Το συγκλονιστικό έργο του Χρόνη Μίσσιου σε μια παράσταση που μιλά στην ψυχή, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη

Η Σοφία Καραγιάννη εδώ και χρόνια δοκιμάζεται σε ένα δύσκολο είδος θεάτρου: την μεταφορά στην θεατρική σκηνή σπουδαίων λογοτεχνικών έργων. Και δοκιμάζεται με επιτυχία, γιατί οι διασκευές που έχει προτείνει διακρίνονται για την τόλμη και την θεατρική τους αρτιότητα.  Θυμίζουμε πως η Πανούκλα, ευφυέστατη διασκευή του περίφημου έργου του Αλμπέρ Καμύ, απέσπασε πέρυσι το βραβείο της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών κριτικών. Παρόλα αυτά, όταν, πριν από καιρό,  ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ανεβάσει το έργο του Χρόνη Μίσσιου Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα με την τόλμη της επιλογής, με την αναμέτρηση με ένα υλικό μαγματώδες, συναισθηματικά και πολιτικά εξαιρετικά φορτισμένο, ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, γεμάτο από περιπέτειες, εικόνες, σκέψεις, κάθε μια από τις οποίες έχει την τεράστια αξία της μαρτυρίας αλλά και την μοναδικότητα της παραδειγματικής αποτύπωσης της εμπειρίας ενός εφήβου που στέκεται γενναίος μπροστά στον πόνο, το μαρτύριο και τον θάνατο, που μετράει τα όριά του, τις αντοχές του και τις ελπίδες του. Πώς να διασκευάσεις όλο αυτό το υλικό και να το χωρέσεις σε μια παράσταση; Αρχικά σκέφτηκα ότι θα επιλέξει ένα δυνατό, θηριώδους διάρκειας μονόλογο. Θα ήταν μια λύση. Αλλά η δαιμόνια σκηνοθέτρια, με την αστείρευτη φαντασία και την στέρεη θεατρική σκευή αποφάσισε κάτι σαφώς δυσκολότερο και σαφέστερα αποτελεσματικότερο: ανέβασε στη σκηνή τον Μίσσιο και τους συναγωνιστές του, τον Μίσσιο και τους βασανιστές του, τον Μίσσιο και την Αριστερά.

Το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς εκδόθηκε το 1985, μια περίοδο με έντονες διεργασίες στην εντόπια και την παγκόσμια Αριστερά. Είναι η χρονιά που ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ αναλαμβάνει Γ.Γ. του ΚΚΣΕ, πράγμα που οδηγεί στις πρώτες πολύ σοβαρές συζητήσεις για το μέλλον της ΕΣΣΔ σε ολόκληρο τον κόσμο και φυσικά απασχολεί σοβαρά το ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ., καθώς και τους άλλους σχηματισμούς της κομμουνιστικής ή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ κερδίζει εκ νέου τις εκλογές τον Ιούνιο και ξεκινά η δύσκολη γεμάτη σκάνδαλα περίοδος, στην Ελλάδα εκδίδονται το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο  του Γκύντερ Γκρας και Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι  του Μίλαν Κούντερα.

Το βιβλίο ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να δημιουργήσει συζητήσεις. Ο Μίσσιος δεν μέτραγε τα λόγια του. Κατέθετε την σπαρακτική εμπειρία του νεαρού αριστερού αγωνιστή, αλλά έκρινε αυστηρά και δίκαια την ίδια την Αριστερά. Πρόκειται για ένα κείμενο σκληρό, αυθεντικό, που λειτουργούσε -κι ακόμα λειτουργεί, ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ- ως πράξη αντίστασης, σε ένα κόσμο που έδειχνε  πως έχανε πια τα ηθικά του ερείσματα και το πολιτικό όραμα μιας επαναστατικής αλλαγής. Ο Μίσσιος μετέφερε το βίωμα αυτούσιο, σε γλώσσα και σύνταξη αληθώς λαϊκή, χωρίς μαλάματα, χωρίς φόβο, χωρίς αυτολογοκρισία -ένας ιδιότυπος Μακρυγιάννης της Αριστεράς με δεινή περιγραφικότητα.

Σήμερα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια, η αυτοβιογραφική μαρτυρία αποκτά χαρακτηριστικά του κλασικού -μια αναφορά από την οποία θα περάσει θέλει δεν θέλει όποιος ενδιαφέρεται να καταλάβει τον εμφύλιο και τον μετεμφυλιακό ζόφο και τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν το μαρτύριο με ατσαλάκωτη πίστη οι αγωνιστές που ονειρεύτηκαν ένα δίκαιο κόσμο, όταν ακόμα και αυτοί για τους οποίους αγωνίζονταν προσχωρούσαν με πάθος και επικίνδυνη άγνοια στο στρατόπεδο του ταξικού εχθρού τους. Ακριβώς γι’ αυτό, εξαιτίας της βαθύτατης ιστορικής αγκύρωσης, η αυτοβιογραφία του Μίσσιου έχει μια θαυμαστή διαχρονικότητα και μια εξαιρετική οικουμενικότητα. Μαζί με τους Ανθρωποφύλακες του Κοροβέση, αποτελούν μια ελληνόφωνη βίβλο της στράτευσης σε ένα κόσμο ιδεών γεμάτο ασίγαστα αιτήματα και πείσμονα αγώνα. Το μαρτύριο του σώματος δεν νικά ποτέ  την ασίγαστη θέληση της ψυχής. Το βιβλίο σφύζει από ανθρωπιά και το χρέος των ελεύθερων πολιορκημένων για την έσχατη ελευθερία.

Η Σοφία Καραγιάννη υπέγραψε την δραματουργική επεξεργασία, μαζί με την Μυρτώ Αθανασοπούλου. Για να πετύχουν την δραματική συνοχή που απαιτούσε η σκηνική αφήγηση ανακάτεψαν τολμηρά διάφορα επεισόδια, μνήμες και πρόσωπα, ακόμα και σκέψεις και στοχασμούς του λαϊκού αγωνιστή. Το ανακάτεμα αυτό λειτούργησε γόνιμα, δημιουργώντας μια αφήγηση ab ovo, που επέτρεπε να παρακολουθούμε το ξετύλιγμα των χαρακτήρων, των γεγονότων και την ιδεολογική εξέλιξη μιας ομάδας αγωνιστών. Το θεατρικό κείμενο κράτησε την σπιρτάδα της γλώσσας, το γλυκόπικρο χιούμορ που σπάζει σοφά τα συναισθηματικά κρεσενταρίσματα που σφίγγουν την ψυχή του θεατή, ενώ ανέδειξε το αυτοκριτικό στοιχείο και την χυμώδη, ανεπεξέργαστη αλλά ζωντανή ποιητικότητα που διαρρέει κατά σημεία το κείμενο.

Η σκηνοθεσία ήταν ευρηματική

Μια ευρηματικότητα όμως λειτουργική, που δεν έμενε στην έκπληξη, αλλά εφεύρισκε σκάλες κατάβασης, έπαιρνε τον θεατή από το χέρι και τον έβαζε μπροστά στο γεγονός, τον υποχρέωνε να δει, όχι εγκλωβίζοντάς τον στην ματιά της, αλλά βοηθώντας τον να βρει τους προσωπικούς δρόμους επαφής με τα τεκταινόμενα επί σκηνής και όσα έμεναν οδυνώμενα στις σκιές. Η βασική ιδέα ήταν ένα τραπέζι γύρω από το οποίο εκτυλίχτηκε η σκηνική δράση. Ένα τραπέζι στρογγυλό, όπου συνυπάρχουν όλοι επί ίσοις όροις, χωρίς πρωταγωνιστή. Καθένας και η ιστορία του, καθένας και η προσφορά του. Αλλάζοντας θέσεις, μεταφέρουν εντάσεις γεγονότων, σκληρές αφηγήσεις, ελπίδες, μικρές ανακουφιστικές πλάκες, τη μοναξιά, τον πόνο, την αγωνία να μην αφήσουν μια στάλα αβεβαιότητας ή απόγνωσης να θέσουν σε κίνδυνο την πίστη τους. Κάθε αντικείμενο πάνω στο τραπέζι γίνεται συμβολικό. Το ξέφρενο κομμάτιασμα του μήλου γίνεται σύμβολο της βίας, της διάθεσης επιβολής και της τρομοκρατίας. Πιάτα, κουταλοπήρουνα, κανάτες, ψωμιά, ρόδια, ελιές, φύλλα, κάθε τι έχει το ρόλο του σαν αναντικατάστατη ψηφίδα μωσαϊκού: μνήμη και βία, ελπίδα και σπαραγμός, βαθιά συντροφικότητα. Το σκηνικό επιμελήθηκε με λιτή ισορροπία η Γεωργία Μπούρδα, που είχε επίσης και την ενδυματολογική ευθύνη.

Η διανομή

Το σκηνοθετικό όραμα υπηρέτησαν τέσσερις ηθοποιοί, για τους οποίους κάθε υπερθετικός διατηρεί την πραγματική σημασία του. Τα σώματά τους πάλλονταν από σημαίνουσες εντάσεις, χρησιμοποιούσαν κάθε μυ σαν φορέα νοήματος, ενορχήστρωναν με τα βλέμματα συναισθήματα και σκέψεις. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης  συνταρακτικός Χρόνης Μίσσιος με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει φοβερές εξάρσεις χωρίς να χάνει στιγμή το μέτρο, κατεβαίνει μέσα στην ψυχή του ήρωα που υποδύεται, αναδεικνύει το ιδεολογικό πάλεμα, το ανθρωποκεντρικό στοιχείο της σκέψης του, το άγριο, το ανεπανάληπτο, το μεθύσι του αγώνα. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς και ο Γιάννης Μάνθος, με υποκριτική γκάμα που μοιάζει αστείρευτη, παίζουν με όλο τους το σώμα σε απίστευτη ενεργειακή έκρηξη. Άφησα τελευταίο τον Δημήτρη Μαμιό, γιατί η ερμηνεία του ήταν ένα υποκριτικό θαύμα. Άλλαζε μέσα σε δευτερόλεπτα, αξιοποιούσε και το τελευταίο εκατοστό του σώματός του, το πρόσωπό του ήταν μια πολύπλοκη παλέτα εκφράσεων.

Ο Μάνος Αντωνιάδης έντυσε μουσικά σε υψηλούς τόνους την παράσταση, φτιάχνοντας ρέοντα ηχητικά περιβάλλοντα. Η Βασιλική Γώγου έλουσε την παράσταση στο φως, ανακαλώντας τα τοπία της εξορίας που ξέρουμε από την ποίηση του Ρίτσου και τις μαρτυρίες των αγωνιστών που βίωσαν τα βασανιστήρια των ξερονησιών.

 

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…