Η αστυνομία περικυκλώνει πεσμένους ανθρακωρύχους αφού έχει ανοίξει πυρ στη διάρκεια συγκρούσεων κοντά σε ορυχείο πλατίνας στη Μαρικάνα, στις 16 Αυγούστου του 2012. Εκταοντάδες εργάτες οπλισμένοι με ματσέτες, βέργες και λοστούς είχαν μαζευτεί στο λόφο κοντά στο ορυχείο, αψηφώντας τις διαταγές της αστυνομίας να διαλυθούν. Πολλοί βρίσκονταν στο έδαφος αιμορραγώντας, αφού το πλήθος διαλύθηκε, σύμφωνα με ρεπόρτερ του AFP reporter. AFP PHOTO (Photo by AFP) (Φωτό: AFP από Getty Images)

Αυτό τον μήνα, πριν από δέκα χρόνια, 34 απεργοί εργάτες ορυχείων στη Νότια Αφρική σφαγιάστηκαν από την αστυνομία σε ζωντανή μετάδοση. Η σφαγή της Μαρικάνα αποκάλυψε τα βαθιά δεινά του status quo μετά το απαρτχάιντ — και την επείγουσα ανάγκη να οικοδομηθεί η εξουσία της εργατικής τάξης στη χώρα.

Πηγή: Jacobin | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

Αν κάποιος είχε να διαλέξει μια στιγμή στην οποία το αφήγημα της Νότιας Αφρικής, πορευόμενης ως έθνος μετά το Απαρτχάϊντ, με όλα τα ελαττώματά της, τερματίστηκε, καμιά στιγμή δεν ξεχωρίζει τόσο ξεκάθαρα όσο η σφαγή της Μαρικάνα. Το απόγευμα της Πέμπτης 16 Αυγούστου 2012, τριάντα τέσσερις απεργοί ανθρακωρύχοι σε ορυχείο πλατίνας στη βορειοδυτική επαρχία δολοφονήθηκαν από την αστυνομία σε ζωντανή μετάδοση.

Στα δέκα χρόνια μετά τη σφαγή, η χώρα έγινε φτωχότερη (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, από λίγο πάνω από 8.000 δολάρια, μειώθηκε σε λιγότερο από 7.000 δολάρια), οι βασικές λειτουργίες της κυβέρνησης σε μεγάλες περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα κατέρρευσαν, το εργατικό κίνημα έγινε πιο αδύναμο και πιο διαιρεμένο, και η απειλή πολιτικής βίας για τους ακτιβιστές ολοένα μεγαλύτερη. Αυτό το τελευταίο είναι ακόμη πιο εμφανές αν σκεφτεί κανείς ότι, από τη σφαγή μέχρι σήμερα, τουλάχιστον είκοσι δύο εργαζόμενοι σε ορυχεία ή ακτιβιστές συνδικάτων από τη Μαρικάνα και τη ζώνη των ορυχείων έχουν δολοφονηθεί, όπως αναφέρουν οι Λουκ Σινγουελ και Νίκολας Σμιθ. Η συνεχιζόμενη βία εμφανίζεται στο πλαίσιο της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών, μιας επιδείνωσης εμφανέστερης στη ραγδαία αύξηση της ανεργίας — τώρα κοντά στο 50%. Οι συνθήκες για τις κοινότητες της ζώνης των ορυχείων έχουν, αν μη τι άλλο, επιδεινωθεί.

Στη Σετσουάνα το “Nkaneng”, το όνομα του άτυπου οικισμού στο ορυχείο Μαρικάνα όπου ζουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, σημαίνει κυριολεκτικά “δύσκολο μέρος”, ενδεικτικό  γι’ αυτές τις διάσπαρτες εκτάσεις γης στη ζώνη της Πλατίνας που δεν έχουν ακόμη ούτε τις βασικές δημοτικές υπηρεσίες. Είναι μία από τις χιλιάδες κοινότητες αυτού του είδους, σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να περιμένουν στέγαση, για την οποία έκαναν αίτηση το 1994, κατά τη μετάβαση προς τη δημοκρατία.

Κάθε εβδομάδα έρχεται μια αναφορά για κάποια νέα θηριωδία. Η εξέγερση του περασμένου Ιουλίου (όταν οι σύμμαχοι και οι υποστηρικτές του ατιμασμένου πρώην προέδρου Τζέικομπ Ζούμα έφεραν τη Νότια Αφρική σε αδιέξοδο μέσω οικονομικών σαμποτάζ) αντανακλά ότι την αυξανόμενη απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα από τις πολιτικές μαφίες και τη δεξιά εθνικιστική πολιτική, απειλή που το αδύναμο κράτος είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένο να τη διαχειριστεί. Μπροστά σε αυτό, η πολιτική αριστερά έχει γίνει, αν μη τι άλλο, ακόμη πιο κατακερματισμένη και αδύναμη. Τι σχέση όμως έχουν όλα αυτά με τη Μαρικάνα;

Αν ρωτούσε κανείς, πώς φτάσαμε στη Νότια Αφρική του 2022 μετά την κατάληψη του κράτους, την εξέγερση του Ιουλίου, την τραγωδία Life Esidimeni* (αναφέρεται ως Ιατρική Μαρικάνα), το lockdown, την αστυνομική βαρβαρότητα που απαιτείται για την επιβολή γελοίων κανονισμών και την ταλαιπωρία από τις  τακτικές διακοπές ρεύματος, η Μαρικάνα είναι ένα καλό μέρος για να ξεκινήσει.

Η Μαρικάνα ήταν η στιγμή που απέτυχαν οι βασικοί θεσμοί της νοτιοαφρικανικής δημοκρατίας — όχι μόνο οι κρατικοί. Αυτό αφορά και τις μέρες που οδήγησαν στη σφαγή, οπότε και σημειώθηκαν δέκα δολοφονίες που προκλήθηκαν από την ένταση στο ορυχείο: έξι εργαζόμενοι στο ορυχείο, δύο ιδιωτικοί φρουροί ασφάλειας και δύο αστυνομικοί. Ήταν η χειρότερη σφαγή αυτού του είδους στις μέρες της δημοκρατίας, με την αστυνομία (που ανήκε στην ίδια συνδικαλιστική ομοσπονδία με πολλούς απεργούς εργάτες ορυχείων) να πυροβολεί άλλους εργάτες, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC), μιας κυβέρνησης που είχε υποσχεθεί ένα καλύτερο μέλλον για τους εργαζόμενους.

Το κύριο χαρακτηριστικό της Επιτροπής Φάρλαμ, η οποία συστάθηκε για να ερευνήσει τις δολοφονίες στη Μαρικάνα, και η οποία στοίχισε στη χώρα περίπου 9 εκατομμύρια δολάρια, ήταν η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τα αίτια της σφαγής, στα οποία μπορεί να βρει κανείς καταγγελίες για την εταιρεία (Lonmin) και την αστυνομία. Στα δημόσια σεμινάρια για τη διερεύνηση των μακροπρόθεσμων αιτιών της σφαγής στη Μαρικάνα, μέρος της δεύτερης φάσης της Επιτροπής, κάποιες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων εξέτασαν το χρόνιο πρόβλημα των συνδικάτων, όπως η Εθνική Ένωση Μεταλλείων (NUM), που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των μελών της, καθώς και την ανεπάρκεια της εργατικής νομοθεσίας της χώρας ως προς την αντιμετώπιση των συνθηκών εργασίας στα ορυχεία.

Όπως επισημαίνει η Shaeera Kalla, η τελική έκθεση είναι απόδειξη της απληστίας της Lonmin (της εταιρείας στην οποία ανήκει το ορυχείο), επιβεβαιώνοντας ότι η Lonmin παραβίασε το νόμο και δεν τήρησε τη νομική της υποχρέωση να παρέχει στέγαση στους υπαλλήλους της σύμφωνα με το Κοινωνικό Εργατικό Σχέδιο της, ένα σχέδιο, προϋπόθεση για να κατοχυρώσει τα εξορυκτικά της δικαιώματα.

Όμως, παρά τα στοιχεία για υποκείμενες δομικές αιτίες, η επιτροπή εξακολουθούσε να θεωρεί την απόφαση των εργαζομένων στο ορυχείο να απεργήσουν εκτός του νομικού πλαισίου διαπραγμάτευσης, την κύρια αιτία της σφαγής. Τονίζει επανειλημμένα ότι η απεργία ήταν «παράνομη» και ότι οι απεργοί κράδαιναν επικίνδυνα όπλα κατά παράβαση του νόμου περί επικίνδυνων όπλων, προωθώντας έτσι την αφήγηση του κράτους ότι οι εργαζόμενοι στο ορυχείο αποτελούσαν έναν απειλητικό, απείθαρχο όχλο που είχε επιδοθεί σε τελετουργίες μαγείας για να προετοιμαστεί για αντιπαράθεση με την αστυνομία.

Στον απόηχο της θηριωδίας, με λίγες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, η κοινωνία των πολιτών —ΜΚΟ, μέσα ενημέρωσης, κοινωνικά κινήματα και συνδικάτα— απέτυχαν να ζητήσουν από την κυβέρνηση να λογοδοτήσει ή να παράσχει ουσιαστική αλληλεγγύη στα θύματα της σφαγής, είτε επιλέγοντας τη σιωπή είτε , σε ορισμένες περιπτώσεις, αναπαράγοντας ενεργά τις δικαιολογίες του κράτους. Η αποτυχία των μέσων ενημέρωσης παραμένει ακόμη πιο ασυγχώρητη δεδομένου ότι η δολοφονία μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση.

Αντίθετα, χρειάστηκε η εργασία μερικών αφοσιωμένων δημοσιογράφων και ερευνητών για να αποκαλυφθεί στο κοινό η πραγματική ιστορία του τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Χρειάστηκε ακόμη περισσότερος χρόνος για το ντοκιμαντέρ Miners Shot Down και τις ιστορίες της Επιτροπής Φάρλαμ να αλλάξουν τη συνείδηση ​​του κοινού σχετικά με το τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Ακόμα κι έτσι, η απροκάλυπτη προσπάθεια του κράτους να καταπνίξει αυτές τις αφηγήσεις παρέμεινε, εν μέρει μέσα από προσπάθειες να καλλιεργηθεί πολιτική αμνησία. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης, τον Αύγουστο του 2016, το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στους τοίχους των γραφείων της South African Broadcasting Corporation στο Sea Point του Κέιπ Τάουν, ενώ οι συγκεντρωμένοι ζήτησαν δικαιοσύνη.

Δέκα χρόνια μετά, η δικαιοσύνη παραμένει ζητούμενο για τους περισσότερους επιζώντες της Μαρικάνα. Ενώ τριάντα πέντε περίπου οικογένειες έχουν αποζημιωθεί (4 εκατομμύρια δολάρια), μια μεγαλύτερη ομάδα τριακοσίων ανθρακωρύχων που τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών εξακολουθούν να διεκδικούν αποζημίωση (58 εκατομμύρια δολάρια), με τελευταία εξέλιξη την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο πρόεδρος της χώρας, Σίριλ Ραμαφόζα, θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος για τα γεγονότα που οδήγησαν στη σφαγή, για τον ρόλο του ως μετόχου στη Lonmin και για τη θέση του ως αντιπροέδρου (για τέσσερα χρόνια υπό τον Τζέικομπ Ζούμα), αλλά όχι για τους θανάτους. Ωστόσο, για να αποδοθεί αστική ευθύνη πρέπει οι εργαζόμενοι στο ορυχείο να την αποδείξουν στο δικαστήριο, κάτι δύσκολο να γίνει. Εάν η προσπάθεια επιτύχει, ωστόσο, θα έρχεται σε αντίθεση με την απαλλαγή του Ραμαφόζα, από την επιτροπή Φάρλαμ, από κάθε ευθύνη σχετικά με την κλιμάκωση της έντασης και τους τελικούς πυροβολισμούς.

Υπάρχει επίσης η εν εξελίξει δίκη για τη δολοφονία τεσσάρων ανθρώπων που πέθαναν στη Μαρικάνα στις 13 Αυγούστου 2012 —δύο εργάτες ορυχείων και δύο αστυνομικοί— και η δίκη του πρώην εντεταλμένου αστυνομικού στα Βορειοδυτικά, στρατηγού Γουίλιαμ Μπέμπε και άλλων αστυνομικών. Ο Μπέμπε και οι συνάδελφοί του αντιμετωπίζουν πέντε κατηγορίες για φόνο και απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθώς και παράβαση του νόμου για παροχή ψευδών πληροφοριών στην εξεταστική επιτροπή. Αλλά, δέκα χρόνια μετά, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Εδώ το παλιό νομικό αξίωμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινό: καθυστερημένη δικαιοσύνη είναι άρνηση δικαιοσύνης.

Και καθώς οι πολιτικές μάχες διεξάγονται μέσω παρατεταμένων δικαστικών διαδικασιών (ποτέ χωρίς τον Dali Mpofu, τη νοτιοαφρικανική εκδοχή του Σαούλ Γκουντμαν —μείον τις νομικές νίκες— στο μείγμα)*, οι εργαζόμενοι της ζώνης των ορυχείων αντιμετωπίζουν συνεχή εκμετάλλευση, μια δυσλειτουργική κυβέρνηση, πολιτική βία, υλική στέρηση, και τα συνεχιζόμενα ληστρικά προγράμματα δανεισμού των mashonisas (τοκογλύφοι) και των εταιρειών αυθημερόν δανείων, που παγιώνουν κύκλους χρέους και ανασφάλειας.

Τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας, από την Εθνική Εισαγγελική Αρχή μέχρι τη Βουλή, απέτυχαν να θέσουν υπόλογους την κυβέρνηση και την αστυνομία. Αυτό συμβαίνει παρόλο που μια μεταγενέστερη έρευνα διαπίστωσε ότι ο πρώην αστυνομικός επίτροπος, Riah Phiyega, θα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τους θανάτους των τριάντα τεσσάρων εργαζομένων στο ορυχείο ως ο καθοδηγητής της αντίδρασης της αστυνομίας. Κανένας αστυνομικός δεν έχει κατηγορηθεί για κανέναν από τους πυροβολισμούς. Από πολλές απόψεις, η αστυνομία είναι πιο βίαιη και πιο ακατάλληλη από ποτέ.

Δεδομένων των τελευταίων δέκα ετών, είναι σαφές ότι η Νότια Αφρική δεν έχει υπολογίσει την κληρονομιά της σφαγής. Άλλωστε, ο Ραμαφόζα έγινε πρόεδρος παρά την αμφίβολη συμπεριφορά του στη δοκιμασία. Αυτή είναι μια ακόμη θλιβερή αντανάκλαση της φτωχής δεξαμενής από την οποία μπορεί κανείς να διαλέξει ηγεσία.

Για πολλούς, η σφαγή ήταν η στιγμή που αφαιρέθηκαν οι παρωπίδες και που οι υποκείμενες αδικίες και αντιφάσεις που εμπόδισαν την ανάπτυξη της νοτιοαφρικανικής δημοκρατίας αποκαλύφθηκαν με όλη τους την ωμή βαρβαρότητα. Η έλλειψη λαϊκής οργής στον απόηχο της σφαγής και η απουσία μαζικών διαδηλώσεων και αλληλεγγύης παραμένουν επαίσχυντες, ακόμη και όταν οι εργάτες των ορυχείων της ζώνης ηγήθηκαν μιας από τις μεγαλύτερες αυτοοργανωμένες απεργίες στην ιστορία της Νότιας Αφρικής.

Είναι σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτόν τον λόγο, για την εργατική τάξη της Νότιας Αφρικής, που η Μαρικάνα έχει γίνει ένα ισχυρό σύμβολο αντίστασης για φοιτητές που διαμαρτύρονται, απεργούς εργάτες και κοινότητες που καταλαμβάνουν γη. Εκτός από το μαζικό απεργιακό κύμα στα ορυχεία σε όλη την ζώνη, η εξέγερση προκάλεσε επίσης την επίσημη γέννηση των Μαχητών της Οικονομικής  Ελευθερίας (EFF), που δημιουργήθηκαν στις 13 Οκτωβρίου 2013, στη Μαρικάνα, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως το αληθινό εργατικό κόμμα (αυτή τη στιγμή είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο της Νότιας Αφρικής). Αλλά, ενώ το EFF προσπάθησε να παρουσιαστεί ως το κόμμα με την ισχυρότερη ηθική πυξίδα σε ζητήματα κοινωνικοοικονομικής δικαιοσύνης, το έπος της λεηλασίας τραπεζών του VBS αποκαλύπτει ότι, όπως το ANC που τόσο έντονα επικρίνουν, οι αρχηγοί του EFF είναι πολύ πρόθυμοι να κλέβουν εκατομμύρια από φτωχούς ανθρώπους για να χρηματοδοτούν τον πολυδάπανο τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, οι απεργίες της Μαρικάνα συνέχισαν να επηρεάζουν και να εμπνέουν άλλα εργατικά κινήματα, όπως τις απεργίες των αγροτών στο De Doorns στο Δυτικό Ακρωτήρι το 2012–13, που ώθησαν πάνω από εννέα χιλιάδες συμμετέχοντες να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους.

Όπως έχουμε δει κυρίως στην περίπτωση της Κολομβίας, που καλύφθηκε ως μέρος μιας νέας σειράς του Africa Is a Country για τα μαθήματα που παίρνει η Αφρικανική Ήπειρος από τη Λατινική Αμερική, η αντίσταση και η οργάνωση μπορούν να οικοδομήσουν ισχύ ακόμη και υπό την απειλή των πιο ακραίων μορφών πολιτικής καταστολής. Οι δράσεις των εργαζομένων στο ορυχείο Μαρικάνα έδειξαν ότι επιζητούσαν μια καλύτερη ζωή, όπως υποσχέθηκε το Σύνταγμα, και όχι απλώς τις συμβολικές αυξήσεις των μισθών κατά 1 ή 2 τοις εκατό. Η Μαρικάνα δείχνει ότι, ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, είναι δυνατή η αποτελεσματική κινητοποίηση και οργάνωση, καθώς οι εργαζόμενοι στα άλλα ορυχεία της Ζώνης της Πλατίνας επέλεξαν να συμμετάσχουν και να επεκτείνουν την απεργία, αντί να θρηνήσουν σιωπηλά ή να παραδοθούν. Είναι αυτή η εξαιρετική στιγμή που δίνει μια κραυγή  από ένα συλλαλητήριο, για όσους επιθυμούν να δουν μια πιο δίκαιη και ισότιμη Νότια Αφρική.

Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε από το Africa Is a Country. Ο Benjamin Fogel είναι ιστορικός και συνεκδότης του Africa is a Country και του  Jacobin. Η Claire-Anne Lester λέκτορας κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Stellenbosch της Νότιας Αφρικής.

______________

Σημειώσεις

* Η τραγωδία Life Esidimeni αφορούσε τον θάνατο 144 ανθρώπων σε ψυχιατρικές εγκαταστάσεις στην επαρχία Gauteng της Νότιας Αφρικής από αιτίες όπως η πείνα και η παραμέληση

* Dali Mpofu, Νοτιοαφρικάνος δικηγόρος που παρομοιάζεται με τον Σαούλ Γκούντμαν το δικηγόρο στη σειρά Breaking Bad.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…