Leader of left-wing coalition Nupes (Nouvelle Union Populaire Ecologique et Sociale – New Ecologic and Social People’s Union) Jean-Luc Melenchon (R) delivers a speech after the first results of the second round of the parliamentary elections in Paris, on June 19, 2022. – The vote is decisive for the French president’s second-term agenda following his re-election in April, with the 44-year-old needing a majority in order to push through promised tax cuts and welfare reform and raise the retirement age. (Photo by BERTRAND GUAY / AFP) (Photo by BERTRAND GUAY/AFP via Getty Images)

Πηγή: Jacobin (18.07.22) | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

 

Η γαλλική αριστερά είχε κέρδη στις εκλογές της άνοιξης — αλλά τα πήγε πολύ καλύτερα στις μεγάλες πόλεις παρά στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές. Οι συζητήσεις στην Ανυπότακτη Γαλλία έχουν τονίσει την ανάγκη να ξανακερδηθεί η παλαιότερη εργατική τάξη, χωρίς να εγκαταλειφθεί ο πολιτικός ριζοσπαστισμός.

Οι υποστηρικτές του Μελανσόν μετά βίας είχαν χρόνο να εκτιμήσουν την πρόοδο του πρωταθλητή τους στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, προτού ο Φρανσουά Ραφίν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στη Λιμπερασιόν: «Η περιφερειακή Γαλλία, η Γαλλία των μικρών πόλεων, δεν φαίνεται να είναι προτεραιότητα. Και όταν κοιτάμε τους αριθμούς των ψήφων, εκεί χάνουμε».

Ο Ραφίν –βουλευτής της Ανυπότακτης Γαλλίας, που εκπροσωπεί μια εκλογική περιφέρεια στο βόρειο διαμέρισμα του La Somme– επανέλαβε την κατηγορία στο Mediapart ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου: «Πονάμε στις πρώην βιομηχανικές λεκάνες του Βορρά και της Ανατολής, με κάποτε κόκκινο χρώμα περιοχές όπου η Αριστερά έχει πέσει πολύ χαμηλά». Μετά την επανεκλογή του με το 61 τοις εκατό των ψήφων, σημείωσε στο περιοδικό L’Obs: «Αναγνωρίζουμε, χωρίς να το πούμε, ότι γινόμαστε η Αριστερά του Ιλ-ντε-Φρανς [η περιοχή γύρω από το Παρίσι] και των μητροπόλεων ;”

Οι παρεμβάσεις αυτές θυμίζουν παλιές πλέον αντιπαραθέσεις. Πρώτον, αυτή που προέρχεται από μια ανάρτηση ιστολογίου που δημοσιεύτηκε το 2011 από το θινκ τανκ Terra Nova. Κάλεσε την Αριστερά να αναπληρώσει τις απώλειές της μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, επιδιώκοντας να συγκεντρώσει υποστήριξη μεταξύ των μεσαίων στρωμάτων και μιας σειράς κοινωνικών κατηγοριών που υποτίθεται μοιράζονται προοδευτικές πολιτιστικές αξίες. Εκείνη την εποχή, πολλοί διανοούμενοι και πολιτικοί ηγέτες ήταν στα όπλα, επικρίνοντας τα αναλυτικά λάθη και την «ταξική περιφρόνηση» που έλαμπαν μέσα από το κείμενο.

Στο τέλος της δεκαετίας, ήταν η έννοια της περιφερειακής Γαλλίας –που μερικές φορές συνδέεται με την ιδέα της «πολιτιστικής ανασφάλειας»– αυτή που προκάλεσε διαμάχη. Ο δοκιμιογράφος Christophe Guilluy, ειδικότερα, διέδιδε τη θέση των δύο κοινοτήτων της μοίρας: της Γαλλίας των μεγάλων πόλεων, των νικητών της παγκοσμιοποίησης και της περιφερειακής αντίστοιχής της, που φιλοξενεί μια λευκή μεσαία τάξη σε διαδικασία υλικής και συμβολικής παρακμής. Ο Guilluy επικρίθηκε, με επιστημονικούς όρους, ότι προώθησε ένα υπερβολικά σχηματικό όραμα και θεωρήθηκε ύποπτος ότι τροφοδοτούσε την εθνικιστική μνησικακία σε πολιτικό επίπεδο.

Ενώ αυτά τα προηγούμενα εξακολουθούν να φαίνονται σημαντικά στη δημόσια συζήτηση, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι η στρατηγική συζήτηση στην Αριστερά –και ιδιαίτερα στην κύρια δύναμή της, την Ανυπότακτη Γαλλία– απλώς κάνει κύκλους.

Στην πραγματικότητα, ο καθένας αποφεύγει να είναι η δική τους καρικατούρα. Ο Φρανσουά Ραφίν φροντίζει τώρα να βάλει την «περιφερειακή Γαλλία» στον πληθυντικό, αναγνωρίζοντας έτσι την έλλειψη ομοιογένειας σε αυτή. Ο ίδιος ο Ζαν Λυκ Μελανσόν πρόσθεσε κάποια απόχρωση στις παρατηρήσεις του Ραφίν, επιμένοντας στην ανάγκη να αποφευχθεί ο «κοινωνικός ή γεωγραφικός αναγωγισμός», αλλά αναγνωρίζοντας ότι «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στα χαρακτηριστικά των τόπων που χρειάζεται να κατακτήσουμε και να μην επαναπαυόμαστε στις δάφνες μας». Επιπλέον, ο Μελανσόν έχει επανειλημμένα αναφερθεί στη δική του προσπάθεια να μιλήσει στους «fâchés, pas fachos» –τους θυμωμένους και όχι φασίστες.

Η εκλογική ισορροπία δυνάμεων απαιτεί όλες οι ευαισθησίες να έχουν και παραλλαγές. Από τη μία πλευρά είναι σαφές ότι η στρατηγική του κομμουνιστή προεδρικού υποψηφίου Φαμπιέν Ρουσέλ –ο οποίος έχει επιδείξει ορισμένες συγγένειες με την προσέγγιση του Ραφίν– έχει αποτύχει.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Ρουσέλ αποστασιοποιούνταν διαρκώς από τις θέσεις που συνήθως υπερασπίζονταν οι Πράσινοι, που σχετίζονταν με μια οικονομικά εύρωστη αριστερά που κατοικεί στην πόλη, θέσεις που είτε σχετίζονταν με τη διατροφή, είτε με την ενέργεια είτε με την κοσμικότητα. Ο Ρουσέλ, επίσης βουλευτής εκλογικής περιφέρειας του Βορρά, επέμεινε: «Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τους περιφερειακούς δρόμους γύρω από το Παρίσι και άλλες πόλεις, να μιλήσουμε σε όλους τους Γάλλους, τόσο σε αυτούς που βρίσκονται στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και σε εκείνους στις αγροτικές περιοχές», σχολίασε πρόσφατα στη Λιμπερασιόν, πριν πει στο κανάλι BFMTV ότι ήταν «απαράδεκτο» για τον Μελανσόν να χρησιμοποιεί τις λέξεις «η αστυνομία σκοτώνει».

Στο τέλος, ωστόσο, το εκλογικό του αποτέλεσμα ήταν μόνο το ένα δέκατο αυτού που πέτυχε ο Μελανσόν. «Η στρατηγική του Ρουσέλ είναι η στρατηγική της Αριστεράς που δεν θέλει να ενοχλεί τους ανθρώπους της Δεξιάς», λέει ο οικονομολόγος Στέφανο Παλομπαρίνι, μέλος του κοινοβουλίου των ακτιβιστών και των προσωπικοτήτων που δημιουργήθηκε από τη συμμαχία Νέα Οικολογική και Κοινωνική Λαϊκή Ενότητα (NUPES). «Δεν μπορείτε να ξεκινήσετε μια στρατηγική διεύρυνσης των κοινωνικών συμμαχιών διακινδυνεύοντας αηδιασμένους αριστερούς ψηφοφόρους που δεν βλέπουν τον εαυτό τους στην προσέγγισή αυτή», προειδοποιεί.

Από την άλλη πλευρά, ο Μελανσόν δεν έφτασε στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, ενώ το NUPES έχασε τις περισσότερες από τις μονομαχίες του δεύτερου γύρου στις βουλευτικές εκλογές, ανεξάρτητα από το ποιο ήταν το επίμαχο ζήτημα. Η εκλογική βάση αυτού του στρατοπέδου εξακολουθεί να εμφανίζεται πολύ στενή, τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς τη σύνθεσή της.

«Ένα ολόκληρο μέρος της Γαλλίας ξεφεύγει από την εμβέλεια της Αριστεράς», λέει ο πολιτικός επιστήμονας Ρεμί Λεφέβρ. «Η κοινωνιολογία της Αριστεράς είναι πολύ μητροπολιτική και αυτό φαίνεται στο προφίλ των αιρετών της. Δεδομένου του βάρους του τελευταίου, υπάρχει κίνδυνος να ενισχυθεί αυτή η λογική». Ο γεωγράφος Ζαν Ριβιέρ, από την πλευρά του, θέλει να τονίσει ότι η εκλογική βάση που συγκέντρωσε ο Μελανσόν «είναι πράγματι διαταξική». Ωστόσο, παραδέχεται ότι η ψήφος υπέρ του τείνει να γίνει πολωμένη.

«Μεταξύ 2017 και 2022», εξηγεί αυτός ο λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Ναντ, «παρατηρούμε μια παγίωση ισχυρών βάσεων, οι οποίες βρίσκονται, περισσότερο από αλλού, στις εξευγενισμένες συνοικίες των πόλεων στην κορυφή της αστικής ιεραρχίας και στα κομμάτια της εργατικής τάξης που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις. Αντίθετα, η βάση του Μελανσόν μειώνεται εκεί που ήταν ήδη λιγότερο ισχυρή, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές του Βορρά και της Ανατολής».

Στην πραγματικότητα, η συζήτηση που ανοίγει στην Ανυπότακτη Γαλλία και το NUPES αφορά τη βελτίωση αυτής της κατάστασης και τους συγκεκριμένους τρόπους αναζήτησης ενός ευρύτερου εκλογικού κοινού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση έχει ξεκινήσει και η Intérêt Général –ένα ανεξάρτητο think tank που βρίσκεται κοντά στην Ανυπότακτη Γαλλία–, η οποία ετοιμάζεται να βάλει πολιτικούς, γεωγράφους και στατιστικολόγους να εργαστούν για αυτό το θέμα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές.

Ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης

Στο μεταξύ, πολλές φωνές τονίζουν τη σημασία της διατήρησης τόσο της συνοχής της τρέχουσας πολιτικής γραμμής όσο και των συνιστωσών της ήδη αποκτηθείσας εκλογικής βάσης.

Η Κλεμεντίν Αουτέν, βουλευτίνα της Ανυπότακτης Γαλλίας στο Σεν Ντενί, πιστεύει, για παράδειγμα, ότι «μπορούμε ακόμα να αναζητήσουμε ποιοι απέχουν στους τομείς όπου είμαστε ήδη ισχυροί». Υπάρχουν επίσης και άλλες απογοητευτικές διαπιστώσεις προς διερεύνηση, όπως η ξεκάθαρη υποεκπροσώπηση της Αριστεράς στους άνω των 60.

Σύμφωνα με την Αουτέν, δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις περιοχές όπου η Αριστερά αγωνίζεται να κερδίσει την πολιτιστική ηγεμονία τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τις ταυτοτικές δεξιές δυνάμεις. Όμως, αντί να ανατρέψουμε τα πάντα, με τον κίνδυνο να απομακρυνθούμε από μια πορεία που έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα, η πρόκληση είναι να «αρθρωθεί μια αφήγηση» που να απηχεί καλύτερα τις προσδοκίες ενός δυσαρεστημένου εκλογικού σώματος. «Αλλά το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι να σταματήσουμε να καταγγέλλουμε την αστυνομική βία», προειδοποιεί.

Δεν ήταν μόνο ο Ρουσέλ: το σχόλιο του Μελανσόν ότι «η αστυνομία σκοτώνει» επικρίθηκε επίσης από τον Ραφίν, ο οποίος εξήγησε ότι είχε «προκαλέσει προσβολή» στην εκλογική του περιφέρεια. Ο ίδιος είχε γράψει μια μεγάλη ανάρτηση στο Facebook για να ζητήσει δράση για την καθημερινή αντικοινωνική συμπεριφορά που προκαλεί δυσωδία στις ζωές των κατοίκων των εργατικών γειτονιών. «Η καταγγελία της αστυνομικής βίας είναι ένα πράγμα, το να την κάνουμε τόσο εξέχον μέρος του λόγου μας είναι εντελώς άλλο», λέει ένα μέλος της Intérêt Général. «Αυτή η μάχη παραμένει στη λογική των πολιτικών μειονοτήτων, ενώ εμείς αναζητούμε μια πλειοψηφική λογική για να κερδίσουμε».

Ο γεωγράφος Ζαν Ριβιέρ δεν εκπλήσσεται από αυτή τη συζήτηση.

Η κριτική στην αστυνομία συνάδει με τον στόχο της συνέχισης της κινητοποίησης των πληθυσμών στα μεγάλα στεγαστικά προγράμματα, και είναι αλήθεια ότι αυτό έχει μικρότερη απήχηση στις αγροτικές περιοχές. Αλλά ένα σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης ήταν πάντα προσκολλημένο σε συστημικές φόρμες, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Ακόμη και στο απόγειο της ευθυγράμμισής τους [προς την Αριστερά] τη δεκαετία του 1970, το ένα τρίτο από αυτούς ψήφισε υπέρ της Δεξιάς.

Για τον Στέφανο Παλομπαρίνι, οι ελπίδες να ξανακερδίσουν τις εργατικές τάξεις πρέπει να αναγνωρίσουν τα διαφορετικά προφίλ που υπάρχουν στους ανθρώπους.

Μερικοί από αυτούς, που έχουν απλώς μετακινηθεί από τη δεξιά προς την άκρα δεξιά, είναι δύσκολα προσβάσιμοι. Από την άλλη πλευρά, στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές που κάποτε ήταν ευνοϊκές για την Αριστερά, υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι απρόσιτοι. Αυτούς έχει μάλλον περισσότερο στο μυαλό του ο Ραφίν. Στη συνέχεια, μεταξύ εκείνων που έχουν ήδη ψηφίσει υπέρ της ακροδεξιάς, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα, εφόσον έχουν ήδη επαναλάβει αυτή την ψήφο μέχρι αυτό να τους οδηγεί σε μια αίσθηση πολιτικού ανήκειν.

Σε κάθε περίπτωση, λέει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού 8, «το να κάνεις εκλογικό μάρκετινγκ αλλάζοντας αυτά που λες σύμφωνα με αυτό ή εκείνο το τμήμα του πληθυσμού, θα ήταν αντιπαραγωγικό. Το πραγματικό ζήτημα είναι να πείσουμε τους ανθρώπους ότι το πρόγραμμα ρήξης του NUPES είναι ρεαλιστικό και θα μπορούσε να εφαρμοστεί». Και γι’ αυτό, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια μαχητική προσπάθεια να χτίσεις ρίζες, που θα επιτρέπει στην Αριστερά να προσεγγίσει ανθρώπους που έχουν ιδιωτεύσει στη δουλειά τους, αυτούς που έχουν λιγότερη παιδεία και που λαμβάνουν τις πληροφορίες τους κυρίως μέσω των ΜΜΕ».

Συνδέοντας διαφορετικές αιτίες

Αυτή η ανησυχία για την παρουσία μιας γειωμένης Ανυπότακτης Γαλλίας είναι κάτι που μπορεί να ενώσει όλες τις ευαισθησίες που υπάρχουν εντός της. Σε ένα ιστολόγιο για το Mediapart, η βουλευτίνα Κλεμεντίν Αουτέν γράφει ότι «η δουλειά που πρέπει να γίνει» για να διασφαλιστεί το μέλλον της NUPES «αφορά προφανώς και την κινηματική δουλειά, την τοπική δουλειά, τη διασφάλιση της παρουσίας παντού». Ο Ράφιν κάνει λόγο για «προμαχώνες» που πρέπει να χτιστούν στην κοινωνία.

Η κινητήρια δύναμη της ψήφου στα αριστερά κόμματα προέρχεται πλέον από το εκλογικό σώμα με υψηλή μόρφωση, χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος

Στη διάσκεψή του στις 5 Ιουλίου, ο Μελανσόν τόνισε τη σημασία των καραβανιών [ενημέρωσης] και της δουλειάς από πόρτα σε πόρτα, καλώντας για συνελεύσεις σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας σε όλη τη Γαλλία. Ωστόσο, δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τη δομή που θα έπρεπε να δοθεί σε αυτό το κύμα δραστηριοτήτων. Αυτό το τελευταίο φαίνεται να διορθώνει τον «αέρινο», όπως η ίδια τον αποκαλεί, χαρακτήρα της Ανυπότακτης Γαλλίας, που μεταφράζεται σε πλήρη αυτονόμηση της ηγεσίας από μια βάση που δεν έχει λόγο στις βασικές στρατηγικές αποφάσεις.

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι η κοινωνιολογία του NUPES βρίσκεται επίσης εκεί όπου ο Μελανσόν πραγματοποίησε τις συγκεντρώσεις του», παρατήρησε ο Ρέμι Λεφέβρ, αναφερόμενος στις καμπάνιες που πραγματοποιήθηκαν κυρίως σε μεγάλες πόλεις. «Ένα από τα κλειδιά για τη διεύρυνση αυτής της κοινωνιολογίας είναι επομένως η εργασία σε περιοχές όπου η Αριστερά είναι αδύναμη. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια ισχυρή αμφισβήτηση της εσωτερικής κατανομής της εξουσίας και του χρήματος». Οι ομάδες υποστηρικτών της Ανυπότακτης Γαλλίας, είναι αλήθεια, δεν διαθέτουν ουσιαστικούς πόρους για να οργανωθούν σε τοπικό επίπεδο και δεν έχουν δομές είτε για να συντονιστούν μεταξύ τους είτε για να υποβάλουν αιτήματα στην ηγεσία.

Ωστόσο, αξίζει να στοχαστούμε πάνω σε αυτό το πρόβλημα. Ερευνώντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, οι ακαδημαϊκοί Björn Bremer και Line Rennwald έχουν δείξει ότι η παρακμή τους θα μπορούσε να επιδεινωθεί από την έλλειψη «συναισθηματικής» σύνδεσης με ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού τους σώματος. Με άλλα λόγια, είναι επικίνδυνο να είμαστε ικανοποιημένοι με ένα εκλογικό σώμα που έχει μόνο μια αδύναμη ταύτιση με την πολιτική δύναμη για την οποία ψηφίζει: με την πάροδο του χρόνου, η πίστη τους θα μπορούσε να αποδειχθεί εύθραυστη.

Μια τέτοια δουλειά, να ριζώσει η Αρστερά, θα ήταν σίγουρα μια μακρά και άχαρη εργασία. Στο μεταξύ, υπάρχει επίσης μια άλλη προσπάθεια που πρέπει να γίνει, λιγότερο σε σχέση με το πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς και περισσότερο με το λόγο της, στην προσπάθεια ενοποίησης των αιτιών που υπερασπίζονται η Ανυπότακτη Γαλλία και η Αριστερά στο σύνολό της. «Είναι το αντίθετο της λογικής της κατάτμησης», επιμένει ο Ρέμι Λεφέβρ. Πιστεύει επίσης ότι θα ήταν «αδιέξοδο» να διαλέξεις μεταξύ αποφοίτων μεγαλουπόλεων και εργατικών περιοχών και ανάμεσα στις τελευταίες, μεταξύ των κατοίκων στα μεγάλα στεγαστικά έργα και των υπολοίπων.

«Δεν πρέπει να διευρύνουμε συμβολικά το χάσμα μεταξύ του φτωχότερου και του μέσου όρου, του «μέσα» και του «έξω», του πολύ «κάτω» και του ελαφρώς «πιο ψηλά», προτρέπει ο ιστορικός Ρότζερ Μαρτέλι στο Regards. «Η στρατηγική πρόκληση, της επανένωσης ενός κατακερματισμένου σήμερα «λαού», είναι να ενισχυθεί ο δεσμός που έχει δημιουργηθεί με μέρος των προαστίων, διασπώντας παράλληλα τις βάσεις της ψήφου της εργατικής τάξης στην ακροδεξιά».

Από αυτή την άποψη, η κατάσταση στη Γαλλία δεν αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών. Σε μια πρόσφατη μελέτη, οι διάσημοι πολιτικοί επιστήμονες Herbert Kitschelt και Philipp Rehm διαπίστωσαν ότι η κινητήρια δύναμη της ψήφου στα αριστερά κόμματα προέρχεται πλέον από το εκλογικό σώμα υψηλής μόρφωσης, χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Δεν πρόκειται για στρατηγική καταστροφή – το αντίθετο μάλιστα, αφού πρόκειται για μια δημογραφικά αναπτυσσόμενη ομάδα. Ωστόσο, μόνο η στήριξή τους δεν αρκεί για να σχηματιστεί πλειοψηφικός εκλογικός συνασπισμός.

Χρειάζεται υποστήριξη κι από άλλους. Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, αυτή η υποστήριξη είναι απίθανο να βρεθεί στο εκλογικό σώμα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και υψηλά εισοδήματα, το οποίο είναι πολύ ευθυγραμμισμένο με τη Δεξιά. Οι ομάδες που είναι πιο διαφοροποιημένες εσωτερικά είναι αυτές με υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης και εισοδήματος, ή χαμηλά επίπεδα και των δύο. Μεταξύ των τελευταίων, οι πιο αδικημένοι τείνουν περισσότερο προς τα αριστερά, αλλά εκείνοι που καταφέρνουν να κρατήσουν το κεφάλι τους πάνω από το νερό έχουν αυταρχικές κλίσεις που τους τραβούν περισσότερο προς τα δεξιά.

Για τον Φρανσουά Ραφίν, η έκκληση για μια «οικονομία κλιματικού πολέμου» θα μπορούσε να βοηθήσει να ξεπεραστούν αυτές οι εκλογικές διαιρέσεις και να διευρυνθεί όσο γίνεται η σημερινή αριστερή βάση. «Πρέπει να ενώσουμε τη χώρα σε αυτό το κοινό έργο», προτείνει ο ίδιος. Για τον Ραφίν, το κοινωνικό ζήτημα –που τώρα διαμορφώνεται και από οικολογικούς περιορισμούς– μπορεί να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία και να δεσμεύσει όλους εκείνους που πιστεύουν ότι «κάτι σάπιο» υπάρχει στην υφιστάμενη κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, υπό τον όρο ότι θυμόμαστε ότι οι λεγόμενες πολιτιστικές απαιτήσεις –για παράδειγμα, σχετικά με το φύλο ή τις φυλετικές διακρίσεις– έχουν συχνά κοινωνικό περιεχόμενο και ότι οι κοινωνικές απαιτήσεις εκφράζουν επίσης την ανάγκη για αναγνώριση και αξιοπρέπεια. Η Αριστερά έχει, έτσι, χώρο να ξεφύγει από την ψεύτικη εναλλακτική ανάμεσα στον ηδονισμό των προνομιούχων μεγαλουπόλεων και την αγανάκτηση των εγκαταλειμμένων πόλεων.

Ο Fabien Escalona είναι δημοσιογράφος στο Mediapart και ο συγγραφέας του βιβλίου «Η κομματική ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…