Η πορεία μιας μητέρας που γεννήθηκε στον αγώνα: Η Έμπε ντε Μποναφίνι (Hebe de Bonafini) πέθανε. Η Έμπε, που βγήκε στους δρόμους αναζητώντας έναν γιο που εξαφανίστηκε από τη δικτατορία, στη συνέχεια έναν άλλον και τελικά όλους τους γιους και τις κόρες, επειδή, γι’ αυτήν, η μητρότητα ήταν συλλογική. Η Έμπε, η πρόεδρος των Μητέρων της Πλατείας του Μάη, που φιλοξενούσε στο ίδιο σώμα μια αμείλικτη πολιτική ηγέτιδα και την τρυφερή μητέρα που περίμενε με ένα πιάτο ζεστό φαγητό. Η Έμπε, σύμβολο αντίστασης στη γενοκτονία αλλά και αντίστασης στην πείνα και τον νεοφιλελευθερισμό.

Το πρωί της Κυριακής 20 Νοεμβρίου 2022, η Έμπε Ντε Μποναφίνι πέθανε σε ηλικία 93 ετών στο νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί πριν από λίγες μέρες λόγω ξαφνικής επιδείνωσης της υγείας της. Τόσο ο πρόεδρος Αλμπέρτο Φερνάντες όσο και η αντιπρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ την αποχαιρέτησαν με θλίψη και  συγκινητικά μηνυματα και η κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο πένθος. Το Εθνικό Δίκτυο H.I.J.O.S. (1) συνεδρίαζε όταν έγινε γνωστή η είδηση. Η απόφαση ήταν άμεση: κάλεσμα στην Πλατεία του Μάη, το μέρος όπου τους έμαθε ότι δεν πρέπει να κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω, για να της πουν Hasta siempre Hebe!.

Είχε ζητήσει οι στάχτες της να σκορπιστούν στον τόπο που, από το 1977, έγινε σύμβολο του αγώνα ενάντια στην δικτατορία και, όπως επιθυμούσε, θα μείνουν για πάντα στην Πλατεία του Μάη.

Πριν γίνει η Έμπε

Γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1928 σε μια εργατική συνοικία της Ενσενάδα, στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη μιας οικογένειας που ο πατέρας έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας σε εργοστάσιο καπέλων. Ονειρευόταν να γίνει δασκάλα αλλά ούτε η μητέρα ούτε ο πατέρας της συμφωνούσαν. Την έστειλαν να μάθει να ράβει και συνέχισε με την υφαντική.

Γνώρισε τον Ουμπέρτο Μποναφίνι στη γειτονιά, ήταν εργάτης όπως ο πατέρας της. Παντρεύτηκαν το 1949. Λίγο αργότερα, γεννήθηκε ο Χόρχε, τρία χρόνια μετά ο Ραούλ. Όταν ο Ουμπέρτο βρήκε δουλειά στην YPF μετακόμισαν πιο κοντά στη Λα Πλάτα και, το 1965, γεννήθηκε η Αλεχάντρα.

Τα παιδιά μπόρεσαν να κάνουν αυτό που εκείνη δεν κατάφερε: να σπουδάσουν. Οι δύο μεγαλύτεροι μπήκαν στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα (UNLP). Ο Χόρχε διέπρεψε ως φοιτητής Φυσικής και Θετικών Επιστημών και ο Ραούλ σπούδασε Ζωολογία και Φυσικές Επιστήμες. Ήταν και οι δύο μέλη του Μαρξιστικού-Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (MLCP).

Οι ευτυχισμένες μέρες τέλειωσαν λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 24ης Μαρτίου 1976.

Η Έμπε ξαναγεννιέται μέσα από τα παιδιά της

Ο Ραούλ ήταν αυτός που τηλεφώνησε για να της πει τα νέα: είχαν συλλάβει τον Χόρχε. Στις 8 Φεβρουαρίου 1977 άρχισε η αναζήτηση, το χειρόγραφο habeas corpus που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές ο σύζυγός της, οι επισκέψεις στα αστυνομικά τμήματα και τα στρατόπεδα για να μάθει πού βρισκόταν ο μεγαλύτερος γιος της.

Πριν από την εξαφάνιση του Χόρχε, η Έμπε δεν είχε πατήσει το πόδι της στην πρωτεύουσα. Η αναζήτησή του την οδήγησε εκεί όπου βρίσκονταν οι θεσμοί εξουσίας. Όπως πολλές άλλες Μητέρες, εγκατέλειψε το πατρικό της όνομα και υιοθέτησε το όνομα του γάμου της, έτσι ώστε να ταυτίζεται ευκολότερα με το επώνυμο του γιου της.

Στις 30 Απριλίου 1977, κάποιες γυναίκες που αναζητούσαν τους γιους και τις κόρες τους άρχισαν να συναντιόνται στην Πλατεία του Μάη. Η Έμπε άκουσε γι’ αυτό από τη μητέρα ενός πολιτικού κρατούμενου και λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε εκεί. Η πρώτη με την οποία μίλησε ήταν η Ασουσένα Βιγιαφλόρ ντε Βινσέντι. Μαζεύτηκαν 12 μητέρες, η αναζήτηση ήταν σπαρακτική αλλά δεν ήταν πλέον μια μοναχική πορεία. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι συναντήσεις της Πέμπτης, κάθε Πέμπτη στις τρεις και μισή το απόγευμα. Στην αρχή κάθονταν και συζητούσαν αλλά, όταν κηρύχθηκε κατάσταση πολιορκίας, η αστυνομία τις έδιωξε από τον χώρο και, προκειμένου να αναγνωρίζονται ως ομάδα στις λιτανείες της κοντινής εκκλησίας, αποφάσισαν να φορέσουν το λευκό μαντήλι στο κεφάλι. Επέστρεψαν στην Πλατεία και επί ώρες επαναλάμβαναν μια σιωπηλή πορεία γύρω γύρω φορώντας τα λευκά μαντήλια τους. Las locas, οι τρελές, έλεγαν γι’ αυτές. Έτσι τις αποκαλούν μέχρι σήμερα αλλά πια είναι τίτλος τιμής. Εκεί τις συνάντησαν οι δημοσιογράφοι του Μουντιάλ Ποδοσφαίρου το 1978 και μέσω αυτών βγήκαν στο εξωτερικό οι καταγγελίες για τα εγκλήματα της δικτατορίας.

Ενώ η Έμπε συνεργαζόταν με άλλες μητέρες για τη συγκέντρωση χρημάτων και υπογραφών για τη δημοσίευση ενός ψηφίσματος που θα κατήγγειλε δημοσίως τα όσα υπέφεραν πολλές οικογένειες, εξαφανίστηκε ο Ραούλ. Τον πήραν από το σπίτι του αφού τον χτύπησαν πολύ άσχημα. Ήταν 6 Δεκεμβρίου 1977. Δύο ημέρες νωρίτερα είχαν απαγάγει δύο από τις συντρόφισσές της, την Μαρί Πόνσε ντε Μπιάνκο και την Έστερ Μπαγιεστρίνο ντε Καρεάγα. Όταν έμαθε τι είχε συμβεί, σκέφτηκε ν΄αφήσουν στην άκρη το ψήφισμα, αλλά ήταν η Ασουσένα που την έπεισε να προχωρήσουν. Τελικά κατάφεραν να πείσουν την εφημερίδα La Nación να δημοσιεύσει το κείμενο στις 10 Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Την ίδια μέρα, μια συμμορία από τη Σχολή Μηχανικών του Πολεμικού Ναυτικού (ESMA) απήγαγε την Ασουσένα. Εξαφανίστηκε.

«Όταν άρχισαν να απαγάγουν τις Μητέρες, όλες οι οικογένειες είπαν: Σταματήστε, θα σας σκοτώσουν όλες, δεν πρόκειται να εμφανιστούν τα παιδιά σας. Ήταν μια μάχη με τις ίδιες μας τις οικογένειες γιατί ο φόβος είναι μια φυλακή, αλλά ποτέ δεν σκεφτήκαμε να εγκαταλείψουμε» δήλωσε η Έμπε. Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν. Το 1978, απήγαγαν τη νύφη της, Μαρία Ελένα Μπουνιόνε Σεπέδα, σύντροφο του Χόρχε.

Την επόμενη χρονιά, αποφάσισαν να ιδρύσουν επίσημα την Ένωση των Μητέρων της Πλατείας του Μάη και η Έμπε εξελέγη πρόεδρος. Εκτός από τον αγώνα για να βρεθούν τα εξαφανισμένα παιδιά τους, ξεχώρισε για τον αγώνα της κατά της ατιμωρησίας των ενόχων αλλά και για τη δικαίωση των ζωών των εξαφανισμένων, αποτίοντας φόρο τιμής στους αγώνες και τις πράξεις τους.

Είναι όλα παιδιά μας

Η Έμπε αισθανόταν πιο άνετα να ορίζει τις Μητέρες ως πολιτική οργάνωση παρά ως οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είχαν πια τα ονόματα των παιδιών τους στα λευκά μαντήλια τους και δεν κρατούσαν τη φωτογραφία του καθενός από τους εξαφανισμένους: κοινωνικοποίησαν τη μητρότητα. Ήταν όλα παιδιά τους και έπρεπε να αγωνιστούν για όλα.  Ούτε δέχτηκαν τις εκταφές που απαιτούσε το υπόλοιπο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Ο επαναστάτης δεν πεθαίνει ποτέ» έλεγε η Έμπε.

Η Πλατεία του Μάη, έγινε το κέντρο της αντίστασης στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της πείνας και της ανεργίας. Στην ομιλία για την 30ή επέτειο των Μητέρων της Πλατείας του Μάη, το 2006, η Έμπε είπε μεταξύ άλλων: «Επαναστατημένες, τρελές, αλαζόνες, στηθήκαμε μπροστά στην εξουσία και είπαμε:”εδώ είμαστε”. Βάζουμε μπροστά το σώμα μας, το μόνο πράγμα που έχουμε να βάλουμε […] Σήμερα είναι πολλά ακόμα αυτά που έχουμε να κάνουμε. Υπάρχει πείνα, ανεργία και ανάγκη για στέγαση.  […] Άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη γι αυτόν τον αγώνα. Εμείς ναι, γιατί νικήσαμε τον θάνατο, αγαπημένα μου παιδιά. Νικήσαμε τον δήμιο. Πορευόμαστε μια όμορφη ζωή, γεμάτη αγάπη και αγκαλιές […] μαζί με αυτά τα παιδιά μας που γεννήθηκαν αργότερα, σπέρνουμε ένα νέο μονοπάτι το οποίο εξακολουθεί να είναι επαναστατικό, να οικοδομεί, βαδίζουμε δίπλα σε εκείνους που μας χρειάζονται […] Αγαπημένα μου παιδιά, το αίμα τους δεν χύθηκε άδικα, ανθίζει σε κάθε γειτονιά, σε κάθε τόπο όπου άνδρες και γυναίκες υψώνουν τη γροθιά τους για αξιοπρεπή εργασία, για στέγαση […]. Θεωρώ αναγκαία την ενότητα της Λατινικής Αμερικής, απαραίτητη για να φτάσουμε κάποτε στον σοσιαλισμό […]. Ο ιμπεριαλισμός και η CIA είναι αδηφάγοι, δεν κουράζονται ποτέ […]. Venceremos! Θα νικήσουμε!»

Τη δεκαετία του 1980 κατήγγειλε τους νόμους Punto Final-1986 (2) και Obediencia Debida- 1987 (3) που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Ραούλ Αλφονσίν, σε μια προσπάθεια να κλείσει τη δικαστική αντιμετώπιση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις Δυνάμεις Ασφαλείας, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1976-1983).

Τη δεκαετία του 1990 ξεσηκώθηκε ενάντια στις αμνηστίες που έδωσε ο πρόεδρος Κάρλος Μένεμ. «Την ημέρα της αμνηστίας νιώσαμε θυμό, αδυναμία, μίσος. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μισώ εκείνους που εξαφάνισαν περισσότερους από 30.000 ανθρώπους, που δολοφόνησαν, βίασαν και έκλεψαν τα παιδιά μας. Τους μισώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα συγχωρήσω και δεν θα ξεχάσω». Τότε ήταν που είπε, επίσης, ότι ο πρόεδρος Μένεμ ήταν ένα «κάθαρμα» και για την έκφραση αυτή, της υπέβαλε μήνυση για ασέβεια.

Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Μαουρίσιο Μάκρι, η δικαστική εξουσία, ιδιαίτερα πιστή στο κυβερνών κόμμα και προσηλωμένη στη δίωξη κοινωνικών ηγετών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για την Έμπε, τον Αύγουστο του 2016, αλλά μόλις έγινε γνωστή η είδηση, χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκε στην έδρα των Μητέρων της Πλατείας του Μάη για να την προστατεύσουν.

Ο Κιρχνερνισμός συνάντησε στο πρόσωπό της έναν από τους μεγαλύτερους συμμάχους του. «Δεν τον στηρίξαμε με την ψήφο μας γιατί νομίζαμε ότι ήταν όλοι τα ίδια σκατά», είπε κάποτε σχετικά με την υποψηφιότητα του Νέστορ Κίρχνερ, ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα, ζήτησε ακρόαση από τον πρόεδρο, συνάντησε θερμή υποδοχή και αναπτύχθηκε μια σχέση που κράτησε για πάντα. Η εκδίκηση δεν ήταν ποτέ η σημαία των Μητέρων, είχαν μετατρέψει το μίσος, τον πόνο και την οργή σε αγώνα και αναζητούσαν τη δικαιοσύνη που τους αρνούνταν επί χρόνια και την τιμωρία των ενόχων. Μόνο με τις δίκες που άρχισαν να γίνονται με πολιτική απόφαση του Κιρχνερισμού και την τιμωρία, έστω, κάποιων ενόχων, ένοιωσαν για πρώτη φορά μια δικαίωση.

Οι Μητέρες γνώρισαν την υποστήριξη και την αναγνώριση μεγάλου αριθμού διεθνών οργανισμών, αρχηγών κρατών, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, κυρίως, χιλιάδων ανά τον κόσμο ακτιβιστών και ακτιβιστριών που εμπνεύστηκαν από την «τρέλλα» και τον αγώνα τους. Η Έμπε, πληθωρική και ανυποχώρητη, μαχητική και τρυφερή, ενόχλησε όσο κανένας άλλος την εξουσία και έγινε σύμβολο αντίστασης και αδιάκοπου αγώνα. Οι ακτήμονες του MST στη Βραζιλία και οι Ζαπατίστας στο Μεξικό, με πρόσκληση του Υποδιοικητή Μάρκος, την κάλεσαν κοντά τους για να κουβεντιάσουν μαζί της. Βρέθηκε στην Κούβα, τη Βενεζουέλα, την Ισπανία, στο Πουέρτο Ρίκο, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, τις ΗΠΑ… καλεσμένη από πανεπιστήμια, ιδρύματα, κινήματα, οργανώσεις, συλλογικότητες.

Οι νέοι έρχονταν κοντά της, και όπως λένε τα παιδιά της οργάνωσης H.I.J.O.S. τους κακομάθαινε, πάντα είχε ένα γεύμα ή ένα δείπνο και μετά ακολουθούσαν  ατέλειωτες συζητήσεις και συμβουλές που δεν μπόρεσαν ποτέ να τους δώσουν οι εξαφανισμένοι γονείς τους. «Η Έμπε, όπως όλες οι Μητέρες μας, ποτέ δεν κερδοσκόπησε, ποτέ δεν πρόδωσε, πάντα στάθηκε απέναντι στην εξουσία καταγγέλλοντας την αδικία και την ανισότητα. Εν μέσω της δικτατορίας αντιμετώπισε τις γενοκτονίες, αγωνίστηκε για την αναζήτηση των εξαφανισμένων, κατά της ατιμωρησίας και της λήθης. Το 2001 αγωνίστηκε ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας και της πείνας. […] Μας μαγείρευε, ενώ μας εξηγούσε γιατί κοινωνικοποίησαν τη μητρότητα. Βρισκόταν στην πόρτα κάθε αστυνομικού τμήματος για να απαιτήσει την ελευθερία όταν υπήρχαν κρατούμενοι. […] Η Έμπε θα συνεχίσει να είναι παρούσα φωτίζοντας κάθε αγώνα μας μέχρι όλα να γίνουν όπως τα ονειρευτήκαμε. Μια τεράστια αγκαλιά για όλες τις Μητέρες της Πλατείας του Μάη αυτή τη στιγμή του πόνου. Hasta la victoria siempre compañera Hebe!»

Σε συνέντευξή της στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρτίν (UNSaM) ρωτήθηκε πώς θα ήθελε να την θυμούνται. «Θέλω ο κόσμος να ξέρει ότι δεν είμαι η Σούπερ Γούμαν» απάντησε. Ήθελε να ξέρουν ότι ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα που βγήκε στους δρόμους για να αναζητήσει τα παιδιά της και έγινε μια πολιτική προσωπικότητα που αγαπήθηκε από πολλούς, και στην πορεία έγινε η Μητέρα των 30.000 εξαφανισμένων, η Μητέρα του αγώνα. «Την ημέρα που θα πεθάνω, δεν χρειάζεται να κλαίνε», είπε σε μια άλλη συνέντευξη. «Πρέπει να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να κάνουν πάρτι στην Πλατεία του Μάη γιατί στη ζωή μου έκανα αυτό που ήθελα να κάνω, είπα αυτά που ήθελα να πω και πάλεψα με όλη μου τη δύναμη».

Hasta siempre Hebe!

 

 

Σημειώσεις

1.- H.I.J.O.S. : ακρωνύμιο της Hijos e Hijas por la Identidad y la Justicia contra el Olvido y el Silencio (Γιοι και Κόρες για την Ταυτότητα και τη Δικαιοσύνη ενάντια στη Λήθη και της Σιωπή). Οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αργεντινή, με παραρτήματα σε διάφορα μέρη της χώρας, που αποτελείται κυρίως από γιούς και κόρες ανθρώπων που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας στρατιωτικής δικτατορίας. Σήμερα έχει περισσότερα από 2000 μέλη.

2.-Ο νόμος 23 492 ή Punto Final (τελικό σημείο) είναι ο νόμος που καθόρισε την παραγραφή κατά των κατηγορουμένων ως ποινικά υπεύθυνων για τη διάπραξη του σύνθετου εγκλήματος της εξαναγκαστικής εξαφάνισης προσώπων –το οποίο περιελάμβανε παράνομες κρατήσεις, βιασμούς, βασανιστήρια και διακεκριμένες ανθρωποκτονίες ή δολοφονίες– που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, οι οποίοι δεν θα έχουν κληθεί να καταθέσουν «εντός εξήντα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία θέσπισης του παρόντος νόμου». Τέθηκε σε ισχύ στις 24 Δεκεμβρίου 1986 από τον πρόεδρο Ραούλ Αλφονσίν. Το Κογκρέσο τον κήρυξε άκυρο το 2003.

3.- Ο νόμος 23 521 ή Obediencia Debida ( οφειλόμενη υπακοή) ήταν νομική διάταξη που τέθηκε σε ισχύ στις 8 Ιουνίου 1987, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Αλφονσίν, η οποία καθιέρωνε ένα τεκμήριο (δηλαδή δεν επέτρεπε την απόδειξη του αντιθέτου), ότι τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων κάτω του βαθμού του συνταγματάρχη (εφόσον δεν είχαν ιδιοποιηθεί ανηλίκους ή την περιουσία εξαφανισθέντων προσώπων) δεν τιμωρούνταν, καθώς είχαν ενεργήσει υπό τη λεγόμενη «οφειλόμενη υπακοή» (στρατιωτική έννοια σύμφωνα με την οποία οι υφιστάμενοι των Ενόπλων Δυνάμεων δεν τιμωρούνταν καθώς περιορίζονται στο να υπακούουν τις εντολές των ανωτέρων τους ).

Οι νόμοι Punto Final και Obediencia Debida μαζί με τις αμνηστίες που χορήγησε ο Κάρλος Μένεμ (1989-1990), είναι γνωστοί ως νόμοι της ατιμωρησίας.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…