[Η ταξική πάλη δεν αποτελεί ιδέα του Μαρξ ή κάποιο απλό προπαγανδιστικό σύνθημα, η ταξική πάλη υπάρχει. Η μπουρζουαζία αναγκάστηκε όχι μόνο να την αναγνωρίζει, αλλά και να της δώσει θεσμική υπόσταση, ορίζοντας νομικά δικαιώματα και όρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προβληματική του ανθρώπου εισδύει όχι μόνο στους προβληματισμούς του νομοθέτη, αλλά και στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει το εργοστάσιο.]

Το ημερολόγιο ενός εργάτη της Renault 1956-1958 – Daniel Mothé, μτφρ Φωτεινή Τσαλούχου, εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, 2015 σσ 181

Συνήθως η αριστερή διανόηση και καθοδήγηση πάσχει από μια δυσανεξία όταν το ίδιο το υποκείμενο Εργάτης παίρνει το λόγο και πόσο μάλλον όταν αυτά που λέει πατάνε ή βγαίνουν εκτός γραμμής. Το υποκείμενο του οποίου το σώμα γίνεται πραγματικό πεδίο εφαρμογής της πάλης των τάξεων σε πρακτικό και όχι θεωρητικό επίπεδο, τα χεριά του οποίου σκάνε, γίνονται ξερά, ξεφλουδίζονται και μερικές φορές -καθόλου σπάνια- ακρωτηριάζονται, αυτό το υποκείμενο δεν είναι άλλο από τον εργάτη.

Ο Ντανιέλ Μοτέ γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1924, ενηλικιώθηκε στον Πόλεμο, και έδωσε τις δικές του μάχες στο εργοστάσιο όντας εργάτης μετάλλου στο κεντρικό μηχανουργείο της Renault. Οργανώθηκε γύρω από τον κύκλο των Καστοριάδη και Λεφόρ, και προσπάθησε να αυτοοργανωθεί και να πείσει τους εργάτες να οργανωθούν εκτός των κυρίαρχων και (φιλο)εργοδοτικών σωματείων και συνδικάτων, κι αυτό το άτυπο ημερολόγιο είναι η μαρτυρία του.

Με την έκδοση του σε μια εποχή που η προλεταριακή λογοτεχνία θεωρούνταν του περιθωρίου κι ανάξια λόγου, και η ακαδημαϊκή μελέτη ασχολούταν ακόμη κατά κύριο λόγο με την εθνογραφία μένοντας προς το παρόν αρκετά μακριά από την κοινωνιολογία της εργασίας, το βιβλίο του Μοτέ φτάνει στα χέρια μας σαν ένα πολύτιμο ντοκουμέντο.

Η κρίσιμη περίοδος της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και μερικές από τις κορυφαίες της στιγμές -όπως η ουγγρική εξέγερση, ο πόλεμος της Αλγερίας, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε γάλλους και μετανάστες  εργάτες, το δημοψήφισμα της 5ης γαλλικής δημοκρατίας- όπως αποτυπώνονται μέσα από τα μάτια ενός εργάτη. Όχι απλά σαν ημερολογιακές εγγραφές ή σαν απομνημονευματικές φλυαρίες, μα περισσότερο σαν βιωμένη ιστορία και χαραγμένη στη συνείδηση του, ο Mothé μοιράζεται με τον αναγνώστη τις αγωνίες και της προσπάθειες του για την οργάνωση και δράση εντός των χώρων δουλειάς.

Οι χαρές και οι απογοητεύσεις που περιγράφει είναι μεν σημαντικές -τόσο σαν ιστορικά γεγονότα, όσα και σαν στιγμές του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος-, μα είναι πιο σημαντικές γιατί είναι η φωνή αυτών που συνήθως δεν έχουν φωνή. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εκδίδεται (1959) καθώς και το πόσο σημαντικό είναι για εμάς σήμερα να έχουμε  τέτοιες μαρτυρίες, πέρα ή/και ενάντια από την κυρίαρχη αφήγηση της ηγεσίας και των συνεδρίων των διάφορων κομμάτων και οργανώσεων.

Η απόπειρα του Daniel Mothé να ιχνηλατήσει και να βαδίσει στο μονοπάτι της εργατικής αυτονομίας έξω και ενάντια από οποιαδήποτε συνδικαλιστική δομή, αντιπαρατάσσοντας στο μεγαλόπνοο πλάνο της επανάστασης τον μετασχηματισμό των υλικών συνθηκών της καθημερινής ζωής, εν τέλει, αυτό και τίποτε παραπάνω είναι το υλικό αυτού του βιβλίου: “τα λαμπάκια που άναψαν” σε έναν τύπο σε μια στιγμή πολιτικής συνειδητοποίησης και διαύγειας, αντιλαμβανόμενος ότι αυτός καλείται σαν εκπρόσωπος των συναδέλφων του να μοιράσει 10.000 προκηρύξεις εντός του εργοστασίου διότι η ανάθεση δεν απαντάται μόνο στην ανά τέσσερα χρόνια ψήφο.

Διαβάστε επίσης