Μια καινούρια στήλη ξεκινά σήμερα στο Κόκκινο και το Μαύρο. Κάθε δεύτερη εβδομάδα, η Μαρώ Τριανταφύλλου θα γράφει για το θέατρο «Απ’ την πλευρά του θεατή». Η αρχή γίνεται σήμερα, με την παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», έργο που αξιοποιεί υλικό από τη μελέτη του Παντελή Μπουκάλα Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση (σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης).

Η θηριώδης σε όγκο έρευνα  και μελέτη του δημοτικού τραγουδιού από τον Παντελή Μπουκάλα υπερβαίνει κάθε υπερθετικό που θα μπορούσε να της αποδώσει ο αναγνώστης της. Άνθρωπος με βαθιά βιωματική σχέση με το δημοτικό τραγούδι, ποιητής ο ίδιος που κολυμπά στους χυμούς της γλώσσας, διασχίζει δημιουργικά και με βαθιά γνώση τις γλωσσικές συγχρονίες της ελληνικής, ακάματος δοκιμιογράφος, δοκιμάζεται με καθημερινή αρθρογραφία που προσφέρει μεγάλες πνευματικές ηδονές στον  αναγνώστη του και μεταφράζει με ευστοχία, ευφυΐα και ποιητική ευαισθησία από τον αρχαίο λόγο.

Η πολύτομη και εξαιρετικά πολυσέλιδη μελέτη, που δικαίως τιμήθηκε με κρατικό βραβείο, επανακατηγοριοποιεί το δημοτικό τραγούδι, παρακάμπτοντας τις κλασικές κατηγοριοποιήσεις της φιλολογίας, και χρησιμοποιώντας ως κριτήριο εσωτερικές θεματικές των τραγουδιών που διαπερνούν τα σύνορα των παλιών κατηγοριών. Παρακολουθεί τα μοτίβα που έρχονται με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές από τα βάθη του χρόνου και της γλώσσας, να εξελίσσονται, να ανθίζουν μέσα στον έντεχνο λόγο, να γονιμοποιούν άλλες μορφές τέχνης κι όλ’ αυτά με επιστημονική εμβρίθεια και εντυπωσιακό γνωστικό εύρος.

Ο δεύτερος τόμος φέρει τον τίτλο Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση (Άγρα, 2017) και ανοίγει μπροστά στα μάτια μας ένα σύμπαν όπου το ερωτικό πάθος, η κτητική αγριότητα, η αρσενική κυριαρχία, η ζήλεια, ο φθόνος και ο απύθμενος εγωισμός του εραστή μετατρέπονται σε φονική μανία. Οι στίχοι ζυμώνονται με αίμα και ευφάνταστα φονικά σχέδια. Το ερώμενο πρόσωπο, για λόγους πραγματικούς ή φανταστικούς, ακόμα και για την πιθανότητα μιας εγκατάλειψης που τίποτε δεν την προαναγγέλλει, σφάζεται ανηλεώς και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο συνήθως να το υπερασπίσει. Το ερώμενο πρόσωπο είναι στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων μια γυναίκα.

Από τις εσχατιές του ελληνικού κόσμου, από τις κλειστές αγροτικές κοινωνίες παλιότερων εποχών, στις αστικές περιοχές, στις γειτονιές των πόλεων  και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., παρουσιάζεται ένας καμβάς πάνω στον οποίο το γυναικείο αίμα κυλά κρουνηδόν και ο σκοτεινός κόσμος της τιμής εκδικείται κάθε φορά που μια γυναίκα διεκδικεί ή τολμά να σκεφτεί πως μπορεί να διεκδικήσει μια στοιχειώδη ελευθερία στη διαχείριση του σώματος και της ψυχής της. Πολλές φορές πάντως είναι και θύτες οι γυναίκες ή καλούνται να γίνουν θύτες ή σχεδιάζουν φονικά στο νου τους για τα οποία μετανοούν πριν τα διαπράξουν. Όπως και νά ‘χει πρόκειται για μια χρονογραφία της παρουσίας, της θέσης και του ρόλου των γυναικών από μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα οπτική: του φόνου τους. Μια γυναίκα δολοφονείται –πολλές φορές με άκρως σαδιστικούς τρόπους και στόχο κυρίως το κεφάλι της, την έδρα της ομορφιάς, αλλά και του ατίθασου του χαρακτήρα της–, κι αυτό είναι φυσικό και αποδεκτό.

Η επικαιρότητα της μελέτης είναι προφανής, μολονότι, το 2017 που πρωτοβγήκε, το θέμα της γυναικοκτονίας δεν είχε πάρει τις διαστάσεις που έχει σήμερα. Οι γυναικοκτονίες πληθαίνουν, αναγνωρίζονται, απαιτούν μια νέα κατηγορία στη νομική επιστήμη που, άτολμα και με μεγάλη βραδύτητα, εισάγει την έμφυλη διάσταση στο έγκλημα. Όσο η κρίση βαθαίνει –και κρίση σημαίνει εκπαίδευση σε ανανοηματοδοτήσεις της πραγματικότητας που οδηγούν στο φόβο και την υποταγή, που ξυπνούν τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας–, τόσο οι γυναίκες θα υφίστανται εντονότερη τη βία: σωματική, υλική ψυχική, βία απέναντι στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα που απορρέουν από την ανθρώπινη υπόσταση και το φύλο.

Παρά τη σημασία της, ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσε να  φανταστεί κανείς τη μελέτη αυτή ως δραματικό υλικό. Αυτή την τολμηρή απόφαση πήρε ο Θοδωρής Γκόνης και μας χάρισε την παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», από τον τίτλο του τρίτου και πιο εκτεταμένου κεφαλαίου του δεύτερου τόμου.

Μέσα σ’ ένα σκηνικό με φώτα νέον που θυμίζουν κλαμπάκι παλιότερων δεκαετιών τρεις ηθοποιοί σχολιάζουν τις επί μέρους θεματικές των φονικών ποιήσεων (μοιχεία, ζηλοτυπία, αδελφοκτονία κτλ) μέσα από καλοδιαλεγμένα παραδείγματα τραγουδιών από όλα τα μέρη της Ελλάδας ή των ελληνικών κοινοτήτων ανά τον κόσμο, στο ιδιαίτερο ιδίωμα του κάθε τόπου.

Ο σκηνοθέτης διαλέγει να στήσει την παράσταση με αναφορές στην stand up comedy σε αμερικάνικα μπαρ με θεατρική σκηνή. Το είδος τον βοηθά να αναδείξει το κοινωνικό και πολιτικό βάθος μέσα από την κωμική επίφαση, που αναδεικνύει περισσότερο την τραγική αδικία. Κάθε τραγούδι που παρουσιάζεται παίρνει τη μορφή αστυνομικού ρεπορτάζ που καταγράφει τις αποτρόπαιες λεπτομέρειες, τον θύτη και το θύμα, το κοινωνικό περιβάλλον και τις αντιδράσεις του. Οι ρυθμοί είναι ταχείς αλλά όχι βιαστικοί, ο λόγος εκφέρεται γρήγορα, αφήνοντας μια πικρή επίγευση γιατί όσα λέγονται δεν αφορούν ένα παραμυθένιο κόσμο χαμένο στη αχλύ του χρόνου αλλά και το σήμερα, όπου το άλλοθι του έρωτα εξακολουθεί να αναβαπτίζει με αγιότητα την βία.  Οι επιχρωματισμοί  ειρωνείας και σκωπτικότητας,  αναδεικνύουν την ακρότητα των περιπτώσεων και την ιδεολογία της πατριαρχίας που αναδύουν. Σ’ αυτό συντελούν και τα σχολιαστικά κείμενα που έχουν επιλεγεί με προσοχή και γνώση από την αρθρογραφία και δοκιμιογραφία του 19ου και 20ου αι. για να δείξουν μια άλλοτε φανερή και άλλοτε κεκαλυμμένη μισογυνία, που μερικές φορές εντυπωσιάζει είτε με την γκροτέσκα, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο επικίνδυνη, δαιμονοποίηση των γυναικών και άλλοτε με την ακρότητα των θέσεων και προτάσεών  της.  Δίπλα σ’ αυτά ακούγονται αποσπάσματα από τις Χίλιες και μία νύχτες  ή από το εμβληματικό παραμύθι του Περώ Κυανοπώγων. Η επιλογή έγινε από τον σκηνοθέτη, την Ελένη Στρούλια και τον Ανδρέα Ανδρέου, που έχουν όλοι μαζί επιμεληθεί το δραματουργικό μέρος.

Στην παράσταση θα λέγαμε πως συν-σκηνοθετούν τα γόνιμα μουσικά παντρέματα που πρότεινε ο Φώτης Σιώτας, ο οποίος έχει υπογράψει αρκετές σημαντικές δουλειές στη μουσική για θέατρο. Έτσι τα ματωμένα φονικά των ελληνικών δημοτικών ασμάτων ζευγαρώνουν και συνομιλούν με την ροκ μουσική και τα συντριμμένα κεφάλια των νεαρών γυναικών του Πόντου, της Πόλης ή της Ρούμελης συντροφεύονται από την Ελάιζα Ντέη («Wild Rose») του Νικ Κέηβ, τραγούδια του Τζων Λένον συναντούν ζηλότυπους συζύγους της Ανατολής, ενώ επιστρατεύεται ακόμα και ο Μπρεχτ («Τι έστειλε ο στρατιώτης») ίσως η λιγότερο επιτυχής αντίστιξη. Η πατριαρχία προφανώς δεν έχει σύνορα, έχει  απλώς διαφορετικούς τρόπους έκφρασης ανά κοινωνία και εποχή. Τα τραγούδια ερμηνεύουν ζωντανά στη σκηνή οι Αθηνά Λαμπίρη, Τάσος Μισυρλής και Δημήτρης Χατζηζήσης.

Τα σκηνικά επιμελήθηκε η Ελένη Στρούλια, τα κοστούμια η Ματίνα Μέγκλα, που προσπάθησε να συνενώσει και να υπερβεί εποχές, τοπικές παραδόσεις και φύλα. Οι τρεις ηθοποιοί που ανέλαβαν να παρουσιάσουν το υλικό λειτούργησαν με κέφι, σε υψηλούς τόνους και έδωσαν εξωστρεφείς ερμηνείες με χιούμορ. Ξεχωρίζουμε την έμπειρη Άννα Καλαϊτζίδου για τις  δηλητηριώδεις αποχρώσεις της, ενώ και ο Μιχάλης Τιτόπουλος και η Μαρία Χάνου προσέγγισαν με επάρκεια και δυναμισμό το υλικό που κλήθηκαν να διαχειριστούν.

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας κι αυτό μας θύμισε για άλλη μια φορά τον ρόλο που θα έπρεπε να παίζουν τα ΔΗΠΕΘΕ: φυτώρια δημιουργίας στον κόσμο της περιφέρειας. Αλλά αυτή την συζήτηση θα την κάνουμε άλλη φορά.

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…