Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Μαρξ. Τρόπος χρήσης (μτφρ.: Γιάννης Καυκιάς), ΚΨΜ 2010, σσ.: 254

204 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ, σκέφτομαι πως ένα από τα σοβαρά κατορθώματα των αντιπάλων του (και των δικών μας αντιπάλων) είναι αυτή η βαθιά ριζωμένη μαρξοφοβία που συναντάει κανείς και στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα: εκτός από «παλιακός», ο Μαρξ θεωρείται αυτονόητα «απρόσιτος», «ερμητικός», βλοσυρός σαν «οικονομολόγος» – πέρα, βεβαίως, από «δογματικός» (σα να λέμε «πολύ ΚΚΕ»). Κι ας είναι γραμμένα τα περισσότερα βιβλία του για να διαβαστούν από πλατύ κοινό. Κι ας μην είναι ο κανόνας στο έργο του οι περίπλοκες εξισώσεις και τα διαγράμματα (καθόλου κακά από μόνα τους, κατά τα λοιπά).

Ακαδημαϊσμός

Παραδόξως, ένας από τους λόγους αυτής της φοβίας είναι το πόσο καλά τα πήγε ο μαρξισμός στο Πανεπιστήμιο, τουλάχιστον ως και μια προηγούμενη περίοδο: μέχρι και τη δεκαετία του ’50, αυτές και αυτοί που μελετούσαν το έργο του Μαρξ στον δυτικό κόσμο ήταν κυρίως λαϊκοί άνθρωποι των κομματικών οργανώσεων. Αργότερα, μαρξιστές διανοούμενους θα έβγαζαν κυρίως οι πανεπιστημιακές σχολές: δευτερευόντως οι οργανώσεις. Το ίδιο, με τη γνωστή καθυστέρηση, και στην Ελλάδα: τον αέρα ελευθερίας που φυσούσε στη Μεταπολίτευση, τον ένιωθε κανείς, μεταξύ άλλων, στην άνθιση εκδοτικών οίκων ξεχασμένων σήμερα («Νέοι Στόχοι», «Κάλβος», «Μπάυρον», «Προγκρές»), χώρια η «Σύγχρονη Εποχή» και το «Θεμέλιο», που θεωρούσαν υποχρέωσή τους να βγάζουν Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Δεν το έκαναν για κάποιες ακαδημαϊκές ελίτ, φτασμένες ή εκκολαπτόμενες, αλλά για μαθητές, φοιτητές, ανθρώπους της δουλειάς.

Το κρίσιμο, και εδώ, ήταν οι οργανώσεις: η γενιά της Αντίστασης δεν έπαιζε τον Μαρξ στα δάχτυλα, αλλά οι επόμενες δύσκολα στέκονταν ανάμεσα στους συντρόφους τους και, πολύ περισσότερο στους συντρόφους της «άλλης άποψης», αν δεν κατείχαν τα «βασικά». Σήμερα, με την εξαίρεση ίσως των κομματικών σχολών του ΚΚΕ και κάποιων αξιόλογων εκδοτικών εγχειρημάτων του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, ο μαρξισμός αναγνωρίζεται ως υποχρεωτική αναφορά κυρίως σε επιθεωρήσεις και σχολές κοινωνικών επιστημών: Πολύ περισσότερο ως επιστημονική θεωρία (ιδιότυπη, συγκρουσιακή, «σχισματική»). Πολύ λιγότερο ως ιδεολογία μαζών ή πλαίσιο για την πολιτική δράση. Όπου υπάρχουν μαρξιστές, μαρξίζοντες ή προοδευτικοί ακαδημαϊκοί –λίγο ως πολύ, δηλαδή, το κοινό που συμβάλλει και στις σημαντικές επιθεωρήσεις–, εκεί χαίρει και ο Μαρξ μεγάλης εκτίμησης. Ως εκεί όμως.

Από τη σελίδα των εκδόσεων ΚΨΜ

Ο μαρξισμός-ως-ακαδημαϊκό-ανάγνωσμα είναι κάτι παρόμοιο με την Αριστερά-ως-πολιτιστική-τάση: καλό που υπάρχουν και τα δύο, πολιτικά όμως είναι ακίνδυνο. Γι’ αυτό και το βιβλιαράκι του Ντανιέλ Μπενσαΐντ μου φαίνεται πιο χρήσιμο κι από δέκα συλλογικούς τόμους για τον Μαρξ και τον μαρξισμό: γιατί με απλότητα και αμεσότητα σπάνια, σε ύφος σχεδόν προσωπικό, εξηγεί πράγματα απαιτητικά, σε βάθος και για πολύ κόσμο. Γιατί εξοικειώνει την αναγνώστρια με τη ζωή και το έργο του Μαρξ, χωρίς να πνίγει το έργο στη βιογραφία. Και γιατί, πέρα από τον Μαρξ, βάζει στο «παιχνίδι» και κάμποσους μαρξιστές (ακόμα και αυτούς με τους οποίους ο Μπενσαΐντ δεν είναι πολύ κοντά, όπως οι αναλυτικοί), χωρίς το άγχος των διαρκών παραπομπών, του επιστημονικού ύφους και της σπουδαιοφάνειας. Βοηθάνε πολύ σε αυτά τα σκίτσα του Σαρμπ και βεβαίως η εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Καυκιά (μεταφραστή και του Ο Μαρξ της εποχής μας του Μπενσαΐντ, που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Τόπος).

Στις σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε τον Μαρξ να δηλώνει «ερωτευμένος από τα μαλλιά της κεφαλής ως τα νύχτα των ποδιών» με την Τζέιν Βεστφάλεν, τον βλέπουμε να εξοργίζει τον πατέρα του για την ατημελησία του και τη σκορποχεριά, να σπαταλά με την Τζέιν την προίκα της μέσα σε λίγες εβδομάδες, να παραιτείται από την πρωσική υπηκοότητα οικειοθελώς και να γίνεται άπατρις, να τα βγάζει πέρα με το ζόρι ως δημοσιογράφος. Αλλά και να γράφει από το Παρίσι:

Δεν προεικάζουμε τον αυριανό κόσμο με βάση τη δογματική σκέψη, αλλά θέλουμε, αντιθέτως, να βρούμε τον νέο κόσμο στο τέρμα της κριτικής του παλιού. Η δουλειά μας δεν είναι να οικοδομήσουμε το μέλλον και να χαράζουμε τελεσίδικα σχέδια για την αιωνιότητα, και τούτο καθιστά ακόμα πιο ολοφάνερο αυτό που οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε στο παρόν΄ εννοώ τη ριζοσπαστική κριτική κάθε υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ριζοσπαστική με την έννοια ότι δεν φοβάται τα ίδια της τα αποτελέσματα ούτε τις συγκρούσεις με τις κατεστημένες δυνάμεις. Δεν παρουσιαζόμαστε στον κόσμο ως δογματικοί με ένα νέο αξίωμα: ορίστε η αλήθεια, γονατίστε και προσκυνήστε τη! Φέρουμε στον κόσμο τις αρχές που ο κόσμος ανέπτυξε ο ίδιος στους κόλπους του. Του δείχνουμε μόνο για ποιο πράγμα ακριβώς μάχεται (σ. 30).

 

Ο Μαρξ και το κόμμα (με Κ πεζό)

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό που ξεκινά με το ερώτημα «Γιατί η κομματική στράτευση του Μαρξ και του Ένγκελς είναι ασυνεχής;»:

Το κόμμα όπως το εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς παρουσιάζεται περισσότερο ως μια μεταβατική μορφή ανάμεσα στις μυστικές συνωμοτικές εταιρείες –όπως οι Καρμπονάροι του Μπουοναρότι και η Εταιρεία των Εποχών του Μπλανκί– και στα σύγχρονα κόμματα, των οποίων η μεγάλη γερμανική Σοσιαλδημοκρατία τής πριν από το 1914 περιόδου έμελλε να αποτελέσει πρότυπο (σ. 117).

Η «Ένωση των Κομμουνιστών», το κόμμα για το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν το «Μανιφέστο» το 1848, έπαψε να υπάρχει μόλις το 1952: «με δική μου πρόταση», γράφει σε ένα γράμμα ο Μαρξ.

«Οι δυο παλιόφιλοι», εξηγεί ο Μπενσαΐντ, «δεν είναι φετιχιστές της οργάνωσης. Δύο φορές μάλιστα δεν δίστασαν να βουλιάξουν τις οργανώσεις στην οικοδόμηση των οποίων είχαν συμβάλει, την Ένωση των Κομμουνιστών το 1852 και την Α’ Διεθνή το 1874 […] Αυτές οι ασυνέχειες έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με τη μακροζωία και τον συντηρητισμό των μεγάλων σύγχρονων κοινοβουλευτικών κομματικών μηχανισμών (σ. 119).

Υπάρχει όμως, εδώ, άλλη μία αντίθεση – και αυτή αφορά τις αντιλήψεις για το κόμμα του Λένιν. Ενώ στους Μαρξ και Ένγκελς το κόμμα είναι κυρίως παιδαγωγός της εργατικής τάξης, που ανιχνεύει την πορεία της χωρίς να πρέπει να υπάρχει για πάντα, για τον Λένιν είναι μια διαρκής αναγκαιότητα: αν η επαναστατική κρίση είναι κρίση που αφορά τις σχέσεις όλων των τάξεων, ο αγωνιστής του κόμματος δεν είναι απλά ένας καλός συνδικαλιστής, όπως αντίστοιχα το κόμμα δεν αντανακλά απλά τις ταξικές σχέσεις. Παρεμβαίνει  σε όλα τα στρώματα, δρα στις βίαιες εκρήξεις και στις περιόδους της ηρεμίας σε όλη τη χώρα – είναι ένα είδος στρατηγού, που δεν γίνεται να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανάλογα με τη συγκυρία.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…