Mια σύντομη κριτική για τη νουβέλα “Ο Κατάδικος” του Κωνσταντίνου Θεοτόκη
Περνώντας από το παλαιοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς βρήκα πριν λίγες εβδομάδες τον «Κατάδικο» και «Η τιμή και το χρήμα» σε ένα μικρό βιβλιαράκι, εκδόσεις πελλα, χ.χ., του Κωνσταντίνου Θεοτόκη στην προνομιακή τιμή των 0,50 ευρώ. Το πήρα βιαστικά και την επόμενη ξεκινούσα το διάβασμα.
Πολύ έντονες ξεπηδούσαν κατά την ανάγνωση οι σκηνές από το ομώνυμο σήριαλ «Ο Κατάδικος» που προέβαλε η ΕΡΤ τη δεκαετία του ’80 με τον πρωταγωνιστή να επαναλαμβάνει «δεν τον σκότωσα εγώ» «ε, τότε ποιος τον σκότωσε;» «εγώ προδότης δε γίνομαι». Πρώτη επαφή με έναν ζοφερό πραγματικό και εσωτερικό κόσμο, σκοτεινές εικόνες και αργή εξέλιξη της πλοκής. Και πρώτη επαφή εν αγνοία μου με το έργο του Κ. Θεοτόκη.
Η γραφή του Κ. Θεοτόκη είναι εξαιρετική. Χωρίς εξαντλητικές περιγραφές – που συνηθιζόταν στην εποχή του – ηθογραφεί άψογα τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριές του. Οι χαρακτήρες τους δεν παρουσιάζονται μονοδιάστατοι, στατικοί. Έχουν σκαμπανεβάσματα στη διάθεσή τους, στο πώς τοποθετούνται στις συνθήκες της καθημερινότητας, στο πώς παίρνουν αποφάσεις για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής.
Ο Κ. Θεοτόκης παρουσιάζει υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης με τον κάθε χαρακτήρα. Μπαινοβγαίνει με άνεση από τον χαρακτήρα του Πέτρου σε αυτόν της Μαργαρίτας, στον άντρα της, στον Τουρκόγιαννο. Τον βασανίζουν εξίσου τα πάθη της καρδιάς και του σώματος, η σχέση με τη γη και τα ζώα, το δίλημμα μεταξύ της ηθικής στάσης σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του και της απαλλαγής από τα δεινά της σκληρής φυλακής του Τουρκόγιαννου. Είναι όμως και μεγαλόψυχος μαζί τους. Προσφέρει το δώρο της εξομολόγησης στον «κακό» και με την τροπή που παίρνει η εξέλιξη της ιστορίας και το δώρο της συχώρεσης.
Όμως η ανάγνωση του βιβλίου του Κ. Θεοτόκη δεν περιορίζεται στην ηθογραφία. Η τοποθέτηση του συγγραφέα είναι εντελώς ξεκάθαρη: όταν κάνει αναφορά στον Λομπρόζο και σε λοιπούς εγκληματολόγους, όταν καταγγέλλει τις συνθήκες κράτησης και απονομής δικαιοσύνης. Όταν κριτικάρει τη δικαστική εξουσία και την «τυφλή» δικαιοσύνη. Όταν βάζει τη Μαργαρίτα να λέει ότι ο άντρας της δεν την έδερνε, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους άντρες του χωριού.
Όμως το διήγημα – η νουβέλα – δεν είναι σε καμιά περίπτωση μανιφέστο. Και αυτή είναι η γοητεία του. Μέσα από τα λόγια του παντογνώστη αφηγητή αποτυπώνεται η πολιτική τοποθέτηση του συγγραφέα, ενός πρωτοπόρου επτανήσιου του 19ου αιώνα, δημοτικιστή και σοσιαλιστή, χωρίς μεγαλοστομίες και ξύλινη γλώσσα και κυρίως χωρίς να έρχεται σε δεύτερη μοίρα ο λογοτεχνικός στόχος της τέρψης και της αισθητικής ικανοποίησης.
Το βιβλίο δεν είχε σασπένς για μένα. Ήξερα το στόρυ. Όμως ανυπομονούσα να διαβάσω τις επόμενες σελίδες. Την ώρα που το διάβαζα προσηλωμένη, μερικές φορές όρθια στο τρόλεϊ και στριμωγμένη στο μετρό, αποτελούσε έξοδο διαφυγής από την πραγματικότητα και ευκαιρία να σκηνοθετήσω με τα δικά μου σκηνικά και πρόσωπα την ιστορία. Άλλωστε αυτή δεν είναι η μαγεία της λογοτεχνίας;