Πηγή: Athens Indymedia

Μια δικογραφία που ήδη έχει γίνει περιγέλαστη, με την αποκάλυψη των ανυπόστατων κατηγοριών, την παράνοια των άδικων προφυλακίσεων, την  αβάσταχτη ελαφρότητα των εκδικητικών ταυτοποιήσεων, και τον αδίστακτο φακό των βίντεο που κατέγραφαν την αλήθεια, φτάνοντας στο ακροατήριο έχει ήδη  καταρρακωθεί στην αξιοπιστία της και απειλεί την αξιοπιστία του συστήματος  απονομής της δικαιοσύνης εξίσου.

Η Νέα Σμύρνη, με όλο το φορτίο της, ήταν ένα καινούργιο κεφάλαιο στην  ιστορία της αστυνομικής βίας στον τόπο.

Ήταν η υπόθεση, όπου, μετά τα γεγονότα της 17Ν, που είχαν προηγηθεί, και τη βία στα Εξάρχεια, που καταγγέλθηκε  από παντού, έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν πολιτική απόφαση η γενικευμένη χρήση των πρακτικών βίας, που πέρασαν από τις  συγκρατημένες εκδηλώσεις της προηγούμενης φάσης, οι οποίες δικαιολογούνταν ως «μεμονωμένα περιστατικά», στη φάση της απροκάλυπτης και προκλητικής χρήσης  και της απόλυτης κάλυψης  και νομιμοποίησης, με την παραπλάνηση και  επιστράτευση στον σκοπό αυτό και της ίδιας της Δικαιοσύνης.

Το καταπιεσμένο μένος των σωμάτων ασφαλείας εναντίον του ανταγωνιστικού χώρου  αποχαλινώθηκε, έχοντας συνείδηση της ατιμωρησίας, βεβαιότητα ότι  το δικαστικό σύστημα τους έχει εξασφαλίσει το αμάχητο τεκμήριο αξιοπιστίας,    έχοντας  γνώση ότι μια γρατσουνιά στο δάχτυλο ενός αστυνομικού μπορεί να παραπέμπεται ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, ενώ ένα σπασμένο κεφάλι διαδηλωτή είναι συχνά μια απλή σωματική βλάβη. Και όπως η ανήλεη εμπειρία  δείχνει,  καμία κύρωση δεν υπάρχει για τις ψευδείς καταθέσεις, τα κατασκευασμένα κατηγορητήρια, τη σκόπιμη παραποίηση των εγγράφων, την σκόπιμη απώλεια των κρίσιμων στοιχείων. Καμία πειθαρχική κύρωση, καμία παραπομπή από Εισαγγελέα.

Η Νέα Σμύρνη μας έδωσε ακόμη δείγματα μιας νέας πρακτικής εκτεταμένης παρακολούθησης πολιτών, ακόμη και αυτών που δεν απειλούν την «εθνική μας ασφάλεια», δεν είχαν «συναλλαγές με κινέζους» ούτε  επεδίωκαν επενδύσεις με το Κατάρ, αλλά ήταν ακόμη και 20χρονα παιδιά που  έπαιζαν με το  κινητό τους  και   κάγχαζαν την εξουσία του αστυνομικού κράτους με τους φίλους τους.

Οι  αδιάντροπες υποκλοπές, τα τράκερ σε μηχανές αντιεξουσιαστών όσο και κάτω από αυτοκίνητα πανεπιστημιακών που προηγήθηκαν (και δεν αιτιολογήθηκαν ποτέ), η  ανεξέλεγκτη βαναυσότητα, οι άγριοι ξυλοδαρμοί, οι επαναπροωθήσεις,   τα ξεγυμνώματα, οι δημόσιοι εξευτελισμοί, οι κινηματογραφικές συλλήψεις, η  παράνομη κράτηση, τα βασανιστήρια κάποιοι θέλουν να φαίνονται και να καταγράφονται στη συνείδηση της κοινωνίας σαν αναγκαία και θεμιτά μέσα της προστασίας της.

Πρακτικές που δεν αφορούν πια απόκληρους μετανάστες, περιθωριοποιημένες ομάδες και παραβατικούς φτωχοδιάβολους, αυτούς που δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να μιλήσουν, αλλά αδιάντροπα και τις δυναμικές  εκείνες ομάδες της νεολαίας  που μιλάνε, και  οι υπόλογοι αδιαφορούν  και δεν τους νοιάζει η δημοσιοποίηση, αντίθετα δείχνουν να την θέλουν για να αποδείξουν την πυγμή της αστυνομίας, να στείλουν μήνυμα τρόμου και  να επιβεβαιώσουν την πεποίθηση της ατιμωρησίας.

Ξέρουν (και ξέρουμε  πικρά) ότι είναι όργανα ξεπλύματος τα θεσμικά όργανα που λειτουργούν για τον έλεγχο,  όπως τα πειθαρχικά συμβούλια, η διεύθυνση «Εσωτερικών υποθέσεων», ακόμη και ανεξάρτητες αρχές που  καταλήγουν να γίνονται συνεργοί στο ξέπλυμα, οι ΕΔΕ, που αναγγέλλονται πανηγυρικά,  όλοι ξέρουμε ότι   θα σπεύσουν να  απαλλάξουν τους ελεγχόμενους, ανακατασκευάζοντας  τις δικογραφίες, και ενοχοποιώντας τα θύματα, με προεξάρχον το υπουργείο προστασίας («του Πολίτη») που παρεμβαίνει κάθε φορά   να προστατέψει τους άνδρες του,  διακηρύσσοντας, όμως,   ότι κάνεις δεν θα μείνει ατιμώρητος. Στο άπλετο φως, όλα, όπως και   στις υποκλοπές.

Η ακραία αυταρχικοποίηση του κράτους και των θεσμικών του εργαλείων απέναντι  στην κοινωνία με επίδικο την προστασία της συγκεκριμένης κεντρικής εξουσίας έπρεπε να επιβληθεί στην συνείδηση του πολίτη ως στοιχείο αναγκαίο για την ασφάλειά του/της, την ευημερία (των αριθμών), τη σταθερότητα (αυτής της κυβέρνησης) την αποτροπή της όποιας άλλης προοπτικής.

Και  το δικαστικό σύστημα έρχεται αρωγός, στοιχισμένο με  αυτές τις λογικές. Η προστασία της εξουσίας του κράτους θεωρείται Δημόσιο συμφέρον και  στο όνομά του, η δικαιοσύνη παραμερίζει.

Πριν λίγες εβδομάδες το ΣτΕ επικύρωσε την απαγόρευση των πολιτικών  διαδηλώσεων στη διάρκεια της πανδημίας, και μαζί με αυτές νομιμοποίησε στην ουσία τις διώξεις και τα πρόστιμα που είχαν επιβληθεί κατά  εκατοντάδες. Λίγους μήνες πριν,  έκρινε  συνταγματική την πανεπιστημιακή αστυνομία όταν εναντίον της είχαν ταχθεί,  φοιτητές, νομικοί, πανεπιστημιακοί, κοινωνικές  οργανώσεις  και φορείς, αλλά και κομμάτια ακόμη της   ίδιας της αστυνομίας.

Λίγες εβδομάδες πριν, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έσπευσε  να συνεδριάσει  για το  μείζον νομικό πρόβλημα (!)  που είναι η φύση της μολότοφ και για να αποφασίσει  ότι η μολότοφ είναι εκρηκτικός μηχανισμός  (και επομένως είναι κακούργημα) ανατρέποντας το βούλευμα  του Ναυτοδικείου που μερικούς μήνες πριν είχε πει, το αυτονόητο, ότι  η μολότοφ είναι εμπρηστικός μηχανισμός, δηλαδή πλημμέλημα (η  διαφορά είναι γύρω στα έως και 10 χρόνια ποινής).

Ο νόμος, το Σύνταγμα, οι διεθνείς συμβάσεις και οι αξίες του Κράτους  Δίκαιου αποκαλύπτουν τη σχετικότητά τους και η επίκληση της νομιμότητας γίνεται εργαλείο παρανομίας. Το φάντασμα της φρίκης έχει ήδη επιστρέψει.

Θα μπορέσει το Δικαστήριο να σώσει την τιμή της Δικαιοσύνης;

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…