Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που πήραν από τον Κεν Λόουτς οι Ντίνα Δαβάκη και Δημήτρης Μπούκας για την Εποχή, αρχική δημοσίευση 16.04.2023

 

O Κεν Λόουτς [Ken Loach] ανταποκρίθηκε άμεσα στην πρόσκλησή μας. Μάς δέχτηκε στο γραφείο του, που είναι σκαρφαλωμένο στη σοφίτα ενός παλιού κτιρίου στην καρδιά του Σόχο. Ήπιαμε τσάι και αισθανθήκαμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Αυτός ο «θρύλος» του βρετανικού κινηματογράφου είναι σεμνότατος, άμεσος, ουσιαστικός και αθεράπευτα αισιόδοξος. Αεικίνητος και δραστήριος στα 86 του, δεν έχει κενό στο πρόγραμμα του για τους επόμενους έξι μήνες. Μάς μίλησε για την πολιτική, την τέχνη, τον βρετανικό βορρά, τα ΜΜΕ. Μετά τη συζήτηση φύγαμε αναπτερωμένοι, όπως πάντοτε όταν συναντάμε αριστερούς «παλιάς κοπής», γνήσιους, «χωρίς φτιασίδι», που λέει κι ο Σεφέρης. Εκείνος έφυγε για το συνδικάτο.

Είδαμε το «Ο Paul, ο Mick και οι άλλοι» («Τhe Navigators») μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Παρότι έχουμε δει τις περισσότερες ταινίες σας, αυτήν την είχαμε χάσει. Ήταν αποκάλυψη, γιατί είχατε θίξει το 2002 όλα τα θέματα που συζητούνται σήμερα σε δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα: τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων, την υπονόμευση της αλληλεγγύης και την αποδυνάμωση των συνδικάτων. Το βαρύ τίμημα τους πληρώνουμε σήμερα. Τις τελευταίες εβδομάδες ο ελληνικός λαός είναι στους δρόμους από άκρη σε άκρη, όπως και στη Γαλλία. Καθημερινά γίνονται διαδηλώσεις. Υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας;

Όλα είναι θέμα οργάνωσης, νομίζω. Το βλέπουμε να συμβαίνει συχνά. Εξεγείρεται ο κόσμος αυθόρμητα μετά από μια καταστροφή, ένα τραγικό γεγονός, σαν αυτό των Τεμπών, με πολλά θύματα, ή όταν δεν έχει αυξηθεί το εισόδημά του για χρόνια και κάποια στιγμή ξεχειλίζει το ποτήρι και θυμώνει, απεργεί ή διαμαρτύρεται. Ή όταν γίνονται περικοπές, απολύσεις, αυτό που ονομάζουν «εκσυγχρονισμό», όλα αυτά αποτελούν αφορμές για εξέγερση, αλλά και ευκαιρίες. Πολύ συχνά όμως οι επικεφαλής μάς οδηγούν σε αδιέξοδο γιατί είτε δεν ζητούν δομικές αλλαγές είτε δεν διεκδικούν την κρατικοποίηση, ώστε τα αγαθά και οι υπηρεσίες να είναι προς όφελος των πολιτών. Τα αιτήματα είναι ασφάλεια στην εργασία, δικαίωμα σε επαγγελματική κατάρτιση, ασφαλιστικές εισφορές και αξιοπρεπείς συντάξεις, δικαίωμα σε άδεια (διακοπών και αναρρωτική) κ.λπ. Αν αυτά δεν γίνουν δεκτά, είναι βέβαιο πως το σύστημα θα πλήξει τους εργαζόμενους τον επόμενο ή μεθεπόμενο χρόνο, όπως αποδεικνύει η ιστορία επί δεκαετίες, όσο εγώ μπορώ να θυμηθώ. Εξεγείρεται ο κόσμος της εργασίας, πιέζει την ηγεσία να δράσει και οδηγούμαστε σε αδιέξοδο, γιατί μάς λένε: «Τώρα δείξατε τη δύναμή σας, γυρίστε στη δουλειά κι αφήστε μας να διαπραγματευτούμε». Και φτάνουμε σε αδιέξοδο, γιατί διαπραγματεύονται βραχυπρόθεσμες βελτιώσεις και μετά φτου κι απ’ την αρχή.

Ναι, αλλά αυτή τη φορά υπάρχει διαφορά…

Νομίζετε;

Ναι, αυτή τη φορά ο κόσμος αισθάνεται πως δεν υπάρχει ασφάλεια. Σε κάποιες παλιές σας συνεντεύξεις αναφέρατε κάτι που μάς εντυπωσίασε, πως μόνο όταν διακυβεύεται η ασφάλεια των πολιτών, κινητοποιούνται πραγματικά. Ο κόσμος στους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και όλης της Ελλάδας, δεν είναι μόνο εργαζόμενοι, αλλά και νεολαία, φοιτητές, μαθητές, που κατέβηκαν στον δρόμο αυθόρμητα. Υπάρχει διαφορά με τις οργανωμένες κινητοποιήσεις για διεκδίκηση εργασιακών αιτημάτων, που οργανώνουν παραδοσιακά τα συνδικάτα. Κι εδώ ακριβώς θα θέλαμε να σταθούμε.

Το κατά πόσο αυτή η ευκαιρία ευνοεί μεγαλύτερη πίεση προς τα συνδικάτα και κατ’ επέκταση προς τα πολιτικά κόμματα θα φανεί. Ελπίζω να είναι έτσι και να οδηγήσει σε θεσμικές αλλαγές και όχι να είναι δώρον άδωρον. Τι ζητούν οι διαδηλωτές στην Ελλάδα;

Ο κόσμος εκφράζει οργή. Οι νέοι που ανήκουν στη γενιά της οικονομικής κρίσης κάτω από την απάνθρωπη λιτότητα των μνημονίων που επέβαλε η ΕΕ στην Ελλάδα, πιστεύουν πως δεν έχουν μέλλον και τώρα σκοτώνονται κιόλας, χρησιμοποιώντας αυτό που θεωρούσαν το ασφαλέστερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Και η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση το αποδίδει στο ατομικό λάθος, τον σταθμάρχη και την έλλειψη σωστής εκπαίδευσής του, με λίγα λόγια στον ανθρώπινο παράγοντα.

Αν το δούμε κριτικά, πάλι είναι θέμα ηγεσίας. Ο θυμός δεν αρκεί, όσο σημαντικός κι αν είναι, όπως ο ατμός της τσαγιέρας θα χαθεί. Ο ατμός έχει νόημα μόνο αν συνδεθεί με μια ατμομηχανή, που διοχετεύει την ενέργεια σε κάποιο σκοπό, που μάς οδηγεί κάπου. Η ηγεσία θα πρέπει να διδαχθεί από τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ανάγκασαν την Ελλάδα να καταφύγει σε δημοψήφισμα το 2015. Ο λαός τότε εκφράστηκε, αλλά μετά η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμβιβαστεί κάτω από την πίεση των Ευρωπαίων και να εκποιήσει μέρος της δημόσιας περιουσίας. Αυτή τη σχέση πρέπει να την κατανοήσουν οι πολίτες. Πώς προδόθηκε η λαϊκή νίκη και μετατράπηκε σε ήττα. Οι πολιτικοί πρέπει να εκθέσουν πώς έγινε ό,τι έγινε. Πρέπει να αντιστραφούν οι συνέπειες, όσο αυτό είναι εφικτό. Να εθνικοποιηθούν τα δημόσια αγαθά, αλλά με τρόπο που να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο και όχι με CEO που έχουν εμπειρία νεοφιλελεύθερων οργανισμών, πρεσβεύουν τις αρχές της αγοράς κι έρχονται ουρανοκατέβατοι στη δημόσια διοίκηση να την αλλοιώσουν. Αυτό είχε συμβεί στη Βρετανία όταν ιδιωτικοποιήθηκαν οι σιδηρόδρομοι. Η οργή είναι η κινητήριος δύναμη, αλλά πρέπει να συνδυάζεται με πολιτικό πρόγραμμα.

Υπάρχει απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, ο κόσμος έχει απογοητευθεί. Κι αυτό εκδηλώνεται με την αποχή από την ψήφο, που είναι εντονότερη στη Βρετανία, αλλά τώρα υπάρχει και στην Ελλάδα. Ή με το ισοπεδωτικό «όλοι ίδιοι είναι», που ακούγεται συνέχεια.

Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας, χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτα. Το να είμαστε στους δρόμους κατά χιλιάδες δεν αρκεί, αφού μόλις γυρίσουμε σπίτι είμαστε ανήμποροι. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να θεωρούμε πως η μαζική διαμαρτυρία από μόνη της αρκεί. Πρέπει να διοχετευτεί η λαϊκή δύναμη στους μηχανισμούς που μπορούν να επιφέρουν αλλαγές. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε στόχους συγκεκριμένους. Για παράδειγμα, ο αυθόρμητος ξεσηκωμός του κόσμου δίνει την ευκαιρία για επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων με νέο τρόπο, βιώσιμο και με σεβασμό για το περιβάλλον, κάτι που δεν υπήρχε παλιά. Επομένως είναι αναγκαίο να περιέλθει η εξουσία στην Αριστερά.

Να αναδειχθεί ο κοινός παρονομαστής

Ακριβώς, μετά την πανδημία και την προσωρινή άρση ελευθεριών και δικαιωμάτων, αναδείχθηκε περισσότερο από ποτέ η σημασία της περιφρούρησης των βασικών αγαθών και υπηρεσιών από την ιδιωτικοποίηση. Ακόμα και ο Μπόρις Τζόνσον παραδέχτηκε δημόσια τη σημασία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS). Δεν είναι χρέος της Αριστεράς να συνδυάσει όλες τις διεκδικήσεις και να τις εντάξει στο πολιτικό της πρόγραμμα; Πώς γίνεται μετά από τόσες καταστροφές να μην βγαίνει η Αριστερά ενισχυμένη με όρους εκλογικής δύναμης; Τι δεν κάνει σωστά;

Νομίζω πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε δύο θέματα: Από τη μια έχουμε τη χειραγώγηση της λαϊκής συνείδησης, που παλιά γινόταν από την Εκκλησία και τώρα από τα ΜΜΕ, κυρίως τα φιλελεύθερα, όπως ο Guardian ή το BBC, που συμβάλλουν στην διαιώνιση της κυριαρχίας των μεγάλων επιχειρήσεων και συμφερόντων. Κι από την άλλη, την αδυναμία της εργατικής τάξης να αποφύγει την εκμετάλλευσή της, να την σταματήσει. Γιατί; Γιατί δεν έχουν πολιτική δύναμη, γιατί το Εργατικο Κόμμα, όπως και το Σοσιαλδημοκρατικό, προωθεί τα μεγάλα επιχειρησιακά συμφέροντα. Ο Μπλερ χρησιμοποιούσε το φοβερό σύνθημα «Labour means Business», που επιδέχεται τριών ερμηνειών: «Εργασία σημαίνει επιχειρηματικότητα», αυτό που καταλάβαινε ο πολύς κόσμος και ανασκουμπωνόταν, αλλά και «Το Εργατικό Κόμμα είναι αποφασισμένο να επιφέρει αλλαγές» ή επίσης «Οι Εργατικοί τάσσονται με τις επιχειρήσεις». Και η τελευταία εκδοχή είναι η κυρίαρχη, αφού ο Στάρμερ συνέβαλε στο να μην εκφράζουν πια οι Εργατικοί τα συμφέροντα του λαού, ούτε στο ελάχιστο. Απομακρύνθηκε το Κόμμα από την προάσπιση των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας, ενώ θα μπορούσε να επιφέρει κάποια ισορροπία. Η δεξιά, σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του Κόμματος μαζί με το BBC και την Guardian πρωτοστάτησαν στο να ανοίξουν τις πόρτες στον δεξιό Τύπο και τις απόψεις του. Τώρα, αυτό το πλέγμα Δεξιών και Σοσιαλδημοκρατών είναι το πρόβλημα, ιδίως ο ρόλος της Guardian και του BBC, που διευκολύνουν την επέλαση των δεξιών επιχειρημάτων. Είμαστε σε κρίσιμη ιστορική συγκυρία. Τα προσκόμματα είναι η ανάπτυξη ψευδούς συνείδησης από τα ΜΜΕ, με επικεφαλής τους δεξιούς Σοσιαλδημοκράτες, και πώς θα συνδυάσουμε το περιβαλλοντικό ζήτημα με τα προβλήματα της καθημερινότητας του κόσμου του μόχθου. Πρέπει να αναδειχθεί ο κοινός παρονομαστής, δηλαδή η νεοφιλελεύθερη ατζέντα που εκμεταλλεύεται όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και τους φυσικούς πόρους. Κινδυνεύουν όλες οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, το οκτάωρο, οι άδειες, όλα τα κεκτημένα των αγώνων του, όπως βλέπουμε και στην απεργία των ταχυδρομικών στην Αγγλία, που πριν είχαν μόνιμες θέσεις, όλα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και κανονικό ωράριο. Τώρα, μετά την ιδιωτικοποίηση των ταχυδρομείων, επιχειρείται η πλατφορμοποίησή τους, όπου θα ελέγχονται οι κινήσεις τους ηλεκτρονικά, προς όφελος των εργοδοτών τους. Η προτεραιότητα των μεγαλοεπιχειρηματιών είναι να εξασφαλίσουν μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων θετικό ισολογισμό, να προστατεύσουν δηλαδή τις επενδύσεις τους και τα συμφέροντα των μετόχων – για να το θέσω ωμά, να κερδοσκοπήσουν.

Όταν λοιπόν οι εργαζόμενοι υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, πολεμούν ενάντια στον ίδιο εχθρό με τους ακτιβιστές της Εxtinction Rebellion, που κάθονται στο οδόστρωμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περιβαλλοντική κρίση – δηλαδή ενάντια στο νεοφιλεύθερο σχέδιο. Ο νεοφιλελευθερισμός, κατά τη γνώμη μου, είναι η φυσική εξέλιξη του καπιταλισμού, αφού ο καπιταλισμός αποσκοπεί στην υπεραξία. Επομένως κάθε επιχειρηματίας που θέλει να παραμείνει στην αγορά οφείλει να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους εκμετάλλευσης των εργαζομένων με τους ανταγωνιστές του. Ένα τέτοιο τέχνασμα είναι η μετατροπή των υπαλλήλων σε «αυτοαπασχολούμενους». Αυτό δεν αποτελεί απόκλιση από τον καπιταλισμό, αλλά εξέλιξή του.

Οδηγεί σε μια άλλη μορφή εκμετάλλευσης, αφού βασίζεται στην ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας από τον εργοδότη, και οδηγεί σε σύγχυση των ορίων μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και αυτοαπασχόλησης. Το αναδείξατε εξαιρετικά στο «Δυστυχώς απουσιάζατε» («Sorry we missed you»). Η ταξική συνείδηση έχει αποδυναμωθεί. Κι εδώ ερχόμαστε στο θέμα της τεχνολογίας και τον απελευθερωτικό της ρόλο κατά κάποιους στοχαστές της Αριστεράς στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μπορεί η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη να επιτελέσει αυτό τον ρόλο;

Με δυσκολία χειρίζομαι το κινητό μου, επομένως καταλαβαίνετε την εξοικείωσή μου με την τεχνολογία. Όμως θα αποτολμήσω την ίδια απάντηση. Εξαρτάται από το ποιός ελέγχει την τεχνολογία. Η τεχνολογία είναι εμπόρευμα και υπάγεται στους ίδιους κανόνες του παιχνιδιού, χρησιμοποιείται για να απομυζά τον εργαζόμενο, δυστυχώς, ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελός του. Επομένως η κυρίαρχη λογική είναι πώς μπορούμε να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα μειώνοντας τις θέσεις εργασίας. Δυστυχώς δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επιλεκτικά τις δυνατότητες της τεχνολογίας αυτή τη στιγμή, γιατί δεν μάς ανήκει. Η τεχνολογία διαλύει τις κοινότητες. Είναι καλό να υπάρχουν οι κοινότητες, να έχουμε γείτονες, συναδέλφους, ένα δίκτυο υποστηρικτικό. Να βλέπουμε και να απολαμβάνουμε πράγματα ως μέλη ενός συνόλου, όπως για παράδειγμα, οι φίλαθλοι σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Θα ήταν ιδανικό να χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία προς όφελος του συνόλου. Γιατί δεν θέλουμε να στραφούμε κατά της γνώσης και της επιστήμης, παρά μόνο να αντισταθούμε στον έλεγχό τους από τους οικονομικά ισχυρούς.

Αν σκεφτούμε την περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, ενισχύει και δημιουργεί ανισότητες. Η γλώσσα των αλγορίθμων δεν είναι ουδέτερη, όπως και κάθε γλώσσα. Αποκρυσταλλώνει σχέσεις εξουσίας. Τι παρέμβαση μπορεί να κάνει η Αριστερά σ’ αυτό το πεδίο;

Η Αριστερά πρέπει να μιλάει τη γλώσσα του απλού κόσμου.

Φαίνεται πως τις τελευταίες δεκαετίες τα θέματα του δημοσίου διαλόγου καθορίζονται από τη Δεξιά, ενώ παλιότερα ήταν η Αριστερά που τα έθετε. Τώρα απλά απαντάει και κυριαρχούν όροι όπως παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, ελευθερία, επιλογή

Εκσυγχρονισμός, ευελιξία, για να προσθέσω κι εγώ κάποιους. Είναι ορολογία που πρέπει να απορρίψουμε. Οφείλουμε να αφουγκραστούμε τον κόσμο και να μιλήσουμε τη γλώσσα του. Να χρησιμοποιούμε την κοινή γλώσσα των ανθρώπων με τους οποίους δουλεύουμε μαζί.

Η πανδημία όμως συνέβαλε στην απομόνωση μας από τις ομάδες.

Μέχρι ενός σημείου. Στα κοινωνικά συσσίτια ο κόσμος μιλούσε και επικοινωνούσε, ιδίως στις φτωχές περιοχές της Βόρειας Αγγλίας, όπου γυρίσαμε τις τελευταίες τρεις ταινίες μας.

Τι πραγματεύεται η τελευταία σας ταινία;

Λέγεται «Η παλιά βελανιδιά» (The Old Oak). Πρόκειται για μια παμπ σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στην επαρχία του Ντάραμ. Είναι περιοχή που έχει τελείως υποβαθμιστεί, κι αγοράζει κανείς σπίτι με 5000 στερλίνες. Εκεί λοιπόν έχουν εγκαταστήσει περισσότερους Σύρους πρόσφυγες από οποιοδήποτε άλλο μέρος της χώρας και φτωχές οικογένειες που ζουν με επιδόματα και μετέφεραν προβλήματα των πόλεων στο χωριό (ναρκωτικά, συμμορίες κ.λπ.), όπου ζουν και οι Σύροι, οι τραυματισμένοι από τον πόλεμο και τον θάνατο. Κι όμως όλοι αυτοί καλούνται να συνυπάρξουν, να βρουν έναν modus vivendi. Αυτό δείχνει η ταινία και τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει αχτίδα ελπίδας σ’ αυτό το σκοτάδι; Υπάρχει αλληλεγγύη; Ή μήπως όχι; Η αλληλεγγύη αποτελούσε το θεμέλιο της κοινότητας των ανθρακωρύχων.

Πότε θα βγει στους κινηματογράφους;

Έχει τελειώσει, οπότε είναι θέμα των Γάλλων να αποφασίσουν, αφού ήταν οι κύριοι χρηματοδότες μας. Μάλλον κατά τον Οκτώβρη.

Να επανέλθουμε στον ρόλο των ΜΜΕ; Ξέρουμε πως σάς αρέσει το ποδόσφαιρο και έχετε γυρίσει και την ταινία «Αναζητώντας τον Ερίκ» με τον Καντονά. Στην περίπτωση των δηλώσεων του Γκάρι Λίνεκερ, τι θα λέγατε για τον ρόλο του BBC;

Κάποιοι παρουσιαστές παλιότερα είχαν εκφραστεί δημόσια εναντίον του Τζέρεμι Κόρμπιν λέγοντας ανεπίτρεπτα πράγματα. Και το BBC δεν αντέδρασε. Ενώ τώρα με τον Λίνεκερ ξεσπάθωσαν εναντίον του, επειδή τόλμησε να πει τα αυτονόητα, δηλαδή να κριτικάρει την απαράδεκτη μεταναστευτική μας πολιτική. Ο Λίνεκερ εκτός από σπουδαίος ποδοσφαιριστής και παρουσιαστής, είναι και πολύ εντάξει άνθρωπος και είναι κι από τα μέρη μου. Όλοι οι επικεφαλής του BBC είναι μέλη του Συντηρητικού Κόμματος, και ισχυρίζονται πως υπηρετούν την αντικειμενικότητα. Αν εξετάσει κανείς την ιστορία του οργανισμού από το 1922, έχουν γίνει πολλά. Παραδείγματος χάρη, εμπόδισαν το 1926 τον αρχιεπίσκοπο του Καντερμπέρι να μιλήσει κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας, γιατί ήξεραν πως επιθυμούσε μια δίκαιη επίλυση. Οι εκκλησίες διαμαρτυρήθηκαν στον πρωθυπουργό, κι αυτός με τη σειρά του στον διευθυντή του BBC, και του το απαγόρευσαν. Το BBC συντάχθηκε πάντα με την άρχουσα τάξη. Οι παρουσιαστές είναι υπάκουοι, ευγενικοί, με καλούς τρόπους, αυτοσαρκάζονται, έχουν όλα τα προτερήματα της βρετανικής μεγαλοαστικής τάξης. Όταν όμως το καθεστώς κλονίζεται, το υπερασπίζονται αδίστακτα.

Σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, πού έγκειται κατά τη γνώμη σας η ελπίδα;

Η ελπίδα έγκειται στο ότι οι άνθρωποι πάντα αντιστέκονται και πως κατά βάθος είμαστε «καλοί γείτονες», που στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Πηγαίνετε σε μια εργατική συνοικία και θα δείτε ακόμα τι σημαίνει αλληλεγγύη. Μην την ψάξετε σε κυριλέ γειτονιές με περιφραγμένα πολυτελή συγκροτήματα. Οι απλοί άνθρωποι πάντα αντιστέκονται. Έχουν αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και οργή, γι’αυτό αντιδρούν. Η αντίσταση όμως θα εξανεμιστεί χωρίς σωστή καθοδήγηση.

Κινήματα ή κόμματα; Συνδυασμός των δύο;

Πρέπει να βρεθεί τρόπος κατάληψης της εξουσίας. Κι ο Τρότσκι είχε μιλήσει για την κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου. Κι αυτό ισχύει μετά από έναν αιώνα, όπως αποδείχτηκε και από τον σταλινισμό και τώρα από τους Σοσιαλδημοκράτες του Εργατικού Κόμματος, που οδηγούν τα ριζοσπαστικά κινήματα προς ένα οικονομικό μοντέλο που τα καταστρέφει. Απορροφά κάθε μορφή αντίστασης και την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.

Οικειοποιείται τα αιτήματά τους και τα αλλοιώνει.

Όχι απλά τα αλλοιώνει. Τα στρέφει προς την εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση, προς ενίσχυση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Και τολμούν να αυτοαποκαλούνται «Εργατικοί». Η απόλυτη αντίφαση.

Και ο ρόλος της Τέχνης σ’αυτό το τοπίο;

Φοβάμαι πως θα απαντήσω κοινότοπα. Υπάρχει το σλόγκαν των Αμερικανών «Wobblies»: «Ξεσήκωσε, μόρφωσε, οργάνωσε». Νομίζω πως η λογοτεχνία, η μουσική, η ζωγραφική κι ο κινηματογράφος μπορούν να κεντρίσουν και να προβληματίσουν τον κόσμο. Αλλά μπορεί η τέχνη να είναι και αντιδραστική, π.χ. να προτείνει επίλυση των προβλημάτων χρησιμοποιώντας τη βία. Οι ταινίες έχουν εμπορευματοποιηθεί ως προς το περιεχόμενο, γιατί προσελκύουν τεράστιες επενδύσεις και, κατά συνέπεια, πρέπει να αποφέρουν κέρδος. Απευθύνονται στο γούστο των μαζών, όπως τα McDonald. Η τέχνη κινητοποιεί, εκπαιδεύει λίγο και δεν οργανώνει καθόλου. Και το τελευταίο είναι το σημαντικότερο για μένα. Η τέχνη διαμορφώνει συνειδήσεις, κατεβάζει τον κόσμο στον δρόμο, θέτει ερωτήματα, αλλά μέχρι εκεί. Παρακολουθεί κανείς μια ταινία. Μετά τι κάνει όταν φύγει από τον κινηματογράφο; Αυτό μετράει.

Πώς θα μετατραπεί δηλαδή ο προβληματισμός σε δράση.

Τα πάντα είναι θέμα οργάνωσης. Το να έρθεις στην εξουσία με ψεύτικες υποσχέσεις και χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα αλλαγών δεν είναι το ζητούμενο, αφού χωρίς στόχους δεν οδηγούμαστε πουθενά.

 

* Ντίνα Δαβάκη, Δημήτρης Μπούκας Ο Δημήτρης Μπούκας είναι πανεπιστημιακός στον χώρο της Ψηφιακής Πολιτικής και των ΜΜΕ. Η Ντίνα Δαβάκη είναι πανεπιστημιακός με ειδίκευση στην Κοινωνική Πολιτική.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…