θα πυροδοτούνταν μια σειρά από γεγονότα που θα τους οδηγούσε σε καταφύγιο αστέγων. Είχαν γονείς ή άλλους συγγενείς που μπορούσαν να βοηθήσουν οικονομικά και να τους γλιτώσουν απ’ όλα αυτά. Κανείς δεν θα ερχόταν να γλιτώσει εμάς. Ήμασταν οι δυο μας.

Στα έγγραφα που συμπλήρωσα για την υπηρεσίας στέγασης, στην ερώτηση σχετικά με τους προσωπικούς μου στόχους για τους επόμενους μήνες, έγραψα ότι ήθελα να προσπαθήσω να τα βρω με τον μπαμπά της Μία, τον Τζέιμι. Πίστευα ότι, αν το προσπαθούσα, θα μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη. Μερικές φορές μας φανταζόμουν σαν να ήμασταν πραγματική οικογένεια – μητέρα, πατέρας, ένα όμορφο κοριτσάκι. Αρπαζόμουν από αυτές τις ονειροπολήσεις, σαν να ήταν σχοινί δεμένο σε ένα τεράστιο μπαλόνι. Το μπαλόνι θα με έπαιρνε μακριά από την κακοποίηση του Τζέιμι και τη δύσκολη ζωή μιας μονογονεϊκής οικογένειας. Αν κρατούσα καλά αυτό το σχοινί, θα πετούσα πάνω απ’ όλα αυτά. Αν εστίαζα στην εικόνα της οικογένειας που ήθελα να έχω, μπορούσα να προσποιηθώ πως ό,τι άσχημο συνέβαινε δεν ήταν αληθινό. Πως αυτή η ζωή ήταν μια προσωρινή κατάσταση ύπαρξης, όχι μια νέα
ύπαρξη.

Για τα γενέθλια της Μία της πήρα καινούρια παπούτσια. Ένα μήνα μάζευα λεφτά. Ήταν καφέ, με κεντημένα ροζ και γαλάζια πουλάκια. Έστειλα προσκλήσεις για πάρτι σαν κανονική μαμά και κάλεσα τον Τζέιμι σαν να ήμασταν κανονικό ζευγάρι με συνεπιμέλεια. Γιορτάσαμε σε ένα τραπεζάκι πικ νικ που έβλεπε στη θάλασσα, σε έναν πράσινο λόφο στο πάρκο Τσετσεμόκα στο Πορτ Τάουνσεντ, την πόλη της πολιτείας Ουάσινγκτον όπου ζούσαμε.

Όλοι κάθονταν χαμογελαστοί στις κουβερτούλες που είχαν φέρει μαζί τους. Με όσα κουπόνια τροφίμων μου είχαν περισσέψει για εκείνον τον μήνα είχα αγοράσει λεμονάδα και μάφιν. Ο μπαμπάς μου και ο παππούς μου είχαν ταξιδέψει σχεδόν δυο ώρες από αντίθετες κατευθύνσεις για να έρθουν. Είχε έρθει επίσης ο αδερφός μου και μερικοί φίλοι. Κάποιος έφερε μια κιθάρα. Ζήτησα από έναν φίλο να βγάλει μερικές φωτογραφίες τη Μία, τον Τζέιμι κι εμένα, γιατί ήταν πολύ σπάνιο οι τρεις μας να καθόμαστε έτσι όλοι μαζί. Ήθελα μια καλή ανάμνηση για τη Μία. Αλλά το πρόσωπο του Τζέιμι σ’ αυτές τις φωτογραφίες φανέρωνε αδιαφορία, θυμό.

Η μαμά μου είχε έρθει αεροπορικώς με τον άντρα της, τον Γουίλιαμ, από το Λονδίνο ή τη Γαλλία ή όπου ζούσανε τότε τέλος πάντων. Την επόμενη μέρα του πάρτι ήρθαν –παραβιάζοντας τον κανόνα του καταφύγιου αστέγων που απαγόρευε τις επισκέψεις– για να με βοηθήσουν να μετακομίσω στο διαμέρισμα μεταβατικής στέγασης. Όταν είδα τα ρούχα τους, κούνησα το κεφάλι μου – ο Γουίλιαμ φορούσε το στενό μαύρο τζιν του, μαύρο πουλόβερ και μαύρες μπότες. Η μαμά ένα ασπρόμαυρο ριγέ φόρεμα υπερβολικά στενό στους γοφούς, μαύρο κολάν και χαμηλά Converse. Ήταν ντυμένοι για καφέ, όχι για μετακόμιση. Δεν είχα αφήσει κανέναν να δει πού μέναμε, έτσι η εισβολή τους με τη βρετανική προφορά και το ευρωπαϊκό τους ντύσιμο έκανε το σπιτάκι μας να φαίνεται ακόμα πιο βρόμικο.

Ο Γουίλιαμ φάνηκε να εκπλήσσεται όταν είδε ότι είχαμε μόνο ένα σακβουαγιάζ. Το πήρε, βγήκε έξω και η μαμά τον ακολούθησε. Γύρισα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο πάτωμα, στο φάντασμα του εαυτού μου που διάβαζε βιβλία στον διθέσιο καναπέ, στο φάντασμα της Μία που ψαχούλευε στο καλάθι με τα παιχνίδια της και καθόταν στο συρτάρι του μονού κρεβατιού της. Χαιρόμουν που έφευγα. Ένας σύντομος απολογισμός των δυσκολιών που πέρασα, ένα γλυκόπικρο αντίο στο εύθραυστο ξεκίνημά μας.

Οι μισοί ένοικοι στο καινούριο συγκρότημα που μέναμε, το Πρόγραμμα Μεταβατικής Στέγασης Οικογενειών Northwest Passage, ήταν σαν εμένα, είχαν έρθει από καταφύγια αστέγων. Oι άλλοι μισοί μόλις είχαν βγει από τη φυλακή. Υποτίθεται ότι το μέρος αυτό ήταν ένα σκαλί πάνω από το καταφύγιο, αλλά ήδη μου έλειπε η απομόνωση που είχα στο σπιτάκι. Εδώ, σε αυτό το κτίριο, μου φαινόταν ότι η πραγματικότητά μου ήταν εκτεθειμένη, την έβλεπαν όλοι, ακόμα κι εγώ.

Η μαμά κι ο Γουίλιαμ στάθηκαν πίσω μου καθώς πλησίαζα την πόρτα του καινούριου μας σπιτιού. Δυσκολεύτηκα με τα κλειδιά, άφησα κάτω το κουτί για να παιδέψω πιο πολύ την κλειδαριά, ώσπου τελικά μπήκαμε. «Τουλάχιστον είναι ασφαλές», είπε αστειευόμενος ο Γουίλιαμ.

Βρεθήκαμε σε ένα στενό χολ. Η εξώπορτα ήταν ακριβώς απέναντι από το μπάνιο. Πρόσεξα αμέσως την μπανιέρα, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο μαζί με τη Μία. Εδώ και πολύ καιρό δεν είχαμε την πολυτέλεια μπανιέρας. Τα δύο υπνοδωμάτια ήταν δεξιά. Είχαν από ένα παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Στο κουζινάκι, όταν η πόρτα του ψυγείου άνοιγε, έβρισκε στα απέναντι ντουλάπια. Διέσχισα τα μεγάλα άσπρα πλακάκια, που έμοιαζαν με το δάπεδο στο καταφύγιο, και άνοιξα την πόρτα που οδηγούσε σε ένα μικρό μπαλκονάκι. Χώραγα τσίμα τσίμα να κάτσω με τα πόδια μου απλωμένα.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…