Πέρα από το προφανές γκροτέσκο της επιλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη να εμφανιστεί στην εκπομπή «Καλύτερα δε γίνεται» της Ναταλίας Γερμανού, θεωρώ ότι το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο σοβαρά έχουν γίνει πλέον τα πράγματα και το πόσο δύσκολη φαντάζει η ανατροπή μιας κατάστασης που στηρίζεται στην μη πολιτική, ως δράση και συμμετοχή, στην αποθέωση της εικόνας, στην προβολή διάφορων προσωπικών στιγμών/γεγονότων που αποσκοπούν στη δημιουργία αισθημάτων συγκίνησης, συμπάθειας, και οικειότητας από μια κοινωνία που μοιάζει καθηλωμένη να κοιτά τα γεγονότα μέσα από μια οθόνη. Μια κοινωνία εν πολλοίς παραιτημένη, αμήχανη, συνηθισμένη πια στη κάθε βαρβαρότητα μέχρι να έρθει η επόμενη.
Είναι προφανές, ότι ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του προσπαθούν με μια σειρά από προσεκτικά επιλεγμένες απολιτικές κινήσεις να δημιουργήσουν γεγονότα που δεν έχουν το παραμικρό πολιτικό περιεχόμενο, αλλά που συγχρόνως γεννούν πολιτικά αποτελέσματα. Ότι μέσα από μια καθημερινή εικόνα που στηρίζεται στο πιασάρικο τσιτάτο, όπως για παράδειγμα το «δεν μασάμε», που υφολογικά έρχεται να συναντήσει το «θα έρθουμε νύχτα» του Ερντογάν, αλλά λέγεται χωρίς τη στοιχειώδη υποχρέωση του πρωθυπουργού να μας πει ποιοι είναι αυτοί που δεν μασάνε και απέναντι σε ποιους είναι αμάσητοι, ή στη γνωστοποίηση του τίποτα, όπως για παράδειγμα την πρόσφατη συνάντηση με την Βάνα Μπάρμπα, στοχεύουν στην ενίσχυση μιας κατάσταση αδράνειας και κοινωνικής παθητικότητας, που οι όποιες εξελίξεις πρέπει να καθοριστούν μόνο μέσα από τις εκλογές. Εκλογές όμως με μοναδικό ζητούμενο το πολιτικά χυδαίο και κυνικό «ψηφίζουμε αυτόν που είναι ο καλύτερος για να κάνει τη δουλειά», χωρίς την παραμικρή συλλογική ελπίδα, το όραμα, το γαμώτο του «φτάνει πια». Αυτό το γαμώτο που ανοίγει δρόμους, που απελευθερώνει, που κινητοποιεί και δημιουργεί συνειδήσεις.
Λέγοντας τα παραπάνω, να σταθώ σε ένα λάθος που κάνουν πολλοί, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την Νέα Δημοκρατία με τους παλιούς όρους ταξινόμησης των πολιτικών χώρων. Δηλαδή, με τον κλασσικό διαχωρισμό μεταξύ Δεξιάς, Κέντρου, και Αριστεράς. Θεωρώ ότι η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, στην μητσοτακική εκδοχή της, οφείλεται στο γεγονός ότι έχει καταφέρει με επιτυχία να ξεπεράσει αυτές τις παλιές οριοθετήσεις. Έχοντας ως σημείο εκκίνησης το 2015 και υπό το καθεστώς του φόβου που δημιούργησε στον ελληνικό αστισμό η γέννηση της πολιτικής ως κοινωνική αντίδραση των «από κάτω» απέναντι στην επίθεση των κυρίαρχων, οι ηττημένοι του δημοψηφίσματος ανασυγκροτήθηκαν σε κάτι πολύ ευρύτερο από τα μέχρι τότε γνωστά σχήματα. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποτυπώνει με εμφατικό τρόπο αυτή την επιτυχημένη διαδικασία ανασυγκρότησης, τόσο σε επίπεδο στελεχών όσο και μεθόδων. Κυρίως μεθόδων.
Βασικό στοιχείο της, που αποτελεί όρο πολιτικής επιβίωσης και αναπαραγωγής της κυριαρχίας της, είναι ο εξοβελισμός της πολιτικής από κάθε συζήτηση, από κάθε δράση, από κάθε συλλογικό σχεδιασμό. Κάτι, που σε μεγάλο βαθμό ενισχύθηκε και από το αίσθημα ματαίωσης που δημιούργησε στο συλλογικό σώμα ο συμβιβασμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, η εμπεδωμένη πεποίθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, ή ότι αν θα αλλάξει θα είναι μόνο προς το χειρότερο. Καλλιεργώντας λοιπόν συστηματικά, και με τη βοήθεια των πάντα πρόθυμων ΜΜΕ, την εικόνα της κανονικότητας, της σταθερότητας, της οικονομικής ανάπτυξης, της εθνικής μας κυριαρχίας που μόνιμα απειλείται, δημιουργείται ένα πλαίσιο που το μοναδικό ζητούμενο είναι το ποιος θα είναι ο ικανός, ο έχων τις ηγετικές ικανότητες, αυτός που μπορεί να παίρνει αποτελεσματικές αποφάσεις. Δηλαδή, ένα τοπίο μιας κατάλευκης μα πένθιμης Ελβετίας, όπως λέει ο Καββαδίας στο «A bord de l’ Aspasia».
Σε αυτό το απολιτικό πλαίσιο, που οι ιδεολογίες, οι διεκδικήσεις και οι φωνές των ανθρώπων δεν πρέπει να παίζουν κανένα ρόλο, το πρωτεύον είναι η καλλιέργεια της δημόσιας εικόνας. Από την αποθέωση του πρωθυπουργού στις λαϊκές αγορές μέχρι τις βόλτες του με το ποδήλατο, και από το φίλημά του στις εικόνες των εκκλησιών ενώπιον τηλεοπτικών φακών μέχρι την ανταλλαγή μηνυμάτων με τηλεπερσόνες του συρμού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοιάζει με έναν ηθοποιό που παίζει συνεχώς ένα μονόλογο μπροστά σε βουβούς θεατές. Σε ένα έργο πληκτικό και αδιάφορο, μακριά από το πεδίο του πραγματικού, που το μοναδικό ζητούμενο είναι να μην μετατραπούν οι θεατές από πειθήνιοι χειροκροτητές σε συμμετέχοντες, να μην ανέβουν ποτέ οι ίδιοι στην σκηνή και να μην βρουν εκείνη την πόρτα που δεν οδηγεί σαδιστικά στο ίδιο σημείο από το οποίο μπήκαν. Την πόρτα του τέλους της εθελούσιας χειραγώγησης και αιχμαλωσίας τους.
Και τώρα τι γίνεται; Είναι όλα χαμένα; Όχι, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Όμως βασικό απαιτούμενο για να βρεθούν τα βήματα του νέου χορού, είναι η εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς, Μια πρόταση, που στις νέες συνθήκες, θα ενισχύσει τις γραμμές της συνέχειας, θα προωθήσει την πολιτική της αξιοπρέπειας, θα ανοίξει δρόμους και προοπτική, μακριά από υποσχέσεις για όλους. Γιατί, ένα ποίημα που απευθύνεται στους πάντες, είναι ένα ποίημα που δεν απευθύνεται σε κανέναν.