«I wish it was the sixties» (Radiohead)
Οι τάσεις: Ενα αστέριπέφτει, πέφτει
Το γράφημα 1 παρουσιάζει την εκλογική επιρροή των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων – οι δύο όροι χρησιμοποιούνται εδώ ως συνώνυμοι, στη δυτική Ευρώπη, κατά την περίοδο 1950-2022. Περιλαμβάνει 13 χώρες για τις οποίες έχουμε πλήρεις σειρές εκλογικών δεδομένων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός που καθιστά δυνατή τη διαχρονική σύγκριση. Η μέτρηση επιτελείται ανά δεκαετία, ώστε η αποτύπωση των τάσεων να υπόκειται λιγότερο στις αναταράξεις και στα «γυρίσματα» των εκλογικών συγκυριών.
Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι. Η σοσιαλδημοκρατία έχει απολέσει το 35,5% της ισχύος που είχε τη δεκαετία του 1950. Η δυναμική είναι πτωτική και αφορά όλα τα υπό εξέταση κόμματα – χωρίς καμία εξαίρεση. Παίρνει δε τη μορφή μιας βραδείας, σταθερής, χωρίς σχεδόν διακοπή, πλαγιολίσθησης, η οποία πρωτοεμφανίζεται τη δεκαετία του 1970, επιβεβαιώνεται στις επόμενες δεκαετίες (κάθε νέα δεκαετία είναι χειρότερη από την προηγούμενη) και επιταχύνεται, μετατρεπόμενη σε ξεκάθαρη καθοδική κίνηση, από το 2000 και μετά. Ιδιαίτερα την περίοδο 2010-2022, μια δωδεκαετία αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων, η σοσιαλδημοκρατία υποχωρεί βίαια.
Ετσι, σε απόλυτους αριθμούς, η σοσιαλδημοκρατία χάνει 6,6 μονάδες στη διάρκεια περίπου 40 ετών (1970-2009) και 5,2 επιπλέον μονάδες στη διάρκεια της δωδεκαετίας 2010-2022 (από 26,6% την περίοδο 2000-2009 περνάει στο 21,4% στη διάρκεια της τελευταίας δωδεκαετίας). Στην πράξη, το 44% της συνολικής απώλειας εκλογικής ισχύος (σε σύγκριση με τις καλές δεκαετίες του 1950 και του 1960) έλαβε χώρα στη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων ετών. Με κανένα κριτήριο, αυτή η επιτάχυνση της πτώσης δεν μπορεί να ονομαστεί εκλογική «επιστροφή» της σοσιαλδημοκρατίας.
Υποχώρηση των ισχυρών παικτών
Τα γραφήματα 2 και 3 επικεντρώνονται σε δύο πολύ ισχυρές ομάδες κομμάτων. Στο γράφημα 2 αποτυπώνεται η δυναμική των τεσσάρων κομμάτων με τις υψηλότερες εκλογικές επιδόσεις κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Πρόκειται για κόμματα που αντιπροσώπευσαν μεταπολεμικά είτε την πιο «ολοκληρωμένη» εκδοχή του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (το σουηδικό, το νορβηγικό και το αυστριακό) είτε μια εξόχως διακριτή εκδοχή του, τον «εργατισμό» (το βρετανικό Labour). Τα κόμματα αυτά, με μεγάλη διείσδυση στην εργατική τάξη, αποτέλεσαν μεταπολεμικά τον πυρήνα της σοσιαλιστικής οικογένειας.
Η πτωτική κίνηση της σοσιαλδημοκρατίας, ήπια ή λιγότερο ήπια, διαρκεί περίπου μισόν αιώνα. Στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα, η σοσιαλδημοκρατία άλλαξε μέγεθος, «μίκρυνε».
Και τα τέσσερα έχουν σημαντικά αποδυναμωθεί, με τα δύο εξ αυτών (το αυστριακό και το νορβηγικό) να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, καταγράφοντας απώλειες εμφανώς μεγαλύτερες από τον μέσο όρο (-35,5%, βλ. γράφημα 1). Το σουηδικό SAP, κάποτε πραγματικό κόμμα-κοινωνία με ηγεμονικά χαρακτηριστικά, τα καταφέρνει καλύτερα, ενώ το Labour, παρότι σε παρατεταμένη, μέχρι τουλάχιστον πρόσφατα, κρίση, υποχωρεί λιγότερο, λόγω και της «προστασίας» που του παρέχει το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνεπώς, η χέβι μέταλ σοσιαλδημοκρατία του παρελθόντος –αυτά τα βαριά εργατικά τάνκερ που συνέβαλαν σημαντικά, μαζί με το ιστορικό SPD, στη διαμόρφωση του ελκυστικού σοσιαλδημοκρατικού brand name– έχει σημαντικά εξασθενήσει. Ακολουθούν και τα κόμματα αυτά, με διαφορετικούς ρυθμούς και «χρονικότητες», την καθοδική διαδρομή του συνόλου της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής οικογένειας.
Το ίδιο ισχύει για μία άλλη ομάδα ισχυρών κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ, το ισπανικό PSOE και το πορτογαλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, επωφελούμενα από τις μαύρες σελίδες της Δεξιάς στις χώρες τους, συγκρότησαν, για τουλάχιστον 20 χρόνια (δεκαετίες 1990 και 2000), τον ισχυρότερο εκλογικό πόλο εντός της σοσιαλιστικής οικογένειας. Επρόκειτο για μεγάλη τομή στην εκλογική ιστορία του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, καθώς για πρώτη φορά το εκλογικό κέντρο βάρους της Κεντροαριστεράς μεταφέρθηκε από τον Βορρά στον Νότο. Ειδικά δε το ΠΑΣΟΚ και το PSOE αποτέλεσαν, στην ως άνω περίοδο, το πιο ισχυρό εκλογικό δίδυμο (με την εξαίρεση των Εργατικών στη Μάλτα), στο σύνολο του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Εν τούτοις, η ωραία ιστορία του διδύμου δεν κράτησε πολύ. Η κρίση χρέους σάρωσε το ΠΑΣΟΚ (-79,5% σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1980) και αποδυνάμωσε σημαντικά (-40,8%) το PSOE. Αντιθέτως, οι Πορτογάλοι σοσιαλιστές κρατούν καλά. Με κριτήριο τη δεκαετία του 1980 φαίνεται να παρουσιάζουν μια μέση άνοδο της τάξης του 30,7%. Μία τέτοια κατανόηση είναι αναμφίβολα επιφανειακή, λόγω των πολύ κακών επιδόσεών τους στη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας. Στην πραγματικότητα, η επιρροή των Πορτογάλων σοσιαλιστών αποκρυσταλλώθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Σε σύγκριση, λοιπόν, με τις δύο αυτές δεκαετίες έχουν απολέσει μόνο 12,5% της μέσης επιρροής που είχαν – γεγονός που τους διαφοροποιεί θετικά στο σύνολο των Ευρωπαίων σοσιαλιστών. Το πιο αξιοσημείωτο, ωστόσο, αφορά την εξαιρετική επίδοσή τους στις εκλογές του 2022 (41,4%). Εδώ ναι, πρόκειται για «μεγάλη επιστροφή».
Χωρίς διακριτή θέση στον μεγάλο χάρτη των ιδεολογιών
Η πτωτική δυναμική των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι συστηματική: είναι σχετικά ισχυρή (οι απώλειες υπερβαίνουν το ένα τρίτο της παλαιάς ισχύος), αφορά όλες τις χώρες, επιβεβαιώνεται από δεκαετία σε δεκαετία, γίνεται εντονότερη με το πέρασμα του χρόνου, οδηγεί συστηματικά σε «μικρότερες» νίκες απ’ ό,τι στο παρελθόν, ενώ τείνουν να αυξηθούν οι περιπτώσεις παροδικών ή λιγότερο παροδικών «καταρρεύσεων» (πασοκοποίηση).
Ο όρος «εκλογική κρίση», ο οποίος παραπέμπει σε κάποιας μορφής οξεία αλλά σχετικά βραχύβια τάση, δεν προσιδιάζει στη νέα πραγματικότητα. «Σταθερή κρίση» δεν υπάρχει. Η πτωτική κίνηση της σοσιαλδημοκρατίας, ήπια ή λιγότερο ήπια, διαρκεί περίπου μισόν αιώνα. Στη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα η σοσιαλδημοκρατία άλλαξε μέγεθος, «μίκρυνε». Το κατώτερο εκλογικό status έχει πλέον γίνει κρίσιμο γνώρισμα της σημερινής ταυτότητάς της. Η αλλαγή μεγέθους είναι ιστορικών διαστάσεων – σηματοδοτώντας μια μείζονα αλλαγή στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού εκλογικού equilibrium.
Φυσικά, δεν είναι όλα σκοτεινά και μαύρα για τους σοσιαλιστές. Η εκλογική εξασθένηση χαρακτηρίζει σε σημαντικό βαθμό και τα κεντροδεξιά κόμματα, τάση που σχετικοποιεί την εκλογική υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατών. Επίσης, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παραμένουν, στην πλειονότητα των χωρών, ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, γεγονός που τους επιτρέπει να διατηρούν τη κυβερνητική τους ικανότητα και, άρα, την εκλογική τους ανταγωνιστικότητα. Η δε απειλητική άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων τούς δίνει ένα ρόλο προοδευτικού αντίβαρου που συνέβαλε, στις πρόσφατες σουηδικές και ιταλικές εκλογές, στη μικρή ενίσχυση της Κεντροαριστεράς.
Χωρίς όµως να έχουν υπέρ τους, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, την «πολιτική δύναμη των οικονομικών ιδεών» (Peter Hall), δεν μπορούν να πάνε μακριά. Η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει τη μάχη της τοποθέτησης στο μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο. Δεν έχει καταφέρει να ανανεώσει την ισχυρή θέση που κατείχε στον μεγάλο χάρτη των οικονομικών και πολιτικών ιδεολογιών. Η σοσιαλδημοκρατία ιστορικά υπήρξε πριν από όλα κοινωνικοοικονομική Αριστερά και δευτερευόντως (αν και ταυτόχρονα) πολιτισμική Αριστερά. Σήμερα αυτό τείνει να αντιστραφεί. Αυτή η «αντιστροφή» μειώνει τη δυνατότητα των σοσιαλδημοκρατών να συνδεθούν με τις –έτσι ή αλλιώς πολυδιασπασμένες– λαϊκές τάξεις. Πράγματι, όσο η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί ως «πολιτισμική» Αριστερά τόσο διαιρείται το δικό της εκλογικό σώμα και τόσο ενισχύεται, αλλά και ενοποιείται, το εκλογικό σώμα των ακροδεξιών κομμάτων. Αυτά τα τελευταία έλκουν πιο εύκολα τα λαϊκά στρώματα, τα οποία απωθούνται τόσο από τον «δικαιωματισμό» των σοσιαλδημοκρατών όσο και από την αναποτελεσματικότητα των αναδιανεμητικών πολιτικών τους. Ο σοσιαλδημοκρατικός πολυσυλλεκτισμός, χωρίς μία ελκτική αριστερή οικονομική φιλοσοφία (economic leftism) στο επίκεντρό του, δεν συνιστά αβλαβή εκλογική δραστηριότητα, όπως ξεκάθαρα έδειξαν οι αριθμοί που προηγήθηκαν.