Joseph Roth, Ιώβ. Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου (μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου), Άγρα 2013, σσ. 230

Ο Μέντελ Σίνγκερ είναι 30 χρονών. Είναι ευσεβής Εβραίος και πάμφτωχος: επιβιώνει διδάσκοντας τη Βίβλο σε μια δωδεκάδα εξάχρονων μαθητών. Με τη Δεβώρα έχουν τρία παιδιά: «Δυνατός, βαρύς μεγαλόσωμος σαν αρκούδα είναι ο μεγάλος γιος ο Γιόνας, πονηρός και σβέλτος σαν αλεπού ο μικρός Σεμάργια, κοκέτα κι επιπόλαιη σαν γαζέλα η αδελφή τους Μύριαμ» (σ. 31). Το σπίτι τους και ο χώρος διδασκαλίας είναι ένα: η Δεβώρα θηλάζει «λες και βύζαινε όλους όσοι ήταν μέσα στην κάμαρα» (σ. 13). Τα παιδιά του ζευγαριού κοιμούνται πάνω σε σακιά.

Τα δυο αγόρια, λίγο πριν τα 18, είναι από άλλους κόσμους, αλλά συνεργάτες. Η αδελφή τους, η Μύριαμ, «λεπτή, λυγερή, σκιά φευγαλέα, πρόσωπο μελαχρινό, μεγάλο κόκκινο στόμα, μαντίλι χρυσοκίτρινοι δεμένο κάτω από το σαγόνι της», έχει αρχίσει να νιώθει το σώμα της: γλιστράει από το χέρι της μάνας, χάνεται από το βλέμμα της, ρίχνει στους αξιωματικούς της φρουράς «ματιές προς τα πίσω, δολώματα για τους κυνηγούς» (σ. 32).

Η Δεβώρα ανέχεται τον Μέντελ με το ζόρι: «Στα μάτια της ήταν πολύ λίγος. Τούριχνε το φταίξιμο για τα παιδιά, για την καινούρια γκαστριά της, για την ακρίβεια, για τις τιποτένιες αμοιβές του, συχνά τον κατηγορούσε ακόμα και για την κακοκαιρία» (σ. 11).

Η έλευση του τρίτου γιου του ζευγαριού, του Μενουχίμ, κλονίζει τη μιζέρια της οικογένειας: την κάνει απόγνωση. Ο μικρός είναι επιληπτικός. Ο πατέρας αρνείται να τον πάνε στο νοσοκομείο («Θέλεις να μεγαλώσει ανάμεσα σε ρωσάκια; Να μην ακούει τον άγιο λόγο του Θεού;»). Και τα αδέρφια δεν αντέχουν την προσοχή που κλέβει ο άρρωστος εχθρός αδελφός τους από τη μαμά. Κάνουν να τον δολοφονήσουν, αλλά ο μικρός τη σκαπουλάρει – «γερός σακάτης» (σ. 25). Σκουντουφλάνε πάνω στο καλάθι που έχει ο μικρός να κοιμάται, αντί για κούνια, και ο πατέρας τους τσακίζει στο ξύλο:

Έλυσε τη ζώνη του και την ανέμισε. Λες και το πετσί της ανήκε στο κορμί του, λες κι ήταν η φυσική προέκταση του χεριού του, ένιωθε ο Μέντελ κάθε μαστιγιά στις πλάτες των γιων του. Τρομερός σαματάς ξέσπασε μέσα στο μυαλό του. Οι προειδοποιητικές κραυγές της γυναίκας του έπεσαν μέσα στον δικό του χαλασμό, βούλιαξαν ασήμαντες και χάθηκαν. Ήταν σαν να’χυνε κανείς ποτήρια με νερό σε ανταριασμένη θάλασσα (σ. 22).

Κι ύστερα έρχεται ο πόλεμος. Οι μεγάλοι γιοι κληρώνονται για να υπηρετήσουν. Κι η μάνα, που μέχρι τώρα χτυπούσε το κεφάλι πάνω στα μνήματα των προγόνων της, εκλιπαρώντας τους να μεσολαβήσουν για να γίνει καλά ο μικρός Μενουχίμ, τώρα πασχίζει να αρρωστήσει τα δυο γερά της παιδιά, τα μεγάλα, μήπως κριθούν ακατάλληλα για το στρατό. Μάταια.

Μέσα στο πρώτο παγκόσμιο σφαγείο, ο Γιόνας και ο Σεμάργια κατατάσσονται. Γρήγορα βεβαιώνουν στους γονείς πόσο διαφορετικοί είναι μεταξύ τους, παραμένοντας όμως ό,τι ήταν πάντα τους – «συνεργάτες». Ο Σεμάργια λιποτακτεί και φεύγει στην Αμερική, φροντίζοντας να σβήσει τα ίχνη της σχέσης με τον αδερφό του, για να μην τον στιγματίσει – ο Γιόνας γράφει από το μέτωπο στους γονείς, παρακαλώντας το θεό να μη ξεσυνεριστεί το «αμάρτημα» του αδελφού του.

***

Είμαι στις πρώτες σελίδες του Ιώβ, του Γιόζεφ Ροτ (1894-1939). Ο «κόκκινος Γιόζεφ» (έτσι υπογράφει τα κείμενά του στη Vorwärts, μια από τις εφημερίδες της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας το 1922), μολονότι ανίκανος για στράτευση, κατατάσσεται εθελοντικά στο ανατολικό μέτωπο με τον αυστρο-ουγγρικό στρατό: είναι 1916. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, ο Ροτ, γιος εβραϊκής οικογένειας εμπόρων της αυστριακής Γαλικίας (της σημερινής Ουκρανίας) γίνεται σοσιαλιστής. Αρθρογραφεί στον γερμανικό Τύπο, ακόμα και όταν η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας τον διώχνει από το Βερολίνο – πρώτα για την Αυστρία, μετά για το Παρίσι, κι έπειτα για τη Ρωσία, όπου το 1926 επικρίνει τους Σοβιετικούς.

Ο Ροτ γράφει τον Ιώβ το 1930:  η γυναίκα του, Φρηντλ, είναι ήδη άρρωστη (οι γιατροί μιλούν για σχιζοφρένεια) και τα άθλια οικονομικά του τον οδηγούν στο ποτό και στη συνεργασία με μια αντιδραστική εθνικιστική εφημερίδα της Γερμανίας (προτού αυτή μετεξελιχθεί στην προοδευτική Süddeutsche Zeitung).

Διαβάζεις τον Ιώβ και δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι γράφτηκε με τον Ροτ να πίνει χωρίς σταματημό: είναι ένα κομψοτέχνημα. Συμφωνώ: τα βιογραφικά των συγγραφέων πρέπει να καταλαμβάνουν μικρό μόνο χώρο, καλύτερα στο πίσω μέρος του μυαλού, ιδίως αν πρόκειται για λογοτέχνες του μεγέθους του Ροτ. Όμως εδώ γράφει, ενώ ο κόσμος καταρρέει, ένας σοσιαλιστής που ξέρει καλά τη φτώχεια, την αρρώστια και τον πόλεμο.

Γυρνάω στο βιβλίο: λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος, η οικογένεια των Σίνγκερ βλέπει τη ζωή να γίνεται…

χρόνο με το χρόνο ακριβότερη. Οι σοδειές φτωχότερες. Τα καρότα γίνονταν πιο μικρά, τ’ αυγά πιο άδεια. Οι πατάτες παγωμένες. Οι σούπες αραιές και άνοστες. Τα ψάρια μικρά, οι κυπρίνοι αδύνατοι και οι λούτσοι γεμάτοι αγκάθια, οι πάπιες κοκαλιάρες, οι χήνες σκληρές και οι κότες ένα τίποτα (σ. 11).

Δεν πιστεύω στην επανάληψη της ιστορίας – και μου φαίνεται μαζοχιστικό να μαζεύουμε «τεκμήρια» για να τη βεβαιώσουμε. Πιστεύω, όμως, στη δύναμη της λογοτεχνίας να θυμίζει από πού ήρθαμε, φτάνοντας σε εκείνες τιυς χορδές μας που τα βιβλία Ιστορίας, όσο πολύτιμα κι αν είναι, δεν φτάνουν.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…