Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.

***

Frédéric H. Fajardie, Κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα (μτφρ.: Γιάννης Καυκιάς) εκδόσεις Angelus Novus 2018, σσ.: 192

[Αυτοί που δεν αγάπησαν ποτέ γυναίκα με την πρώτη ματιά, και για μια ολόκληρη ζωή, δεν θα με καταλάβουν.

Δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει ο χρόνος, μήτε ο θάνατος – θα είσαι η τελευταία εικόνα που θα πάρω μαζί μου.

«Κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα», διαλαλούσε ένα σύνθημα.]

Μέσα στις εξεγερμένες μέρες και νύχτες του γαλλικού Μάη, ο Φρέντι κι ο Τέντι, δυο πιτσιρικάδες, δυο προλετάριοι έξω από τον κόσμο της Σορβόννης, θα ενωθούν στην δίνη των φλεγόμενων οδοφραγμάτων με τους φοιτητές και τα συνδικάτα. Θα κοντραριστούν στο δρόμο με τους μπάτσους και τους παρακρατικούς, και στα αμφιθέατρα με τις κομματικές καθοδηγήσεις και τις φοιτητικές παρατάξεις. Όσο η λύσσα τους θα μεγαλώνει, θα βλέπουν τους «νικητές» απεργούς να επιστρέφουν ηττημένοι στα τραίνα και τις φάμπρικες, θα δουν τους εξαγριωμένους φοιτητές να ηρεμούν και να επιστρέφουν στα μαθήματά τους, και τέλος θα δουν τη γαλλική δημοκρατία να επικρατεί υπεράνω όλων.

Όμως ο Φρέντι θα δει και κάτι άλλο. Θα δει τον Τέντι νεκρό. Μπλεγμένοι άθελά τους σε μια φασιστική προβοκάτσια, θα μπλεχτούν σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου. Ο Τέντι θα δολοφονηθεί από έναν μπάτσο και φασίστα, αλλά αυτό είναι πλεονασμός και ο Φρέντι θα βρεθεί σε ένα σταυροδρόμι. Ή σκοτώνει τον μπάτσο, ή περιμένει τη σειρά του. Η επιλογή είναι εύκολη σκοτώνει τον μπάτσο, αφού πρώτα προετοιμαστεί για να διαφύγει από την γαλλική επικράτεια.

Και τότε, σε έναν πάγκο, πίσω από μια στοίβα με Κόκκινα βιβλία, το βλέμμα του θα συναντηθεί με αυτό της Φρανσίν. Για πρώτη φορά και για πάντα…

Μία σύντομη αλλά πυρετώδεις περίοδος ενός απέλπιδου έρωτα θα ακολουθήσει πριν την εικοσαετή φυγή του Φρέντι. Όλα αυτά τα χρόνια τις εξορίας που θα ακολουθήσουν για τον νεαρό Φρέντι, οι κακουχίες του ανταρτοπόλεμου, η εντεταλμένη από την αντίσταση ένταξη του στη συνοριοφυλακή της νοτίου Αφρικής, οι σφαίρες, οι ούλες, όλα, τα πάντα, θα είναι ένα τίποτα, ένας αμελητέος πόνος σε σύγκριση με τον αποχωρισμό από την Φρασίν και την βαθιά συνειδητοποίηση ότι την έχασε για πάντα.

Είκοσι χρόνια μετά, ένας άλλος Φρέντι επιστρέφει σε μια άλλη Γαλλία, που δεν την αναγνωρίζει και δεν τον αναγνωρίζει. Κι ο Μάης; Τι απέγινε ο Μάης;

Το μυθιστόρημα του Φαζαρντί θα μπορούσε να είναι ένα πολιτικό θρίλερ, μια νουάρ περιπέτεια, ή μια κάποια ιστορία αγάπης.

Είναι όμως όλα αυτά και κάτι παραπάνω. Είναι μια μαρτυρία από αυτές που ποτέ δε βρίσκονται στις επετειακές εκδόσεις και στις επίσημες αφηγήσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για έρωτα, για τη χαρά της ζωής, για θάνατο και για την εξορία δύο ολόκληρων δεκαετιών. Είναι ένα βιβλίο για την εξεγερμένη γενιά του ’68 και τη μετέπειτα «σταδιοδρομία» της. Μα πριν, και πρώτα απ’ όλα αυτά, είναι ένα βιβλίο για τον Φρέντι και τη Φρανσίν. Δυο ανθρώπους που οι ματιές του συναντήθηκαν και, αναγνωρίζοντας η μια τον άλλον μέσα στο πλήθος, δόθηκαν ψύχη και σώμα σ’ έναν παντοτινό έρωτα.

Υγ. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό, άγνωστ@ συνεπιβάτ@, και να μην χρησιμοποιήσω για εξώφυλλο ένα ενσταντέ με την Anna Karina σε μία από τις κόκκινες γκονταρικές της αποτυπώσεις. Σύμφωνες, τα πρότυπα ομορφιάς είναι κοινωνικά κατασκευασμένα και επιβαλλόμενα, ωστόσο νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα τόσο χρονικά όσο και θεματικά η συγκεκριμένη επιλογή.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…