Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα 1962-2018, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2020, σσ.: 194.

Ξεκινούσα να γράφω για τον μικρό τόμο με τα ποιήματα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, βασικού στην «παρέα» των Σημειώσεων, όταν έπεσα σε μια λιτή ανακοίνωση στη σελίδα των εκδόσεων «Πανοπτικόν»:

Το περιοδικό «Σημειώσεις», για λόγους αρχής, δεν αποδέχεται την «τιμητική διάκριση» που του απένειμε για το 2021 η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων. 23.3.2022 (Εκ μέρους των συντελεστών του περιοδικού).

Ίσως αυτός είναι ο απλούστερος τρόπος να «συστήσει» κανείς τον Λυκιαρδόπουλο – αν υποθέσουμε ότι χρειάζεται συστατικές ένας σεμνός άνθρωπος που υπογράφει ποιήματα, δοκίμια και μεταφράσεις έξι δεκαετίες τώρα, φροντίζοντας να μη στερέψουμε.

Για τις Σημειώσεις και τον Λυκιαρδόπουλο, που είναι η «ψυχή» τους, ένα βραβείο κρατικό δεν είναι τιμή αλλά ψόγος, αταίριαστος έπαινος, λόγος καχυποψίας. Γι’ αυτό και είναι εκδόσεις σαν το «Πανοπτικόν» (ή το «Ύψιλον» και φυσικά τον «Έρασμο») που παίρνουν τη σκυτάλη –την ευθύνη– να βρει το κοινό της, παλιό και νεότερο, η σπορά δεκαετιών που άφησαν ο Λαμπρίδης, ο Λεοντάρης, ο Μαρκίδης, η Κοσέρη, ο Μέσκος.

***

Το 2020, το «Πανοπτικόν» συγκέντρωσε σε έναν μικρό τόμο πενηνταέξι χρόνια ποιήματα του Λυκιαρδόπουλου. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της συλλογής, καταλαβαίνεις ότι αυτό το πενηνταέξι έχει την τιμητική του, όντας κάτι σαν πυξίδα: σε ένα σχόλιο «αναδρομικό», του 1991, ο Λυκιαρδόπουλος γράφει πως το ’56 είναι «ο θάνατος ενός μύθου, που καλύφθηκε τότε από τον μύθο ενός πένθους – αλλά το ίδιο το πένθος δεν υπήρξε».

Τι πέθανε και δεν άξιζε να το πενθείς; Με την επέμβαση των πραιτόρων της Σοβιετίας, το ’56 βάφτηκε στο αίμα η επανάσταση στην Ουγγαρία. Πάνω από 2.500 Ούγγροι σκοτώθηκαν και γύρω στους 200.000 πήραν το δρόμο της προσφυγιάς.

Αν δεν κινδύνευε να σχετικοποιήσει κανείς ασεβώς αυτή τη σοβιετική φρικαελεότητα, θα έλεγε πως το ’56 ήταν ο «προσεισμός» του παγκόσμιου ’68, της εξέγερσης με τις δύο πρωτεύουσες: το Παρίσι και την Πράγα. Το ’56 ήταν ο πρώτος θάνατος της μυθικής ελπίδας στη Σοβιετία, για όσες και όσους –για εκατομμύρια δηλαδή–, συνέχισαν να ελπίζουν σε αυτήν, ακόμα και μετά τις δίκες, τα στρατόπεδα, τον ισπανικό εμφύλιο. Για τον Λυκιαρδόπουλο, ήταν θάνατος που δεν του άξιζε πένθος. Ήταν όμως και οδοδείκτης: σου έδειχνε πού να μην πας, ποιο δρόμο να μη συνεχίσεις. Σου έδειχνε μια Αριστερά της ασυνέχειας.

Οι συντελεστές των Σημειώσεων, ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς οι περισσότεροι, κινήθηκαν ασυνεχώς αλλά όχι χωρίς έρμα, μεταξύ ποίησης, ψυχανάλυσης και «αιρετικής» πολιτικής – τροτσκιστικής (όπως ο Μανόλης Λαμπρίδης) ή αναρχίζουσας. Ασυνεχώς, δηλαδή χωρίς βεβαιότητες, με μια κάποια απόσταση – όχι όμως ιδιωτεύοντας. Η ποίησή τους δεν ήταν, λοιπόν, «αντανάκλαση», αλλά μια γλώσσα της ιστορίας τους: μια γλώσσα που φαινόταν να μη μιλιέται πια:

μα όλο πιο ξένος

όλο πιο ξένος πια σε ονειρεύομαι

γιατί ονειρεύομαι σε μια καταργημένη γλώσσα

(«Σήματα Μορς», σ. 177)

Η ποίηση είναι ποίηση, η πολιτική πολιτική. Συναντιούνται, μόνο όμως για να κάνει καθεμία τη δουλειά της μετά, μόνη της, αλλά ποτέ όπως πριν. Ένα από τα ποιήματα, με αρχικά «Σ.Π.» και ημερομηνία 23.7.65, κοιτάζει την Αθήνα των Ιουλιανών:

Κόντρα στο δακρυγόνο και στο ραδιόφωνο

κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών

κόντρα σε σένα και σε μένα

που θα ‘μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.

Έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου

όλα χαμένα σαν τα είκοσί μου χρόνια

κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο

παίρνει τα στήθη πού’ φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και

βρισιές

– έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από άλλες μέρες

τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια

τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα

έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.

(V., σ. 41 – από τη συλλογή «Σημειώσεις για μια επέτειο γενεθλίων»)

Η απόσταση από τη στρατευμένη πολιτική δεν είναι απόσταση από την ιστορία. Όταν οι φάκελοι των αριστερών καίγονται στη Χαλυβουργική, λες και η συμφιλίωση έπρεπε να σημαίνει παραγραφή και λήθη εγκλημάτων, ο Λυκιαρδόπουλος γράφει γι’ αυτή την εξαναγκασμένη εκκένωση της μνήμης:

Οικολογική αποτέφρωση

φρονημάτων

– έστω λοιπόν

ας ολοκληρωθεί το μάταιο

 

να επιστρέψει το λευκό στο χαρτί

να επιστρέψει το χαρτί στο δέντρο

να ανεβεί ψηλά

καπνός

η ψυχή.

(«Χαλυβουργική» ’89, σ. 173)

***

Πρώτη αφορμή για να φέρω τον τόμο με τα ποιήματα στο «Κομοδίνο» ήταν –θα γελάσετε– η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στις αρχές της εβδομάδας. Για την ακρίβεια, ήταν η σκέψη ότι χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο «ειδικές» μέρες για να θυμόμαστε τι μας χρειάζονται τα ποιήματα και οι ποιητές. Σαν αυτοκριτική, ξεφυλλίζω το «Ραγισμένο ταμπούρλο», το «Υπό ξένην σημαία» και τα «Ποιήματα του μανδαρίνου», χαμογελώντας γιατί ο Λυκιαρδόπουλος περιφρονεί τις κρατικές τιμές, ως ποιητής που δεν στέρεψε.

Η φωτογραφία είναι της Αναστασίας Δεληγιάννη από το διήμερο που έκαναν οι Φίλοι των Σημειώσεων για το περιοδικό στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη Οκτώβρη του 2017.

Διαβάστε επίσης