Μέσα στον Ιούνιο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εύμαρος το βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή Κριτική του νεοσταλινισμού του ΚΚΕ. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, από το 1991, με την ανάδειξη της Αλέκας Παπαρήγα στην ηγε­σία του, το ΚΚΕ ακολούθησε μια πορεία σταλινικής αναπαλαίωσης: δικαίωση της σταλινικής διαστροφής του σοσιαλισμού και, με πιο σύγχρονους όρους, ακραίος σεκταρισμός, εκφρασμένος στην ανεδαφική γραμμή της αντεπίθεσης για τη λαϊκή εξουσία και τη διάσπαση των συν­δικάτων· πλήρης άρνηση των συμμαχιών· απεμπόληση των μεγάλων κινημάτων του 2011-12· δογματισμός,  εθνικισμός και γραφειοκρατικός υποκειμενισμός. Το απόσπασμα που αναδημοσιεύουμε σήμερα αφορά σε μια ειδικότερη πτυχή αυτής της πολιτικής: την απόρριψη, από πλευράς ΚΚΕ, του μεταβατικού προγράμματος — της πολιτικής που επιδιώκει τη σύνδεση της επαναστατικής στρατηγικής με την τακτική υπεράσπισης και διεύρυνσης κεκτημένων, με γνώμονα τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.

***

Οι δήθεν κομμουνιστικές, «μαρξιστικές – λενινιστικές» αξιώσεις της Παπαρήγα και της υπόλοιπης ηγεσίας του ΚΚΕ δεν σκεπάζουν μόνο γραφειοκρατική αμάθεια, έπαρση και καθυστέρηση. Με το ενδιάμεσό τους μετατρέπονται σε μια πλήρη άρνηση του μαρξισμού, στο να προβάλλονται σε μια πληθώρα ζητημάτων στο όνομα του μαρξισμού οι ακριβώς αντίθετες θέσεις από αυτές που υποστήριζαν οι κλασικοί. Στα επόμενα μέρη θα συζητηθούν πολλές τέτοιες περιπτώσεις· εδώ θα αρκεστούμε μόνο σε ένα θεμελιώδες ζήτημα, το μεταβατικό πρόγραμμα.

Στη φιλολογία του ΚΚΕ το μεταβατικό πρόγραμμα απορρίπτεται αδιάλειπτα ως «οπορτουνιστικό», μια «παρέκκλιση» από την κομμουνιστική άποψη προς τις ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις για βελτίωση του καπιταλισμού. Η Παπαρήγα εκτιμά σχετικά ότι «Αναιρείται η αυτοτέλεια του ΚΚ όταν υιοθετεί τη λογική μεταβατικών προγραμμάτων» και πως αδίκως «κατηγορείται το ΚΚΕ ότι δεν συνέβαλε στην οικοδόμηση ενός μετώπου πολιτικής συνεργασίας κατά των μνημονίων, ενώ σήμερα δεν συμβάλλει στην οικοδόμηση αριστερού πολιτικού μετώπου συνεργασίας ή αντικαπιταλιστικού, ή αντινεοφιλελεύθερου κ.λπ. με ένα μεταβατικό κυβερνητικό πρόγραμμα». Αυτές οι απόψεις, συμπεραίνει, αποτελούν δείγματα «παρεκκλίσεων, οπορτουνιστικών αντιλήψεων και στρατηγικής που τελικά καταλήγει στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητας και ρεαλιστικότητας του σοσιαλισμού»[1].

Φυσικά, η Παπαρήγα δεν είναι η μόνη στο ΚΚΕ που τα λέει αυτά. Στην «Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ» βεβαιώνεται ότι «οι θέσεις και οι επεξεργασίες μας, η πείρα που έχουμε συσσωρεύσει… αποδεικνύουν την ουτοπία των αντιλήψεων για ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα»[2]. Σε ένα κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ το μεταβατικό πρόγραμμα αποκηρύσσεται παρόμοια ως «αυταπάτη κάποιας εκδοχής φιλολαϊκής διαχείρισης χωρίς να έχει ανατραπεί η καπιταλιστική εξουσία» και γίνεται λόγος για «προβολή χρεοκοπημένων πολιτικών στρατηγικών» όπως «η υιοθέτηση του “μεταβατικού προγράμματος” στο έδαφος του καπιταλισμού, το οποίο αποτέλεσε τα προηγούμενα χρόνια βασικό όχημα για τον εγκλωβισμό στην αστική διαχείριση»[3]. Ακόμη, στο «Σχέδιο Ιστορίας» του ΚΚΕ εκτιμούν ότι «η [μεταβατική] στρατηγική δεν αποτελούσε ιδιαίτερο φαινόμενο στο ΚΚΕ αλλά ήταν πρόβλημα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που οι αιτίες του απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση στο πλαίσιο μελέτης της Ιστορίας του… Το μεταβατικό μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα, βασικό πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας, επιβίωνε και στη στρατηγική της ΚΔ με τον έναν ή άλλον τρόπο… εξ αντικειμένου εγκλώβιζε τη λαϊκή πάλη σε μια μορφή της αστικής εξουσίας, έστω της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας»[4]. Η ίδια άποψη αναπαράγεται σε πλήθος άρθρα στο Ριζοσπάστη από αμαθείς κλακαδόρους που αναμασούν κάθε ανοησία της ηγεσίας. Σε ένα από αυτά στιγματίζεται η αναπαραγωγή «της χρεοκοπημένης λογικής του μεταβατικού προγράμματος, που οδήγησε το κίνημα στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2011 – 2015» και «αποτέλεσε τη σημαία της παρέμβασής τους… με τα γνωστά και πολύ επιζήμια αποτελέσματα για το εργατικό – λαϊκό κίνημα»[5]. Και σε άλλο κείμενο οικτίρουν τους «οπορτουνιστές» γιατί, αγνοώντας τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης, «επιμένουν στη χρεοκοπημένη λογική του “μεταβατικού προγράμματος”, που… θεωρεί ότι στο έδαφος του καπιταλισμού είναι δυνατόν το εργατικό κίνημα να επιβάλει σε καθοριστικό βαθμό τη θέλησή του χωρίς ανατροπή του αστικού κράτους, ανοίγοντας το δρόμο για ριζικές, επαναστατικές αλλαγές»[6].

Συνάγεται ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένα συνώνυμο του οπορτουνισμού, η άρνηση της εμπειρίας του Οκτώβρη και του σοσιαλισμού, η άρνηση της αυτοτέλειας των κομμουνιστών, ο εγκλωβισμός στην αστική διαχείριση και όλα του κόσμου τα δεινά. Ο καθένας που θα μελετήσει λίγο το θέμα δεν θα αποτύχει όμως να δει ότι η μεταβατική προβληματική και το πρόγραμμα είχαν διατυπωθεί από τους ίδιους τους κλασικούς, τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν. Καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα στο οποίο καθρεφτίζεται ανάγλυφα η αντίθεση ανάμεσα στη μαρξιστική, διαλεκτική επαναστατική λογική και στο σταλινικό δογματισμό, θα συζητήσουμε εδώ τις θέσεις τους κάπως αναλυτικά.

Εισηγητής της μεταβατικής λογικής και του αντίστοιχου προγράμματος ήταν ο Ένγκελς, ο οποίος τα διατύπωσε αναλυτικά ήδη το 1847 σε μια πολεμική του ενάντια στον Χάιντσεν, έναν αστό δημοκράτη της εποχής. Απέναντι στον Χάιντσεν, που έβλεπε τα μεταβατικά αιτήματα σαν αιτήματα παντός καιρού, ο Ένγκελς επιχειρηματολόγησε ότι αυτά τα αιτήματα είχαν νόημα ακριβώς και μόνο σε στιγμές οξείας ταξικής πάλης που κυοφορούσε την επανάσταση, ως προπαρασκευαστικά βήματα για τη σοσιαλιστική ανατροπή:

«Το μόνο σημείο του που αξίζει αναγνώριση ο κ. Χάιντσεν το έχει δανειστεί από τους κομμουνιστές… υπόσχεται κοινωνικές μεταρρυθμίσεις… τέτοιες όπως οι ίδιοι οι κομμουνιστές προτείνουν σε προετοιμασία για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλα τα μέτρα περιορισμού του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης κεφαλαίου στα χέρια των ατόμων, όλοι οι περιορισμοί ή κατάργηση του κληρονομικού νόμου, κάθε οργάνωση της εργασίας από το κράτος κ.λπ., όλα αυτά τα μέτρα δεν είναι μόνο δυνατά ως επαναστατικά μέτρα, αλλά στην πραγματικότητα αναγκαία. Είναι δυνατά επειδή ολόκληρο το εξεγερμένο προλεταριάτο βρίσκεται πίσω από αυτά και τα διατηρεί με τη δύναμη των όπλων. Είναι δυνατά, παρόλες τις δυσκολίες και τα μειονεκτήματα που προβάλλουν εναντίον τους οι οικονομολόγοι, επειδή αυτές οι ίδιες δυσκολίες και τα μειονεκτήματα θα υποχρεώσουν το προλεταριάτο να προχωρήσει παραπέρα και παραπέρα μέχρι να καταργηθεί πλήρως η ατομική ιδιοκτησία, ώστε να μη χάσει ξανά αυτό που έχει ήδη κερδίσει. Είναι δυνατά ως προπαρασκευαστικά βήματα, προσωρινά μεταβατικά στάδια προς την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά όχι με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ωστόσο, ο κ. Χάιντσεν θέλει όλα αυτά τα μέτρα ως μόνιμα, τελικά μέτρα. Δεν πρόκειται να είναι μια προετοιμασία για οτιδήποτε, πρόκειται να είναι οριστικά. Δεν είναι γι’ αυτόν μέσο, αλλά σκοπός. Δεν είναι σχεδιασμένα για μια επαναστατική αλλά για μια ειρηνική, αστική κατάσταση. Αλλά αυτό τα καθιστά ανέφικτα και ταυτόχρονα αντιδραστικά… Κοντολογίς: με τους κομμουνιστές αυτά τα μέτρα έχουν νόημα και λογική γιατί δεν γίνονται αντιληπτά ως αυθαίρετα μέτρα αλλά ως συνέπειες που θα προκύψουν αναγκαστικά και από μόνες τους από την ανάπτυξη της βιομηχανίας, της γεωργίας, του εμπορίου και των επικοινωνιών, από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου που εξαρτάται από αυτά· τα οποία θα προκύψουν όχι ως οριστικά, αλλά ως μεταβατικά μέτρα, μέτρα σωτηρίας του λαού που ανακύπτουν από τον ίδιο το μεταβατικό αγώνα μεταξύ των τάξεων»[7].

Ο Ένγκελς τα εξηγεί όλα εδώ με απόλυτη σαφήνεια και κάθε λέξη του είναι ένα βροντερό χαστούκι στις ασυναρτησίες της Παπαρήγα και των ομοίων της. Λέει ρητά ότι τα μεταβατικά αιτήματα είναι αιτήματα των κομμουνιστών και πρέπει να προβάλλονται σε μια επαναστατική κατάσταση (και στην πορεία προς αυτή, γιατί το 1847 δεν υπήρχε ακόμη επανάσταση) για να επισπευσθεί η ανατροπή του καπιταλισμού. Με αυτό το σκεπτικό, ο Ένγκελς τα ενσωμάτωσε στην μπροσούρα του Οι Αρχές του Κομμουνισμού, από όπου τα παρέλαβε ο Μαρξ, για να αναπτύξει ένα μεταβατικό πρόγραμμα, το πρώτο στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, στο διάσημο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Συγκεκριμένα, στο μέρος «Προλετάριοι και κομμουνιστές», διατυπώνεται ένα πρόγραμμα δέκα σημείων, τα πιο σημαντικά από τα οποία ήταν: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη· επιβολή βαριάς προοδευτικής φορολογίας στο ιδιωτικό εισόδημα· κατάργηση του δικαιώματος της κληρονομιάς· εθνικοποίηση των μεταφορών και των επικοινωνιών· επέκταση του αριθμού των κρατικοποιημένων εργοστασίων· εκμηχάνιση της γεωργίας· δωρεάν δημόσια εκπαίδευση και κατάργηση της παιδικής εργασίας, κοκ. Αιτιολογώντας το πρόγραμμα, οι κλασικοί εκτιμούν πως «τα μέτρα [αυτά] φαίνονται οικονομικά ανεπαρκή και μη βιώσιμα, αλλά στην πορεία της ανάπτυξης απαιτούν παραπέρα εισροές στην παλιά κοινωνική τάξη και είναι αναπόφευκτα ως ένα μέσο για την πλήρη επαναστατικοποίηση του τρόπου παραγωγής»[8].

Θα μπορούσε να αντιταχθεί πως το παραπάνω πρόγραμμα ήταν αναγκαίο επειδή οι συνθήκες το 1848 δεν ήταν ώριμες για το σοσιαλισμό. Τα συγκεκριμένα μέτρα έδιναν ένα μέσο για την προσέγγισή του, ώστε η ωρίμανση των υλικών όρων στις μετέπειτα επαναστάσεις θα έπρεπε να κάνει το μεταβατικό πρόγραμμα περιττό.

Αν και αληθεύει πράγματι ότι τα μέτρα του προγράμματος ήταν προσαρμοσμένα στην ανεπαρκή ακόμη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αντίρρηση παραβλέπει ότι και σε μετέπειτα στάδια οι κλασικοί δεν εγκατέλειψαν το μεταβατικό πρόγραμμα. Επανήλθαν σε αυτό, προτείνοντας πιο προωθημένα αιτήματα, αντίστοιχα στην οικονομική πρόοδο και τις αντιθέσεις των νέων σταδίων. Το 1891 ο Ένγκελς έλαβε μια επιστολή του Μ. Οπενχάιμ, που έθετε το ζήτημα της απασχόλησης των ανέργων από το κράτος και της εθνικοποίησης της εμπορίας τροφίμων. Στην απάντησή του σημείωνε πως η οικονομική κατάσταση έθετε αυτά τα ζητήματα σε ένα ευρύτερο, μεταβατικό πλαίσιο, που περιλάμβανε την απαλλοτρίωση των γαιοκτημόνων και ότι, δεδομένου ότι οι κυρίαρχες τάξεις δεν θα προχωρούσαν ως εκεί, η εκπλήρωσή τους εξαρτιόταν από τη συνειδητότητα του προλεταριάτου. Σε αυτή τη σύνδεση, ανέφερε ως παράγοντες που θα ωθούσαν εμπρός το προλεταριάτο την παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού που όξυνε τις αντιφάσεις του και μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, που θα έφερνε τα συγκεκριμένα αιτήματα στο προσκήνιο ως μέτρα έκτακτης ανάγκης (η αναλογία με τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2007-10 είναι παραπάνω από προφανής):

«Όσο πιο γρήγορα και αμετάκλητα πραγματοποιείται αυτή η οικονομική επανάσταση, τόσο πιο επιτακτικά θα απαιτούνται μέτρα τα οποία, φαινομενικά έχοντας την πρόθεση να θεραπεύσουν κακά που ξαφνικά ανέλαβαν τεράστιες και ανυπόφορες αναλογίες, τελικά θα οδηγήσουν σε υπονόμευση των θεμελίων του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής… Το ποια θα είναι αυτά τα αρχικά μέτρα πρέπει να εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορεί να ειπωθεί τίποτα γενικής φύσης γι’ αυτά εκ των προτέρων. Όμως, όπως το βλέπω, βήματα αληθινά απελευθερωτικού χαρακτήρα δεν θα είναι δυνατά ωσότου η οικονομική επανάσταση να έχει κάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών συνειδητή στην κατάστασή τους και έτσι ανοίξει το δρόμο για την πολιτική τους κυριαρχία. Οι άλλες τάξεις μπορούν να μπαλώσουν ή να ανακουφίσουν μόνο… Καμία κρίση δεν μπορεί να παρασύρει διαρκώς τους εργαζόμενους στο ή κάτω από το μηδέν, το ναδίρ της προηγούμενης κρίσης. Αλλά θα ήταν δύσκολο να πούμε τι θα συνέβαινε εάν κάποια στιγμή βιώναμε μια παρατεταμένη, χρόνια, γενική βιομηχανική κρίση διάρκειας 5 ή 6 ετών»[9].

Ο Λένιν επίσης συνεισέφερε στη συζήτηση για το μεταβατικό πρόγραμμα, προσαρμόζοντάς το στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής εποχής και του πολέμου του 1914-18. Το Σεπτέμβρη του 1917, ενόψει της κατάρρευσης της Ρωσίας από τη μακρόχρονη πολεμική δοκιμασία, διατύπωσε στην μπροσούρα του «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», ένα πρόγραμμα μεταβατικών αιτημάτων για τη σωτηρία του λαού από την επερχόμενη καταστροφή. Τα μέτρα περιλάμβαναν την εθνικοποίηση των τραπεζών και των τραστ, την κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, την καταγραφή και τον εργατικό έλεγχο στη βιομηχανία (όχι όμως τη σοσιαλιστική απαλλοτρίωση), τη ρύθμιση της κατανάλωσης, κοκ. Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι τα μέτρα αυτά αντιπροσώπευαν «ένα τεράστιο βήμα προς το σοσιαλισμό», οδηγώντας σε μια κατάσταση που «δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός, όμως δεν είναι πια και καπιταλισμός» , δηλαδή αντιπροσώπευαν ακριβώς μεταβατικά μέτρα[10].

Αργότερα, στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν, ο Λένιν ζήτησε να περιληφθούν υποχρεωτικά τα μεταβατικά αιτήματα στα προγράμματα των νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων: «Στα εθνικά προγράμματα με όλη την ακρίβεια και κατηγορηματικότητα θα πρέπει να επισημαίνεται η ανάγκη της πάλης για τις μεταβατικές διεκδικήσεις με τις κατάλληλες επιφυλάξεις όσον αφορά την εξάρτηση αυτών των διεκδικήσεων από τις συγκεκριμένες συνθήκες τόπου και χρόνου… Η θεωρητική βάση όλων των παρόμοιων μεταβατικών ή μερικών διεκδικήσεων πρέπει να αναφέρεται ξεκάθαρα στο γενικό πρόγραμμα, παράλληλα το 4ο Συνέδριο δηλώνει ότι η Κομμουνιστική Διεθνής καταδικάζει το ίδιο αποφασιστικά τόσο τις απόπειρες να παρουσιαστεί σαν οπορτουνισμός η προσθήκη των μερικών διεκδικήσεων στο πρόγραμμα, όσο και οποιεσδήποτε απόπειρες να συγκαλυφθεί και να υποκατασταθεί το βασικό επαναστατικό καθήκον με τις μερικές διεκδικήσεις… Στο γενικό πρόγραμμα πρέπει σαφώς να αναφέρονται οι βασικοί ιστορικοί τύποι των μεταβατικών διεκδικήσεων των εθνικών κομμάτων, ανάλογα με τη ριζική διαφορά των οικονομικών δομών, όπως λογουχάρη, η Αγγλία και η Ινδία, κτλ»[11]. Ενάντια στους δογματιστές της εποχής, που αποκήρυσσαν τα μεταβατικά αιτήματα ως «οπορτουνισμό», ο Λένιν επέμεινε να διαβαστεί στο 4ο Συνέδριο μια δήλωση της ρωσικής αντιπροσωπείας συνταγμένη από τον ίδιο, η οποία διακήρυσσε ότι «η ρωσική αντιπροσωπεία ομόφωνα επιβεβαιώνει ότι η προβολή των μεταβατικών διεκδικήσεων στα εθνικά προγράμματα, η γενική διατύπωση και η θεωρητική τεκμηρίωσή τους στο γενικό μέρος του προγράμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν μπορούν να θεωρούνται σαν οπορτουνισμός»[12].

Ας συγκρίνει ο αναγνώστης: Ο Ένγκελς έλεγε ότι τα μεταβατικά αιτήματα ανοίγουν το δρόμο στην επανάσταση· οι σταλινικοί δογματιστές του ΚΚΕ λένε ότι τον κλείνουν. Ο Λένιν, ξεκινώντας από το ότι η ιμπεριαλιστική εποχή είναι μια εποχή επαναστατικών σπασμών, έλεγε ότι η προβολή των μεταβατικών αιτημάτων δεν είναι οπορτουνισμός και ότι τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο πρέπει υποχρεωτικά να τα περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους· οι σταλινικοί δογματιστές του ΚΚΕ λένε ότι αυτό σημαίνει υποταγή στον οπορτουνισμό και απώλεια της αυτοτέλειας των κομμουνιστών. Ο Ένγκελς συνιστούσε τα μεταβατικά αιτήματα για συνθήκες κρίσης που κυοφορούν την επανάσταση και ο Λένιν πρόβαλλε ένα τέτοιο πρόγραμμα το Σεπτέμβρη του 1917· οι σταλινικοί δογματιστές του ΚΚΕ λένε ότι προπαντός σε τέτοιες συνθήκες, όπως ήταν το 2011-15 στην Ελλάδα, δεν πρέπει να τα προβάλουμε. Και οι ίδιοι αξιώνουν από πάνω ότι με όλα όσα λένε μένουν πιστοί στον Οκτώβρη και τον Λένιν – δηλαδή στον εαυτό τους, που τον θεωρούν ανώτερο όλων!

Μπαίνει το ερώτημα: Τόσο ανόητοι ήταν οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, που δεν χαμπάριαζαν γρι από την κορυφαία σοφία που αναμασούν όλοι οι δογματιστές του ΚΚΕ, ότι η εκπλήρωση των μεταβατικών αιτημάτων απαιτεί την εργατική εξουσία; Φυσικά το είχαν υπόψη, το αναφέρει και ο Ένγκελς στην επιστολή του στον Οπενχάιμ. Αλλά οι κλασικοί ήταν διαλεκτικοί και είχαν υπόψη μερικά επιπλέον πράγματα, που αγνοούν οι δογματιστές. Οι κλασικοί καταλάβαιναν ότι σε περιόδους επαναστατικής κρίσης, που περιλαμβάνουν πάντα καταστροφές, μαζική ανέχεια, κοκ, η ίδια η ζωή φέρνει στο προσκήνιο αιτήματα ζωτικά για το λαό, που η διεκδίκησή τους δεν μπορεί να πάρει αναβολή. Καταλάβαιναν ότι ακριβώς επειδή σε μια επαναστατική κρίση η αστική τάξη κλονίζεται και δημιουργείται μια δυαδική εξουσία, ο αγώνας γι’ αυτά τα επείγοντα αιτήματα ξεκινά και μπορεί να έχει μερική επιτυχία ακόμη και πριν την κατάκτηση της εξουσίας, όπως πριν τον Οκτώβρη οι εργάτες είχαν ήδη επιβάλει τον εργατικό έλεγχο σε πολλές επιχειρήσεις. Και καταλάβαιναν, τέλος, ότι ακριβώς στον αγώνα για να εδραιώσει αυτές τις πρώτες, ασταθείς επιτυχίες η εργατική τάξη θα τεθεί έμπρακτα αντιμέτωπη με το καθήκον της κατάκτησης της εξουσίας, που ακόμη και η καλύτερη προπαγάνδα –πόσω μάλλον οι σταλινικές ασυναρτησίες– δεν μπορεί από μόνη της να το εμφυσήσει στους εργάτες.

Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένας μοχλός σε αυτή τη συνειδητοποίηση, ακριβώς γιατί περιλαμβάνει τα πιο ζωτικά αιτήματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η ταξική πάλη στην περίοδο της δυαδικής εξουσίας ή μιας εθνικής κρίσης. Τα αιτήματα και οι στόχοι του, όπως η εθνικοποίηση τραπεζών και τραστ, ο εργατικός έλεγχος, κοκ, είναι μεταβατικά ακριβώς γιατί πάνε πέρα από τα «μίνιμουμ αιτήματα» (τις άμεσες εργατικές διεκδικήσεις, αυξήσεις μισθών, μέτρα ενάντια στην ανεργία, κοκ), γιατί προετοιμάζουν και υποβοηθούν τη σοσιαλιστική ανατροπή όταν τίθεται άμεσα επί τάπητος από τη βαθιά κρίση του συστήματος και το χάος που τη συνοδεύει. Γι’ αυτό φανερώνει αμάθεια και ανοησία να αποκαλεί κανείς, όπως κάνουν οι σταλινικοί δογματιστές, το μεταβατικό πρόγραμμα «ρεφορμιστικό», «σοσιαλδημοκρατικό κατάλοιπο στο κομμουνιστικό κίνημα», κοκ. Στην πραγματικότητα η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία της 2ης Διεθνούς δεν είχε κανένα τέτοιο πρόγραμμα· περιοριζόταν, όπως και οι σταλινικοί δογματιστές, στα άμεσα αιτήματα και το «καθαρό» σοσιαλιστικό πρόγραμμα χωρίς να τα συνδέει με οτιδήποτε.

Θεωρητικά κάποια από αυτά τα αιτήματα μπορεί να τα εκπληρώσει ή να τα ανεχτεί σε κάποια στιγμή η αστική τάξη, ακόμη και σε μη επαναστατικές συνθήκες. Αλλά το σύνολό τους μπορεί να εκπληρωθεί μόνο από την εργατική εξουσία, και η εργατική τάξη το συνειδητοποιεί αυτό μόνο μέσα από την πολιτική πείρα της, από τα εμπόδια που συναντά στη διεκδίκησή τους σε μια επαναστατική κατάσταση και πιο γενικά σε συνθήκες οξείας ταξικής πάλης.

Ο Τρότσκι, ο οποίος συνεισέφερε επίσης ουσιαστικά στην επεξεργασία του μεταβατικού προγράμματος και στο συγχρονισμό του με τις συνθήκες της ανόδου του φασισμού, τόνισε ιδιαίτερα αυτή τη λειτουργία του και τις πτυχές του:

«Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία… χώριζε το πρόγραμμά της σε δυο μέρη, που το ένα ήταν ανεξάρτητο από το άλλο: το μίνιμουμ πρόγραμμα, που περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, και το μάξιμουμ πρόγραμμα, που υποσχόταν την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Ανάμεσα στο μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα δεν υπήρχε καμιά γέφυρα. Η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε την ανάγκη μιας τέτοιας γέφυρας, αφού για το σοσιαλισμό μιλούσε μόνο στις γιορτές…

Το στρατηγικό καθήκον για την ερχόμενη περίοδο –προεπαναστατική περίοδος ζύμωσης, προπαγάνδας και οργάνωσης– είναι να ξεπεραστεί η αντίφαση ανάμεσα στην ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών για την επανάσταση και την ανωριμότητα του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του (σύγχυση και απογοήτευση της παλιάς γενιάς, έλλειψη πείρας της νέας γενιάς). Πρέπει να βοηθήσουμε τις μάζες, μέσα στο προτσές των καθημερινών αγώνων τους, να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να αποτελείται από ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που θα ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σε ένα μονάχα συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο»[13].

Ο Γκράμσι επίσης, ο επιφανής Ιταλός μαρξιστής, έθεσε με οξυδέρκεια το ίδιο ζήτημα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, τονίζοντας ότι η πάλη των κομμουνιστών δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν στρέφεται άμεσα γύρω από τους τελικούς στόχους του κινήματος. Ο Γκράμσι στην περίοδο αυτή είχε να αντιμετωπίσει το σεκταρισμό της προηγούμενης ηγεσίας Μπορντίγκα στο ΚΚ Ιταλίας, που θέτοντας σε πρώτο πλάνο την κατάκτηση της εξουσίας από τα Σοβιέτ, την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, κ.λπ., απομόνωνε το κόμμα. Απέναντί της, επιχειρηματολόγησε ότι οι κομμουνιστές θα έπρεπε να επεξεργαστούν ενδιάμεσες, μεταβατικές λύσεις, λύσεις που θα ήταν ικανές να δώσουν μια ώθηση στις μάζες προς τους τελικούς στόχους:

«Η παρουσίαση και η κινητοποίηση γύρω από τις ενδιάμεσες λύσεις», έγραφε, «–απομακρυσμένες τόσο από τα ίδια τα συνθήματα του κόμματος, όσο και από το πρόγραμμα αδράνειας και απάθειας των ομάδων που θέλουμε να καταπολεμήσουμε– μας επιτρέπει να συγκεντρώσουμε ευρύτερες δυνάμεις γύρω από το κόμμα· να αντιπαραθέσουμε τα λόγια των ηγετών των αντεπαναστατικών μαζικών κομμάτων στις πραγματικές τους προθέσεις· να σπρώξουμε τις μάζες στην κατεύθυνση επαναστατικών λύσεων· και να επεκτείνουμε την επιρροή μας… Αυτές οι ενδιάμεσες λύσεις δεν μπορούν να προβλεφθούν όλες, γιατί πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Αλλά πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να αποτελέσουν μια γέφυρα προς τα συνθήματα του κόμματος· και πρέπει να είναι πάντα εμφανές στις μάζες ότι αν πραγματοποιούνταν, αυτό θα οδηγούσε σε μια επιτάχυνση της επαναστατικής διαδικασίας»[14].

Γιατί απορρίπτουν το μεταβατικό πρόγραμμα οι σταλινικοί δογματιστές; Η εξήγηση δεν θα βρεθεί μόνο στην αμάθειά τους, στο γεγονός ότι δεν ξέρουν ή δεν πρόσεξαν τις διακηρύξεις του Ένγκελς και του Λένιν (αν και η αμάθεια αποτελεί ασφαλώς μέρος του προβλήματος). Το κύριο εμπόδιο έγκειται στο στατικό χαρακτήρα της γραφειοκρατικής θεώρησης, που αποκλείει την ασάφεια, το δυναμισμό και τις μεταβατικές στιγμές της εξέλιξης.

Ο Τρότσκι, όπως και άλλοι επιφανείς μαρξιστές, έδινε έμφαση σε αυτή την ουσιώδη πλευρά της διαλεκτικής. «Μερικά αντικείμενα (φαινόμενα)», έγραφε, «περικλείονται εύκολα μέσα σε όρια σύμφωνα με τη λογική ταξινόμηση, άλλα παρουσιάζουν (σε μας) δυσκολίες: μπορεί να τοποθετηθούν εδώ η εκεί, αλλά με μια αυστηρότερη σχέση – πουθενά. Ενώ προκαλούν την αγανάκτηση των συστηματοποιών, τέτοιες μεταβατικές μορφές είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες στους διαλεκτικούς, γιατί σπάνε τα περιορισμένα όρια της ταξινόμησης, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές διασυνδέσεις και τη διαδοχικότητα μιας ζωντανής διαδικασίας»[15].

Από τη σταλινική, γραφειοκρατική λογική απουσιάζει ακριβώς η αίσθηση της διαδοχικότητας και των διασυνδέσεων της εξέλιξης. Λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με καθαρές καταστάσεις, όπως ο καπιταλισμός, η περίοδος πριν την επανάσταση, όπου κυριαρχεί η αστική τάξη, και ο σοσιαλισμός, η περίοδος όπου κυριαρχεί πλέον η εργατική τάξη. Έτσι όμως χάνει το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, διαστρεβλώνοντας και παρανοώντας το σύνολο των σχετικών προβλημάτων, τη μορφή των οποίων πριν την κατάληψη της εξουσίας αποτυπώνει το μεταβατικό πρόγραμμα. Η εχθρότητά τους προς τη λενινιστική προβληματική της ΝΕΠ, ως αποτύπωση της μορφής των ίδιων προβλημάτων μετά την κατάκτηση της εξουσίας στις ιδιόμορφες ρωσικές συνθήκες, αποτελεί μέρος της ίδιας λογικής, που αρνείται τη διαλεκτική για χάρη μιας φορμαλιστικής, σχολαστικής προσέγγισης.

Οι παρανοήσεις της Παπαρήγα εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία του γραφειοκρατικού σχολαστικισμού. Η Παπαρήγα μπορεί να είχε επαινέσει στην ίδια διάλεξή της τον Λένιν για τις «γρήγορες εναλλαγές στην επεξεργασία της τακτικής του κόμματος» και «ταχύτατη ανάπτυξη της θεωρίας και επαναστατική δράση»[16]. Όμως η ίδια απεχθάνεται τις οξείες, ευμετάβλητες καταστάσεις όπου γίνονται αναγκαίες τέτοιες εναλλαγές και παρανοεί τις επεξεργασίες του Λένιν στις παραμονές του Οκτώβρη. Το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί ακριβώς μια πυξίδα που προσανατολίζει στις εναλλαγές της ταξικής πάλης στην περίοδο πριν την κατάληψη της εξουσίας και έτσι ξεφεύγει πλήρως από την κατανόησή της. Στη δογματική θεώρηση της ηγεσίας του ΚΚΕ όλα πρέπει να μένουν στάσιμα ώσπου η ίδια, μαζεύοντας με ρυθμό χελώνας τις μάζες μέσω γραφειοκρατικών εγχειρημάτων τύπου ΠΑΜΕ και εντολών από το Ριζοσπάστη, να συγκεντρώσει μετά από χρόνια και καιρούς τις δυνάμεις για την «επαναστατική ανατροπή». Έτσι όμως ο γραφειοκρατισμός οδηγείται σε μια πλήρη απάτη, να απορρίπτει στο όνομα της επανάστασης όλα εκείνα τα μέσα που μπορεί να τη βοηθήσουν και να την επισπεύσουν, ανάμεσα στα οποία το μεταβατικό πρόγραμμα κατέχει την πιο περίοπτη θέση. Το ότι απαρνούνται έτσι όλα όσα έχουν πει οι κλασικοί για το συγκεκριμένο θέμα δεν πτοεί τους δογματιστές· σε τελική ανάλυση περιφρονούν το μαρξισμό, τον οποίο έχουν γραμμένο, όπως και την ίδια την επανάσταση, στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.

___________________

Σημειώσεις

[1] Α. Παπαρήγα, «Διδάγματα διαχρονικής σημασίας για τη στρατηγική του ΚΚΕ», Ριζοσπάστης, 18-19.1.2020.

[2] «Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», www.kke.gr/article/Politiki-Apofasi-toy-21oy-Synedrioy-toy-KKE/.

[3] «Για τις διεργασίες στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στον οπορτουνιστικό χώρο», κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, ΚΟΜΕΠ, 2018, τεύχος 5, www.komep.gr.

[4] «Βασικά συμπεράσματα της πάλης του ΚΚΕ από την Kατoχή έως τη Βάρκιζα. Απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Β1», Ριζοσπάστης, 30-31.10.2021. Για μερικά ακόμη από δεκάδες παρόμοια άρθρα βλέπε, π.χ., Μ. Μακρής, «2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. “Πρόγραμμα μεταβατικό” στην ενσωμάτωση», www.komep.gr· Χρ. Μπαλωμένος, «Ο κυβερνητισμός στον “Εργατικό Αγώνα” και στη “Νέα Σπορά”», www.komep.gr, κοκ.

[5] Λ. Αναστασόπουλος, «Η πολιτική ενσωμάτωσης με τον μανδύα της “επαναστατικής τακτικής”», Ριζοσπάστης, 3-4.4.2021 και «Οπορτουνιστικό ρεύμα: Πολύτιμος βοηθός στα σχέδια της αστικής τάξης», Ριζοσπάστης, 20-21.6.2020.

[6] Κ. Μπορμπότης, «Η Οκτωβριανή Επανάσταση στην “προκρούστεια κλίνη” του οπορτουνισμού», Ριζοσπάστης, 28-29.10.2017.

[7] Φ. Ένγκελς, «Οι κομμουνιστές και ο Καρλ Χάιντσεν», MECW, τόμ. 6, σελ. 295-296.

[8] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στα Selected Works, Progress Publishers, Μόσχα 1977, τόμ. 1, σελ. 126. Μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή αυτών των αιτημάτων παρουσιάζει ο Ένγκελς στις Αρχές του Κομμουνισμού (βλέπε MECW, τόμ. 6, σελ. 350-351). Εκεί σημειώνει πως «πρόκειται για μέτρα που επιτίθενται άμεσα στην ατομική ιδιοκτησία» και πως «μόλις θα έχει γίνει η πρώτη ριζοσπαστική επίθεση στην ατομική ιδιοκτησία, το προλεταριάτο θα δει τον εαυτό του υποχρεωμένο να προχωρά διαρκώς παραπέρα».

[9] MECW, τόμ. 49, σελ. 152-153.

[10] Βλέπε Λένιν, Άπαντα, τόμ. 34, σελ. 155-199, ιδιαίτερα σελ. 194.

[11] Λένιν, Άπαντα, τόμ. 54, σελ. 347-348.

[12] Παρατίθεται στο ίδιο, σελ. 675.

[13] Λ. Τρότσκι, Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού, εκδ. Αλλαγή, Αθήνα 1975, σελ. 10.

[14] Α. Γκράμσι, Οι Θέσεις της Λυών, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 58-59.

[15] Κ. Σκορδούλης, Φιλοσοφία και Επιστήμη στα Κείμενα του Λ. Τρότσκι, εκδ. Ίαμος, Αθήνα 1995, σελ. 66.

[16] Α. Παπαρήγα, ό.π., Ριζοσπάστης, 6.11.2005.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…