Γιατί άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει.
Ψυχή είναι ένα ακατάπαυστο σώμα που δεν καταλήγει.

Γ. Χειμωνάς

«Θέλω τη μαμά μου» επαναλάμβανε, κλαίγοντας, μια γιαγιά 95 ετών στον θάλαμο 105, δεξιά παράθυρο.

Και μετά, η βραδύπνοια του ετοιμοθάνατου (δεν λέμε πια «του ψυχορραγούντος»), χάσκον βλέμμα, αγκυλωμένο σώμα σε κάμψη ή διεγερμένο με μη σκόπιμες κινήσεις, βουβό ή με λόγο ακατάληπτο και μετά  παύλα. Ισοηλεκτρική γραμμή στο καρδιογράφημα. Σφυγμός ανύπαρκτος. Ανάσα καμιά. Πιστοποίηση θανάτου. Τέλος.

Γιατί στα νοσοκομεία δεν έχουμε το χρόνο ούτε τον ψυχικό χώρο που απαιτείται για να αντέξουμε, νοηματοδοτώντας αλλιώτικα, την επανάληψη αυτής  της στιγμής ούτε το τι προηγείται αυτής.  Συνήθως, το προ ολίγου ζωντανό σώμα, μεταπίπτει σε «μια μηχανή» που, απλώς, έπαψε να λειτουργεί. Γίνεται πτώμα, δηλαδή ένα σώμα σημαδεμένο από έναν πόνο χωρίς ελπίδα, παραδομένο σε μιαν απάνθρωπη γύμνια, ίσως βασανισμένο, ξέψυχο, με βλέμμα κενό, χωρίς ίχνος υπερβατικότητας, ένα σώμα παρμένο απ’ το θάνατο και εν θανάτω, σαν τον Νεκρό Χριστό του Χολμπάιν – αυτήν τη σπάνια  απεικόνιση της νεκρότητας του Θεού χωρίς τον ορίζοντα της ανάστασης, που συντάραξε κάποτε τον Ντοστογιέφσκυ: «Αυτός ο πίνακας!…Αυτός ο πίνακας! Μα το ξέρεις ότι κοιτάζοντάς τον ένας πιστός μπορεί να χάσει την πίστη του;».

Αυτήν η «σχεδόν ανατομική απογύμνωση του πτώματος» που αιχμαλώτισε το βλέμμα του συγγραφέα συντρίβοντάς τον, δεν αιχμαλωτίζει το βλέμμα ούτε των γιατρών, ούτε των νοσηλευτών, ούτε των άλλων ασθενών, ούτε πια των οικείων. «Περάστε έξω», κατόπιν το παραβάν, γρήγορες μηχανικές κινήσεις και βιαστικά βλέμματα, η πιστοποίηση, η ανακοίνωση, οι συγγενείς που όλο πιο συχνά αποφεύγουν, τα γραφεία τελετών, όλα σαν για να καλύψουν την ανυπόφορη όψη του θανάτου, όλα σαν για να επισπεύσουν- χωρίς νοηματοδότηση – αυτά που συμβαίνουν περί το θάνατο… Σαν ο θάνατος να είναι κάτι σαν ντροπή που πρέπει να κρυφτεί.

Όταν κατεβάσανε το φέρετρο στη γη φάνηκαν τα ποδαράκια του, κάτισχνα κι αγκυλωμένα από την ημιπληγία και την κατάκλιση. Μέχρι πριν αρχίσει ο θάνατος θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει τα μυώδη, τριχωτά και δυνατά του πόδια. Όμως αυτά εδώ τα ποδαράκια, τόσο θνητά, σαν να είχαν λιώσει ήδη, εξέθεταν όχι ένα σώμα παρά τη θνητότητά του, σαν να φανέρωναν τον ίδιο το θάνατο. Και ντρεπόμουν και δεν ήθελα να τον δει έτσι, πεθαμένο, όλο το χωριό κι ας  άκουγα τον παπά που έλεγε: «Βγάλτε, τώρα πια, μέσα απ΄το φέρετρο τα λουλούδια, ας αφήσουμε τον άνθρωπο να ανασάνει» κι ας καταλάβαινα τι εννοούσε, είπα:  «Σκεπάστε τον με τα λουλούδια ξανά», να  μην τον δει κανείς τόσο νεκρό, να μην φανεί  που πέθανε, να μην φανεί – σαν να ήταν ποτέ δυνατόν, σαν να μπορούσε να κρυφτεί- το πεθαμένο του.

Έστρωσαν ήδη το κρεβάτι. Όμως πριν από λίγο ήταν ένας άνθρωπος εδώ. Μπορεί να ήταν παππούς, πολύ –αμετάκλητα– επιβαρυμένος και ανοϊκός. Δεν καταφέραμε ούτε στιγμή να επικοινωνήσουμε μαζί του, όμως, όταν «οξυγονώθηκε και ενυδατώθηκε», μόλις «αποκαστάθηκαν οι ηλεκτρολύτες», σαν κάτι να άρχισε να ψελλίζει. Ίσως να ονειρευόταν, ίσως κάτι να αισθανόταν, ή ακόμα και να «σκεφτόταν»… Αλλά τι;

Στο κομοδίνο του, μέσα στο συρτάρι, υπάρχει μονάχα μια φωτογραφία: Δείχνει τον ίδιο μαζί με δύο άλλους άνδρες, φίλους του μάλλον, σε ένα καφενείο… Είναι ντυμένοι με κουστούμια και γραβάτες και κάθονται σταυροπόδι γύρω από ένα τραπέζι. Θα ήταν γιορτή. Ή Κυριακή. Πάνω στο τραπέζι ένα κομπολόι και τρεις καφέδες. Γελάνε.

Γιατί έχει μαζί του αυτή τη φωτογραφία; Ποιος είναι; Ποιος ήταν;

Όταν τον ρωτάμε πού βρίσκεται, αντί ν΄ απαντήσει, γελάει. Δεν ξέρουμε τίποτε άλλο γι’ αυτόν. Δεν μπορούμε να τον περιβάλουμε με καμιά μνήμη, με καμιά αναφορά, με κανένα  ίχνος. Ποιος ήταν; Ποιος είναι; Τι βλέπει μέσα απ’ τα κλειστά του μάτια;  Θυμάται; Λυπάται; Ησυχάζει; Κανείς δεν ξέρει. Αλλά, ίνα τελειωθεί η γραφή, λέγει: διψώ.

Δεν ξέρουμε και ίσως να μην μάθουμε ποτέ τίποτα γι’ αυτόν τον γέροντα που την ύστατη ώρα δίψασε, αυτόν τον κάτισχνο, τον ανοϊκό, τον πλήρη ημερών, τον προς τον θάνατο. Δεν έχουμε, ως «θεράποντες», τι να κάνουμε αυτό το ποσοστό του αμίλητου που, κάθε φορά, μας τυραννά, παραμένοντας έξω από το λόγο, τη γνώση, την αίσθηση, τη δικαιοδοσία, την αντίληψη, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά μας. Αλλά δεν μπορείς να ασκήσεις, με ψυχή, την ιατρική αν δεν πιστεύεις πως ο άνθρωπος δεν είναι μια «βιολογική μηχανή». Έχει ψυχή. Είναι έαρ γλυκό και φως των οφθαλμών μας. Το φως όλου του κόσμου.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…