Την Τρίτη 4 Οκτωβρίου, ο συγγραφέας Ντιντιέ Εριμπόν βρέθηκε στην Αθήνα, προσκεκλημένος των εκδόσεων νήσος και του ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία, για μια διάλεξη με τίτλο «Επιστροφή στις κοινωνικές τάξεις; Σκέψεις για τις έννοιες της πολιτικής», σε συνομιλία με την Αθηνά Αθανασίου και τον Γεράσιμο Κουζέλη. Το κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα Reading group Theory/ Literature/ Politics: Responses, αποτελεί ανταπόκριση στην ανάγνωση του βιβλίου Η Επιστροφή στη Ρενς, του Ντιντιέ Εριμπόν, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αντιγόνες: Σώματα της αντίστασης στον σύγχρονο κόσμο [ANTISOMATA]» και της Λέσχης Ανάγνωσης «Θεωρία/ Λογοτεχνία/ Πολιτική».

Το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν Η Επιστροφή στη Ρενς (2009 / εκδόσεις νήσος, 2020) αφορά τις αβέβαιες επιστροφές στο σπίτι, καθώς αυτές περιπλέκονται από τις απόκρημνες τροπές της κοινωνικής τάξης, του φύλου και της σεξουαλικότητας. Απεικονίζει την επιστροφή ως ερώτημα.

Επιστρέφουμε, λοιπόν, μετά από 13 χρόνια, στο αυτοθεωρητικό δοκίμιο του Εριμπόν που συνδέει τη λογοτεχνία ως κοινωνική γνώση με την κριτική θεωρία ως συλλογική αυτοβιογραφία. Τοποθετώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο επίκεντρο της κριτικής θεωρίας, και αντίστροφα, τα τελευταία χρόνια η αυτοθεωρία [autotheory] θέτει εκ νέου το ερώτημα του (αυτοϊστορούμενου) «εαυτού» υπό το φως και στον απόηχο της μεταδομιστικής κριτικής στο ατομικό, αυτόβουλο και αυτογραφικό υποκείμενο του λόγου (νοούμενο ως οικουμενικά λευκό, ανδρικό, αστικό…). Στο πλαίσιο της αυτοθεωρίας, αναθεωρούνται συμβατικές ταξινομήσεις και πειθαρχικές οριοθετήσεις των «ειδών» λόγου –κυρίως ανάμεσα στην κριτική θεωρία και την αυτοβιογραφία– ενώ κλονίζονται κυρίαρχες αντιλήψεις για το τι σημαίνει να «κάνουμε θεωρία». Ταυτόχρονα, το «αυτο-» αναδιατυπώνεται ως κριτική στον μεθοδολογικό ναρκισσισμό του αυθεντικού, αυτο-γνωρίζοντος ατόμου-συγγραφέα. Η αυτοθεωρητική γραμματική δεν αποκαλύπτει μια συγγραφική αυτογνωσία αλλά επιτελεί το αδύνατο αυτής της οριοθέτησης και επερωτά τις νόρμες του αυτοβιογραφικού «εγώ». Το έργο του Εριμπόν τοποθετείται και συμμετέχει σε έναν ετερογενή αστερισμό τέτοιων εγχειρημάτων, που περιλαμβάνει τις/τους Maggie Nelson, Paul Preciado, Christina Sharpe, Saidiya Hartman, Lauren Berlant, Sara Ahmed κ.ά., αλλά και παλαιότερα, την Gloria Anzaldúa και την Audre Lorde.[2] Η ιστορία, η πολιτική και η αισθητική της αυτοθεωρίας, ως μη συμμόρφωσης στους περιορισμούς των ειδών/γενών (genre-nonconforming), διατηρούν μια ιδιαίτερη οικειότητα με τη διαθεματική φεμινιστική και κουίρ θεωρία και την κριτική θεωρία της φυλής από τη δεκαετία του ‘60 και μετά, στο πλαίσιο των οποίων το προσωπικό, το πολιτικό και η κριτική θεωρία συνθέτουν μια νέα θέση και στάση παραγωγής αναστοχαστικής γνώσης από τα περιθώρια. Εκεί, το είδος (genre) και το φύλο (gender) βρίσκονται σε αναταραχή, σαν να μην έχουν γραφτεί ακόμη ή διαπαντός.

Παίρνoντας την πολιτική προσωπικά και κατανοώντας πολιτικά το προσωπικό, Η επιστροφή στη Ρενς δίνει νέο νόημα, σώμα και συγκίνηση στο πώς αποκρινόμαστε πολιτικά αυτή την εποχή του σκληρού νεοσυντηρητισμού – που ένα από τα πιο αποκαρδιωτικά συμπτώματά του είναι η στροφή μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης στην ακροδεξιά.

Ο Εριμπόν επιστρέφει στο οικογενειακό σπίτι υπό το φως ενός αμφίθυμου πένθους. «Δεν πήγα στην κηδεία του πατέρα μου», γράφει (20). Σπάνια μια τόσο απλή περιγραφική διατύπωση έχει τέτοιο επιτελεστικό βάρος: τη φόρτιση της αποχής από το οικογενειακό πένθος. Ζυγίζοντας την αδιευκρίνιστη και απρόσμενη συγκίνηση για το θάνατο του βίαιου και ομοφοβικού πατέρα, ξαναβρίσκει τη μητέρα του, εργάτρια που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο και δούλευε υπερωρίες για να πληρώσει τις σπουδές του ενώ έπρεπε να υφίσταται την καθημερινή πατριαρχική βία στο σπίτι. Ανακαλύπτοντας ξανά το παιδί που ήταν στη Ρενς, αποκτά μια νέα επίγνωση της κοινωνικής τάξης ως πολιτικής κατηγορίας, καθώς γίνεται, αναδρομικά και με άλλους όρους, αυτό από το οποίο είχε αποδράσει αλλά που το κουβαλούσε σαν ίχνος μιας απωθημένης επιστροφής: ο γιος μιας εργατικής οικογένειας εξουθενωμένης από τη φτώχια και την καταπίεση.

Επιστρέφει στη Ρενς από το Παρίσι όπου είχε αποδράσει –με τη στήριξη των γονιών του– για να ζήσει μια σεξουαλική και διανοητική ζωή μακριά από τις κοινωνικές προσδοκίες που υπαγορεύονταν από τον «πραγματικό ανδρισμό» της εργατικής κοινωνικότητας και περιλάμβαναν τα τελετουργικά της πατριαρχικής οικογένειας, της ομοφοβίας και του ρατσισμού σε βάρος των μεταναστών/τριών και των εργαζόμενων από το Μαγκρέμπ. «Πολιτικά ήμουν με το μέρος των εργατών, αλλά σιχαινόμουν τις ρίζες μου στον κόσμο τους» (71), γράφει.

Η μελαγχολική αναδρομικότητα είναι η μόνη χρονικότητα που μπορεί να ανταποκριθεί στην αδύνατη σχέση με την οικογένεια, όταν αυτό που καλούμαστε να πενθήσουμε δεν είναι η απώλεια του προσώπου/γονέα αλλά ο χαμένος δεσμός που ποτέ δεν είχαμε μαζί της. Στην αφήγηση του Εριμπόν, η γκέι αριστερή μελαγχολία της αυτοεξορίας και της απαρνημένης, ανεπιθύμητης ή αδύνατης επιστροφής στο σπίτι (και στις αινιγματικές προσκολλήσεις του) είναι υλικό πολιτικής και δύναμη μετασχηματισμού.

Επιστρέφοντας στη γενέθλια πόλη για να συμπαρασταθεί στο πένθος της μητέρας του, ανακαλύπτει ότι εκείνη όπως και τα αδέλφια και άλλοι συγγενείς του δεν είναι πια ψηφοφόροι του Κομμουνιστικού Κόμματος, που κάποτε αποτελούσε την οργανωτική πυξίδα της ελπίδας τους για το μέλλον, αλλά του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου.

Ξαναγράφοντας την ντροπή

Σ’ εκείνο το σημείο καμπής της εξορίας του, καθώς βρίσκεται εν μέρει ξανά εκεί και εν μέρει όχι πια εκεί, συνειδητοποιεί πώς τέμνονται τα διάφορα επίπεδα αποξένωσης, στιγματισμού και ντροπής (συμπεριλαμβανομένης και της ντροπής του να ντρέπεσαι), αφού νιώθει παρείσακτος και στους αστικούς ακαδημαϊκούς κύκλους του Παρισιού, δυσφορώντας με την έπαρση το προνομίου τους αλλά και νιώθοντας αμήχανα για τη δική του ταξική καταγωγή. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση του είχε υποσχεθεί έναν δρόμο μακριά από την κοινωνική ταπείνωση αλλά ταυτόχρονα επιφύλασσε την αποξένωση σε μια «ταξική ντουλάπα» [class closet] και την ντροπή της κοινωνικής ανέλιξης. «Είμαι γέννημα βρισιάς, γιος της ντροπής» (200). Στην πορεία για την επανοικειοποίηση της ντροπής ως «δύναμης μεταμόρφωσης», σύμφωνα με τη φράση της Ιβ Κοσόφσκυ Σέτζγουικ (222),[3] που πέθανε τη χρονιά της έκδοσης της Επιστροφής, βρήκε καταφύγιο και στήριξη στο σχολείο της γκέι κοινότητας: «Το ψωνιστήρι ευνοεί ως ένα βαθμό την ανάμειξη των κοινωνικών τάξεων» (229), γράφει.

Η επιστροφή στη Ρενς θυμίζει πόσο σύνθετα οδυνηρό είναι να καταφέρνεις να ζεις (ή να καταφέρνεις να θέλεις να ζεις) σε πείσμα μιας περιρρέουσας «ατμόσφαιρας αγωνίας» (217), όπως γράφει επικαλούμενος τον Φραντς Φανόν και την «ατμοσφαιρικότητα της βίας», ή «με τη δημόσια καταδίκη να ζεις δακτυλοδεικτούμενος» (σ. 216), δηλαδή φτωχός και γκέι, ειδικά σε εποχές που αυτό επέφερε στιγματισμό και ταπείνωση ακόμη και μέσα σε αριστερές συλλογικότητες. Αυτό το παρελθόν δεν έχει «παρέλθει», αλλά ενυπάρχει στο παρόν μας, ως αποσιωπημένη βία που έχει στοιχίσει την περιθωριοποίηση, τη λογοκρισία, τον τραυματισμό και την αποστράτευση πολλών αριστερών. Ο Εριμπόν περιγράφει εύστοχα την άβολη θέση του να είσαι «μισός τροτσκιστής, μισός γκέι» (201).

Κι επειδή η πολιτική της φιλίας είναι κινητήρια δύναμη όχι μόνο των διαθεματικών κινημάτων και ιδεών αλλά και συστατική διάσταση του συνολικού έργου του Εριμπόν, η αυτοθεωρία του τελευταίου συνηχεί με το βιβλίο του Εντουάρ Λουί Να Τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (εκδόσεις Αντίποδες). Αφιερωμένο στον φίλο και δάσκαλό του Ντιντιέ Εριμπόν, ανοίγει με μια δήλωση ταυτόχρονα πολιτική και προσωπική: «Από την παιδική μου ηλικία δεν έχω ευτυχισμένες αναμνήσεις». Πρόκειται για ένα βίαιο χρονικό του πώς είναι να μεγαλώνεις φτωχός και γκέι σε μια μικρή μετα-βιομηχανική πόλη της βόρειας Γαλλίας, όπου ο ρατσισμός είναι κοινότοπη οικειότητα και το αντριλίκι υπογραφή της καθημερινής ωμότητας. Ο Εντύ αναμετριέται με το περιβάλλον που τον έχει διαμορφώσει και τραυματίσει: μια τσακισμένη εργατική κοινότητα σ’ ένα μικρό απομονωμένο χωριό του γαλλικού βορρά, κάποτε αριστερή και τώρα με συντριπτική εκλογική απήχηση της ακροδεξιάς δημαγωγίαςΜέσα σε μια δίνη φτώχιας, ομοφοβίας, ξενοφοβίας και ρατσισμού, η ομοφυλοφιλία του από πηγή ντροπής και εξευτελισμού γίνεται πόρος επιβίωσης και αντίστασης. «Κάθε φορά που άκουγα Εντύ, άκουγα ‘φτώχια’, άκουγα ‘αδερφή’. Έτσι ξεκίνησαν όλα – με το όνομά μου». Ο Εντύ έπρεπε να φύγει, να αλλάξει όνομα για να ξαναβρεί τον εαυτό του και μια πολιτική γλώσσα να φιλοξενήσει τον πόνο και την επανάστασή του.

Σπίτι, τάξη, σεξουαλικότητα: Αμφιλεγόμενες κληρονομιές

Μέσα από φυγές, αποδράσεις, εξορίες και αναπάντεχες φιλοξενίες, το αδύνατο πένθος επιστρέφει αναδρομικά, αφού, όπως λέει ο Εριμπόν, τα δάκρυα ήρθαν, και πάλι αβέβαια, όταν έφτασε στο τέλος της συγγραφής του βιβλίου, στη στιγμή που ο γιος μαθαίνει για το θάνατο του πατέρα του («Πήγαινα να κλάψω; Μα για τι; Για ποιον; Για τους χαρακτήρες του βιβλίου; Για τον δικό μου πατέρα;», 242). Ήρθαν μαζί με –ή χάρη σε– μια αναρώτηση, προσωπική και πολιτική ταυτόχρονα, για τους κοινωνικούς καθορισμούς που μας κάνουν υποκείμενα ερήμην μας. Εμπεριέχοντας η μια την άλλη, αυτές οι επιστροφές κινητοποιούν τη σχέση με αμφιλεγόμενες κληρονομιές, που μέρος τους αποδεχόμαστε και μέρος τους αποποιούμαστε. Έτσι, η κοινωνική τάξη επιστρέφει ως ερώτημα – όχι ως παλινόρθωση της ορθοδοξίας της «πρωτεύουσας αντίθεσης».

Αυτή η κριτική επιστροφή ανασυστήνει την πολιτική κατηγορία της τάξης όχι ως τόσο στέρεα και αυτάρκη όσο ισχυρίζεται ότι είναι, αλλά, αντίθετα, ως ετερογενή και εσωτερικά διαφοροποιημένη, καθώς διατέμνεται με άλλες μορφές κυριαρχίας και, συνεπώς, αντίστασης, όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, η φυλή, το χρώμα, η εθνότητα, το μεταναστευτικό στάτους.

Ταυτόχρονα, αυτή η κριτική επιστροφή ιχνηλατεί στην πολιτική υποκειμενοποίηση της γαλλικής εργατικής τάξης πώς η βιοπολιτική αγριότητα του νεοφιλελεύθερου δόγματος «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα» και της συντριβής κεκτημένων κοινωνικών δικαιωμάτων καλλιεργεί τις συνθήκες για τον σφετερισμό του ταξικού λόγου από την ακροδεξιά, που ιδιοποιείται την λαϊκή ταξική κοινωνικότητα ως όπλο στην εθνικιστική και ρατσιστική της ατζέντα.

Διαβάζοντας τον Εριμπόν, το ερώτημα της επιστροφής στην κοινωνική τάξη ξαναπιάνει το νήμα από την αριστερή πολιτισμική θεωρία των δεκαετιών του 60, 70 και 80, που, πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα της μαρξιστικής ορθοδοξίας, έδινε χώρο για τη συνάντηση του μαρξισμού με τη χειραφετητική σκέψη του φεμινισμού και της αντι-αποικιακής κριτικής θεωρίας της φυλής, κρατούσε απόσταση από την άκαμπτη διάκριση μεταξύ υλικού και πολιτισμικού, και ασκούσε κριτική στην υποτίμηση ορισμένων μορφών καθυπόταξης αλλά και αντίστασης ως δήθεν υποδεέστερων σε σχέση με τη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας.

Ας θυμηθούμε το βιβλίο της Άντζελα Ντέιβις Women, Race and Class [Γυναίκες, φυλή και τάξη] (1981), που ανέλυε πώς το λευκό και ταξικό προνόμιο αποδυναμώνει το φεμινιστικό κίνημα και πώς κάθε κίνημα για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εμπειρία των φτωχών έγχρωμων γυναικών. Και ας θυμηθούμε το έργο του Στιούαρτ Χολ στο οποίο διαπλέκονταν η αντι-αποικιακή πολιτική, η μαύρη βρετανικότητα, η πολιτισμική θεωρία και η νέα αριστερά. Η επίγνωση της οικείας ξενότητάς του και ως προς τη βρετανική αριστερά διαμόρφωσε την κριτική του στην πουριτανική «αγγλικότητα» του Εργατικού Κόμματος και στο λευκό προνόμιο που οριοθετούσε την εργατική αλληλεγγύη.

Αναδεχόμενο αυτή την ιστορία της αριστερής κριτικής θεωρίας, το έργο του Εριμπόν αντιστέκεται σε οντολογικούς ή μυθολογικούς ορισμούς της εργατικής τάξης. Η δική του «επιστροφή» είναι κριτική επανεφεύρεση διαποτισμένη από τα αποστάγματα πληθυντικών γεωγραφιών και χρονικοτήτων, από τους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων, τις πρακτικές συντροφικότητας στην κρίση του AIDS, τα αντιρατσιστικά και φεμινιστικά κινήματα ιδεών και δράσης.

Κάποιοι, παίρνοντας άδεια από την κληρονομιά της κεκτημένης ετεροκανονικότητας της παραδοσιακής αριστεράς, μας «ανακαλούν στην τάξη»: διακηρύσσουν με τόνο αξιωματικό ότι η τάξη πρέπει να ξαναγίνει η θεμελιώδης οντολογία της εθνικής αριστεράς, και κατηγορούν τα φεμινιστικά, ΛΟΑΤΚΙ+ και αντιρατσιστικά κινήματα ότι αποσπούν την προσοχή από τη μοναδική, «στιβαρή», αρένα της πολιτικής. Ο ισχυρισμός ότι η σημερινή ζοφερή συνθήκη της ακροδεξιάς παλινόρθωσης και του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού οφείλεται στην αριστερή απομάκρυνση από την ουσιοκρατία της εργατικής τάξης (νοούμενης στερεοτυπικά ως λευκής, ανδρικής και ετεροκανονικής) προδίδει μια βαθιά συντηρητική παραμόρφωση των διαδικασιών κυριαρχίας και υποκειμενοποίησης. Όπως το διατυπώνει ο Εριμπόν: «είναι προϊόν και απόηχος της αντιδραστικής περιόδου που διανύουμε […]: είναι η άλλη όψη του ίδιου πολιτικού παραδείγματος» (202).

Αν, λοιπόν, μια επιστροφή διακυβεύεται για να ηττηθεί η ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού και του νεοφασισμού, και να αλλάξει πλευρά η ντροπή, είναι με τον τρόπο της επιστροφής στη Ρενς, δηλαδή με την αγωνιστική μελαγχολία της ανάκτησης των καταχωνιασμένων τραυμάτων και των ματαιωμένων ελπίδων, και της σύναψης δεσμών με επίγνωση των ρωγμών και των ρηγμάτων που διαπερνούν το «εμείς». Είναι, επομένως, μια διαφορετική επιστροφή, μια ανήσυχη ιστορία του παρόντος: με τρόπο κριτικά αναστοχαστικό ως προς την ίδια της την «κληρονομιά».

 

footnotes
1 Μια συντομευμένη εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στην εκδήλωση-διάλεξη του Ντιντιέ Εριμπόν με θέμα: «Επιστροφή στην κοινωνική τάξη; Στοχασμοί σχετικά με κατηγορίες της πολιτικής» (διοργάνωση: εκδόσεις νήσος και ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία, ΕΚΠΑ, 4.10.2022).
2 Τον όρο «αυτο-θεωρία» αναφέρει ο Paul B. Preciado στο βιβλίο του Testo JunkieSexDrugsand Biopolitics in the Pharmacopornographic Era, ενώ η Maggie Nelson παραθέτει αυτή την αναφορά στο βιβλίο της Οι Αργοναύτες. Ο Preciado ανοίγει το βιβλίο του με τη φράση «Αυτό δεν είναι ένα απομνημόνευμα» (“This is not a memoir”), ενώ συνεχίζει εξηγώντας ότι πρόκειται για «somato-political fiction», θεωρία του εαυτού ή αυτο-θεωρία.
3 Eve Kosofsky Sedgwick, Touching Feeling: Affect, Pedagogy, Performativity. Durham: Duke UP, 2003.
Διαβάστε επίσης

Στο πάρτι του γιου μου ήρθαν μόνο δύο παιδάκια και ο κλόουν μοίραζε μπαλόνια στους περαστικούς

«Τελικά το να είσαι αυτιστικός στην Ελλάδα είναι όμοιο με το να έχεις λέπρα. Τελικά όλοι αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα μέχρι το αυτιστικό να μας καλέσει στο πάρτι του»