«Γύρισε και κοίταξε ξανά τους δύο γέρους, κι ύστερα πάλι το λατομείο, με το περίστροφο να κρέμεται βαρύ κι έτοιμο να πέσει απ’ το δεξί του χέρι και με το στόμα του μισάνοιχτο, σαν ν’ αντίκριζε τ’ απομεινάρια μιας εφιαλτικής μέρας. Μιας μέρας από εκείνες που χωρίζουν τη ζωή όσων επιζούνε στο πριν και το μετά.

”Εδώ έγινε πόλεμος κανονικός. Έχετε τρελαθεί;

Ο Ιταλός φόρεσε το σακάκι του μ’ έναν μορφασμό δυσφορίας στο μικρό του μούτρο. Σήκωσε απ’ το χώμα το παλιό υποπολυβόλο και κοίταξε στραβά τον Άρη.

“Μικρέ”, είπε καθώς περνούσε το λουρί του λασπωμένου Τόμσον στον ώμο του. “Ήρθες εδώ και σκάλισες τις στάχτες. Και τώρα απορείς με τη φωτιά;”»

Το «Κακό χαρτί – Balada para un loco» του Κώστα Μουζουράκη από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο. Όχι μόνο για τους καταπληκτικούς χαρακτήρες του, την ευφυή πλοκή του, την αρτιότατη λογοτεχνική γραφή του και τους ωραίους διαλόγους του, αλλά και επειδή διαθέτει ένα μοναδικό, ίσως, χαρακτηριστικό για ελληνικό νουάρ μυθιστόρημα: Δεν έχει κεντρικό ήρωα αστυνομικό, έστω αντιφατικό, περιθωριακό ή αποσυρμένο. Εδώ πρωταγωνιστούν ένας νεαρός μοναχικός λύκος χαρτοκλέφτης, ο Άρης, και τρεις ηλικιωμένοι, ο Καπετάνιος, ο Δάσκαλος και ο Ιταλός, που, κουβαλώντας ο καθένας τη δική του βαριά ιστορία, συναντιούνται σε ένα ορεινό χωριό και δίνουν τη δική τους τρυφερή και ανελέητη μάχη.

Με φόντο, λοιπόν, τα αγαπημένα του στερεοελλαδίτικα βουνά, ο Μουζουράκης περιπλανιέται στην εαμοελασίτικη ιστορία, αναμεμειγμένη με πολλές δόσεις πόκερ, και περιγράφει μια μεγαλειώδη σύγκρουση των αδύνατων (;) με το Κακό, εν προκειμένω τη λούμπεν συμμορίτικη αστική τάξη της ευρύτερης –και όχι μόνο– περιοχής. Στο βιβλίο δεσπόζει το μουζουράκειο σύμπαν της αγάπης για τα βουνά, τα καφενεία, την κομμουνιστική ιστορία και τους γέρους – ξέρετε, ένας καλός άνθρωπος μπορεί να μην αγαπάει τα παιδιά, αλλά αποκλείεται ένας καλός άνθρωπος να μην αγαπάει τους γέρους… Και όλα αυτά δοσμένα με ένα γοητευτικό μείγμα λογοτεχνικής μαεστρίας και αυθεντικής λαϊκότητας.

Άντε, Κώστα, περιμένουμε πώς και πώς το καινούργιο βιβλίο σου!

Νίκος Γιαννόπουλος

Διαβάστε επίσης