Πηγή: https://nuso.org/articulo/Franciaelecciones/

Μετάφραση: Α. Λ.

Με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματα της Κυριακής 10 Απριλίου, μοιάζουν με εκείνα του 2017 σαν να βγήκαν από καρμπόν. Ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο εν ενεργεία πρόεδρος, ήρθε πρώτος με 27,85% των ψήφων, ακολουθούμενος από τη Μαρίν Λεπέν, την υποψήφια της ακροδεξιάς (23,15%), και τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, τον υποψήφιο της Ανυπότακτης Γαλλίας/Λαϊκής Ένωσης (21,95%). Όπως και το 2017, η Λεπέν υπερίσχυσε κατ’ ελάχιστο του αριστερού υποψηφίου, κλείνοντάς του το δρόμο για το δεύτερο γύρο.

Πέρα όμως από τα φαινόμενα, τα αποτελέσματα αυτά προκαλούν έκπληξη, ακόμη και ανησυχία. Η αποχή ήταν υψηλή: με 26%, πλησίασε το ρεκόρ 28% του 2002. Στη γαλλική δημοκρατία, ένας μεγάλος αριθμός νέων και φτωχών ή/και ορθολογιστών απέχουν σταθερά από την ψηφοφορία.

Ωστόσο, το κύριο γεγονός των εκλογών ήταν η πλήρης κατάρρευση των δύο κομμάτων που, μέχρι πριν από λίγο καιρό,κυριαρχούσαν στο γαλλικό πολιτικό σύστημα: του κεντροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) και των Ρεπουμπλικάνων (LR), κληρονόμων της γκωλικής παράδοσης της γαλλικής Δεξιάς. Μέχρι το 2017, το PS και το LRεναλλάσσονταν στην κυβέρνησησε αυτές τις εκλογές οι υποψήφιοί τους κέρδισαν το 1,75% και το 4,78% των ψήφων,αντίστοιχα. Η πτώση τους είναι εκπληκτική, μέχρι που η υποψήφια της Δεξιάς, Valérie Pécresse, απηύθυνε δημόσια και σε απελπισμένους τόνους, έκκληση για συνεισφορές για την εξόφληση του χρέους της προεκλογικής της εκστρατείας, αναφέροντας ότι η ίδια έχει προσωπικά χρέη και ότι, αφού έπεσε κάτω από το 5%, το κράτος δεν θα καλύψει τα έξοδα. Δεν είναι σαφές αν αυτά τα κόμματα θα ανακάμψουν ποτέ, αλλά τα πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά.

Υπάρχουν πολλαπλοί λόγοι για την πτώση τους, αλλά το γεγονός ότι ο Μακρόν αυτο-τοποθετείται ταυτόχρονα ως κεντροαριστερά και ως κεντροδεξιά έχει αναμφίβολα υπονομεύσει και τα δύο κόμματα, τα οποία βρίσκονταν ήδη σε βαθιά κρίση, από την οποία αναδύθηκε ο ίδιος ο Μακρόν. Ο Γάλλος ηγέτης έχει κυριολεκτικά «βαμπιρίσει» το PS και το LR, απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού τους σώματος. Το La République en Marche, το κίνημα που δημιουργήθηκε για να υποστηρίξει την προεδρική υποψηφιότητά του το 2017, έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του PS και του LR, καθώς και εξέχοντα μέλη και των δύο κομμάτων.

Το φαινόμενο Μελανσόν

Αυτή η αναδιάταξη έχει αποδυναμώσει ιδιαίτερα την Αριστεράστη Γαλλία. Η σοσιαλδημοκρατική της συνιστώσα έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ακόμη και όταν οι σοσιαλδημοκράτες βιώνουν μια σχετική ανάκαμψη στην Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία και άλλα μέρη της Ευρώπης. Ενώ ορισμένοι ψηφοφόροι του PSέχουν περάσει στο πλευρό του Μακρόν, άλλοι επέλεξαν τον Μελανσόν, μόνο και μόνο για να δώσουν στην Αριστερά μια ευκαιρία να περάσει στο δεύτερο γύρο.

Ο Μελανσόν σημείωσε και πάλι εξαιρετικά καλές επιδόσεις σε αυτές τις εκλογές, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, στους νέους και στις λαϊκές γειτονιές. Ξεκίνησε αργά, αλλά έφτασε τους αριστερούς αντιπάλους του και έγινε ο μοναδικός προοδευτικός υποψήφιος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τους Μακρόν και Λεπέν. Ο Μελανσόν είναι ένας χαρισματικός ομιλητής, τουλάχιστον για όσους αρέσκονται στους λυρικούς και μεγαλόστομους πολιτικούς κάτι που συμβαίνει συχνά στη γαλλική αριστερά. Ο Μελανσόν εργάζεται σκληρά –ξεκίνησετην προεκλογική του εκστρατεία για τις εκλογές αυτές πριν από δύο χρόνια και κάνει καινοτόμο χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των νέων τεχνολογιών. Ακόμη και σε προεκλογικές εκδηλώσεις, παρουσιάστηκε σε πολλές πόλεις ταυτόχρονα με ολογραφική προβολή, όπως είχε κάνει ήδη το 2017. Και το πρόγραμμα του κόμματος L’Avenir en commun[Κοινό μέλλον] με το πρόσωπο του υποψηφίου στο εξώφυλλο, πωλούνταν στα βιβλιοπωλεία, όπως φάνηκε, με μεγάλη επιτυχία.

Αλλά, ο Μελανσόν είναι επίσης μια εξαιρετικά πολωτική και διχαστική φιγούρα. Έχοντας πετύχει την υπεροχή της Αριστεράς το 2017, με σχεδόν 20% στον πρώτο γύρο, θα έπρεπε να είχε ασχοληθεί περισσότερο με άλλα κόμματα και παραδόσεις Πράσινοι, κομμουνιστές, τροτσκιστές, σοσιαλδημοκράτες γιανα σχηματίσει μια ευρεία συμμαχία για τις φετινές εκλογές, στην οποία, όπως επιβεβαιώθηκε στις 10 Απριλίου, ήταν εφικτός ο στόχος της υπέρβασης της ακροδεξιάς, η οποία ήταν επίσης διχασμένη. Αλλά ο Μελανσόν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με άλλους, χλεύασε την «παλιά αριστερά» και κατέληξε να επιλέξει να πορευτεί μόνος του. Αν είχε επιδιώξει την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος (το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν σύμμαχος της Ανυπότακτης Γαλλίας) και των Πρασίνων, θα ήταν πιθανότατα ο αντίπαλος του Μακρόν στις 24 Απριλίου. Αλλά, ο Μελανσόν δεν είναι ούτε ο Φρανσουά Μιτεράν ούτε ο Λιονέλ Ζοσπέν, ηγέτες που ήξεραν πώς να έρχονται στην εξουσία μέσω συμβιβασμού.

Η θριαμβολογία του Μελανσόν μετά το αποτέλεσμα της Κυριακής δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για το μέλλον. Ο ίδιος και οι υποστηρικτές του υποστηρίζουν ότι η «ριζοσπαστική αριστερά» κυριαρχεί πλέον στο χώρο της γαλλικής Αριστεράς. Αυτό μένει να το δούμε. Η αξιοσημείωτη επίδοσή του φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με την τακτική των ψηφοφόρων της μετριοπαθούς αριστεράς, οι οποίοι αναζητούσαν απεγνωσμένα μια εναλλακτική λύση σε μια επαναληπτική αναμέτρηση Μακρόν-Λε Πεν, παρά με την υποστήριξη των ιδεών του ή της αμφιλεγόμενης προσωπικότητάς του. Μια μετεκλογική δημοσκόπηση έδειξε ότι, από τους τρεις βασικούς υποψηφίους, ο Μελανσόν επωφελήθηκε περισσότερο από τη χρήσιμη ψήφο.

Ο «κοινωνικός» λόγος της Λεπέν

Αυτές οι εκλογές σημαδεύτηκαν επίσης από τον ανταγωνισμό στο ακροδεξιό στρατόπεδο. Τελικά, ο οπαδός της σφοδρής πολεμικής, που μετατράπηκε σε πολιτικό, Ερίκ Ζεμούρ ένααπό τα πρώτα φαινόμενα της εκστρατείας αναγκάστηκε να αρκεστεί σε ένα απογοητευτικό 7%. Η υποψηφιότητά του κατασκευάστηκε κυριολεκτικά από το CNews, ένα είδος FoxNews γαλλικού τύπου, που ανήκει στον δισεκατομμυριούχο Vincent Bolloré. Σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης του έδωσαν βήμα για να εκπέμψει ρατσιστικές και ακραίες απόψεις, αλλά κάποιοι από τους δυνητικούς ψηφοφόρους του βαρέθηκαν ή φοβήθηκαν. Ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός του βοήθησε τη Λεπέν να θεωρείται «μετριοπαθής», ενώ, από πολιτική άποψη, απέχει πολύ από το να είναι.

Η Λεπέν ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να αφήσει τον Ζεμούρ να μιλήσει για το Ισλάμ και τη μετανάστευση, ενώ η ίδια επικεντρώθηκε στα πιο σημαντικά θέματα: την απασχόληση, τις «κοινωνικές ανισότητες» και τις δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά ας μην γελιόμαστε, παρά την κριτική της στην «αντικοινωνική» κυβέρνηση Μακρόν, η οικονομική προοπτική της Λεπέν απέχειπολύ από το να είναι προοδευτική. Παραμένει μια αποσπασματική συλλογή διάσπαρτων μέτρων που υποστηρίζουν την μειώση φόρων. Οι «αριστερές» πολιτικές της, του 2017,έχουν εγκαταλειφθεί (ηλικία συνταξιοδότησης τα 60 έτη, υπεράσπιση της 35ωρης εβδομαδιαίας εργασίας ή υπεράσπιση του καθεστώτος των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες). Όμως, οι προτάσεις της περιβάλλονται τώρα από μια λαϊκή ρητορική, η οποία την βοήθησε να κερδίσει έναν σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων της εργατικής τάξης.

Η εμβληματική της πολιτική παραμένει η λεγόμενη «εθνική προτίμηση», η οποία θα επέτρεπε τις διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών που ζουν στη Γαλλία, σε κοινωνικοοικονομικά και κοινωνικά θέματα. Αυτή η πολιτική είναι, επί του παρόντος,παράνομη και αντισυνταγματική και, για να την εφαρμόσει η Λεπέν, θα πρέπει να τροποποιήσει τόσο το Σύνταγμα όσο και ορισμένους από τους βασικούς νόμους. Σε αυτό το επίπεδο, η υποψήφια του Εθνικού Συναγερμού βρίσκεται σε κλασικό ακροδεξιό έδαφος.

Η ευθύνη του Μακρόν

Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της Γαλλίας και ίσως της Ευρώπης. Για πρώτη φορά μετά το καθεστώς του Βισύ, τη δεκαετία του 1940, η ακροδεξιά είναι σε θέση να αναλάβει την εξουσία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι δύο υποψήφιοι είναι σχεδόν ισόπαλοι και ο Μακρόν φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για το ότι έφτασε σε αυτή την κατάσταση.

Μετά την εκλογή του, το 2017, ο Γάλλος ηγέτης δεν κυβέρνησε ως κεντρώος, όπως υποτίθεται ότι θα έκανε. Αντίθετα, κινήθηκε επίμονα προς τα δεξιά καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, ιδίως όσον αφορά τον νόμο και την τάξη, τη μετανάστευση και το Ισλάμ. Το οικονομικό του πρόγραμμα, εν τω μεταξύ, θεωρείται από πολλούς ως ευνοϊκό για τα πιο εύπορα τμήματα. Ο Μακρόν θεωρείται συχνά απόμακρος και αλαζόνας. Έξω από τη Γαλλία, το βάθος της αντιδημοτικότητάς του τείνει να υποτιμάται, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού στον οποίο τον απεχθάνονται οι νέοι,οι άνθρωποι που υφίστανται το ρατσισμό και οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, η υποστήριξη αυτών των ψηφοφόρων, που κλείνουν προς την αριστερά, θα είναι κρίσιμη για την επανεκλογή του.

Υπάρχει η πιθανότητα ο Μακρόν να χάσει μια εκλογική αναμέτρηση που δεν θα έπρεπε να έχει καμία πιθανότητα να χάσει. Οι ακροδεξιοί υποψήφιοι, οι οποίοι κέρδισαν το 30% στον πρώτο γύρο, δεν έχουν την πλειοψηφία. Η απειλή για τον Μακρόν προέρχεται από την κατάρρευση του λεγόμενου «ρεπουμπλικανικού μετώπου», μια στρατηγική των κυρίαρχων κομμάτων για να υψώσουν ένα φράγμα απέναντι στην ακροδεξιά, όταν θεωρείται αναγκαίο. Αυτό λειτούργησε το 2002, όταν ο Ζακ Σιράκ νίκησε τον πατέρα της Μαρίν, Ζαν-Μαρί Λεπέν, με διαφορά 80% προς 20%, και ξανά αν και με μικρότερη διαφορά όταν ο Μακρόν νίκησε τη Μαρίν Λεπέν, το 2017, με 66% προς 34%.

Η Μαρίν Λεπέν προσπαθεί εδώ και χρόνια να «αποδαιμονοποιήσει» το κόμμα του οποίου ηγείται, το οποίο άλλαξε το όνομά του από Εθνικό Μέτωπο σε Εθνικό Συναγερμό, το 2018. Διαμαρτύρεται όταν τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί της αντίπαλοι την αποκαλούν «ακροδεξιά»(κάτι που σίγουρα ισχύει). Αυτή τη φορά, οι προσπάθειές της θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιτυχείς, στο βαθμό που ο Μακρόν έχει εξοργίσει ολόκληρες κατηγορίες ψηφοφόρων.

Μήπως υπνοβατούν προς την καταστροφή;

Πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι, οι οποίοι στο παρελθόν ήταν αρκετά πειθαρχημένοι ώστε να ψηφίσουν έναν συντηρητικό υποψήφιο για να «σταματήσουν τον φασισμό», φαίνεται ότι έχουν φτάσει στα όριά τους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έως και το 1/3 των ψηφοφόρων του Μελανσόν στον πρώτο γύρο θα μπορούσε να ψηφίσει τη Λεπέν στο δεύτερο γύρο και ένα άλλο 1/3 να απέχει. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι καλά για τον Μακρόν,ο οποίος θα πρέπει να ακούσει και να κερδίσει αυτό το εκλογικό σώμα. Δεν μπορεί να έχει την πολυτέλεια του εφησυχασμού.

Η απειλή είναι ακόμη πιο πραγματική, επειδή ορισμένοι αριστεροί υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του Μελανσόν, δεν θέλουν να ζητήσουν ρητά από τους υποστηρικτές τους να ψηφίσουν τον Μακρόν. «Ξέρουμε ποιον δεν θα ψηφίσουμε ποτέ! Ούτε μία ψήφος στη Μαρίν Λεπέν!», επανέλαβε ο Μελανσόν στους υποστηρικτές του, το βράδυ της Κυριακής των εκλογών. Αυτό σημαίνει ότι η πόρτα μένει ανοιχτή για ψήφο υπέρ του Μακρόν και για αποχή, η οποία θα διευκόλυνε τη νίκη της Λεπέν.

Τα παλιά αντιφασιστικά αντανακλαστικά ξεθωριάζουν στην Αριστερά, το συντηρητικό εκλογικό σώμα έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, ο Ζεμούρ πέτυχε την περαιτέρω εξομάλυνση του ρατσισμού στη γαλλική κοινωνία και η Λεπέν έχει μαλακώσει την εικόνα της. Ο Μακρόν, από την πλευρά του, είναι ο μοναδικός στόχος ενός ευμετάβλητου και θυμωμένου εκλογικού σώματος. Έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για να οδηγηθεί η Γαλλία σε μια ακροδεξιά προεδρία. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Τώρα είναι.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…