Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, «Ταρκύνιος και Λουκρητία», 1608, 187 Χ 214 εκ., Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη

William Shakespeare, Ο βιασμός της Λουκρητίας (εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Λένια Ζαφειροπούλου, Εκδόσεις Gutenberg 2021, σσ.: 217)

Μάρμαρο των ανδρών ο νους, των γυναικών κερί:
Γι’ αυτό και παίρνει όποια μορφή το μάρμαρο τού δείχνει.
Το ασθενές πιέζεται κι αλλόκοτη μορφή
Επάνω του τυπώνεται, βίας κι απάτης ίχνη.
Γι’ αυτό κανείς μας στις γυναίκες φταίξιμο ας μη ρίχνει:

   Κανείς ποτέ του στο κερί δε θά ’ριχνε το κρίμα,
   Γιατί τυπώσαν πάνω του τού δαίμονα το σχήμα.

                                                                                (1240 – 1246)

Ένας βιασμός και η απόφαση της δημοσιοποίησής του από το θύμα στάθηκε η αφορμή να καταπέσει το μοναρχικό πολίτευμα στη Ρώμη και να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία (res publica). Σύμφωνα με τον ρωμαϊκό θρύλο, ο βιασμός της όμορφης και ενάρετης Λουκρητίας, συζύγου του στρατηγού Κολλατίνου, από τον γιο του βασιλιά Σέξτο Ταρκύνιο, πυροδοτεί πολιτικές εξελίξεις: η Λουκρητία αποφασίζει να μιλήσει ανοικτά για τον βιασμό της στον σύζυγο και τον πατέρα της, και μάλιστα τους ορκίζει να δημοσιοποιήσουν την ανίερη πράξη του Σέξτου Ταρκύνιου στους Ρωμαίους.

Όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια Λένια Ζαφειροπούλου στο εξαιρετικής σημασίας και πυκνότητας εισαγωγικό κείμενο της δίγλωσσης πολυτονικής έκδοσης, ο Σαίξπηρ είναι πολύ πιθανό να συνέθεσε το έργο μεταξύ 1592 και 1594, χρονιές κατά τις οποίες τα θέατρα του Λονδίνου παρέμειναν κλειστά λόγω της πανούκλας που θέριζε την πόλη. Κλεισμένος στο σπίτι του και σε συνθήκες καραντίνας, ο Σαίξπηρ γράφει το αφηγηματικό ποίημα Ο βιασμός της Λουκρητίας, το οποίο έχει 1.855 στίχους, χωρισμένους σε επτάστιχες στροφές, με ρίμα αβαββγγ και γραμμένο σε ιαμβικό πεντάμετρο.

Όλα ξεκινούν από το καύχημα του στρατηγού Κολλατίνου για τις χάρες και τις αρετές της συζύγου του Λουκρητίας σε μια παρέα Ρωμαίων στρατηγών, κατά τη διάρκεια μιας πολύμηνης πολιορκίας. Ο κομπασμός και η αλαζονεία του Κολλατίνου εξάπτουν τον γιο του βασιλιά, Σέξτο Ταρκύνιο, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ παίρνει το άλογό του και πηγαίνει στην έπαυλη της Λουκρητίας, φέρνοντάς της τάχα νέα για τον άνδρα της από το πεδίο της μάχης.

Ίσως ο κομπασμός γι’ αυτή την τέλεια Λουκρητία
Να κέντρισε σαν πειρασμός το γιο του βασιλέα.
Συχνά η καρδιά μολύνεται με μιαν απλή ιστορία.
Την έπαρσή του κέντησε ο φθόνος κι η ιδέα
Γι’ αυτό το πλούσιο απόκτημα. «Για δες πόσο χυδαία,

   Με πόσο θράσος», σκέφτηκε, «κατώτεροι καυχιούνται
   Για ένα ευτύχημα χρυσό που οι πρίγκιπες στερούνται».

                                                                                      (36 – 42)

Η Λουκρητία δεξιώνεται τον Σέξτο, όπως αρμόζει σε έναν πρίγκηπα, και όταν όλοι κοιμούνται εκείνος μπαίνει κρυφά στην κάμαρά της:

Το μάνταλο αδράχνει ευθύς το ένοχό του χέρι
Και με το γόνατό του διάπλατα την πόρτα ανοίγει.
Ο γκιόνης το κοιμώμενο θ’ αρπάξει περιστέρι:
Πριν τον προδότη αντιληφθούν, αυτός κιόλας προδίδει.
Καθένας θά’ φευγε μακριά, αν έβλεπε το φίδι,

   Μα εκείνη άφοβη στα βάθη του ύπνου του γλυκού,
   Κείται στο έλεος του θανατηφόρου του κεντριού.

                                                                            (358 – 364) 

Της ζητά να πλαγιάσει μαζί του και όταν εκείνη αρνείται, την απειλεί ότι θα τη σφάξει μαζί με ένα δούλο της, θα τους ξαπλώσει στο ίδιο κρεβάτι και θα ισχυριστεί ότι τους ανακάλυψε να μοιχεύουν και ότι τους σκότωσε για να πάρει εκδίκηση για τον φίλο του Κολλατίνο. Η Λουκρητία προσπαθεί, με αξιοθαύμαστη ρητορική δεινότητα, να μεταπείσει τον Σέξτο Ταρκύνιο με τη δύναμη του λόγου της.

Ω όταν γεράσεις τι καρπούς θα ‘χεις απ’ την ντροπή,
Αφού στην άνοιξή σου το κακό έχει ήδη ανθήσει;
Αν τώρα, φέρελπις, τολμάς μια τέτοια προσβολή,
Όταν θα γίνεις βασιλιάς όλα θα τα τολμήσεις.

Θυμήσου: ούτε ο δούλος σου δε δύναται να σβήσει

   Μια προσβολή που διέπραξε. Του βασιλιά η πράξη
   Η άνομη δεν κρύβεται ποτέ κάτω απ’ τη λάσπη.

Φόβητρο θα ‘σαι. Του μονάρχη όμως η ευτυχία
Είναι το σέβας που γεννά η αγάπη του λαού.
Θ’ αναγκαστείς να ανέχεσαι τον κάθε εγκληματία
Όταν τα ίδια εγκλήματα θα ‘χεις κι εσύ στον νου.
Αυτό και μόνο αν φοβηθείς, ευθύς θ’ αλλάξεις ρου.

   Γιατί καθρέφτης, βίβλος και σχολή ειν’ ο ηγεμών
   Δίδαγμα, εικόνα και ανάγνωσμα των υπηκόων.

                                                                      (603 – 616)

Αλλά, όπως εύστοχα επισημαίνει η μεταφράστρια, «το άγουρο φως του ορθού λόγου είναι ακόμα εξίσου ευάλωτο με μια αφρούρητη γυναικεία κρεβατοκάμαρα». Η Λουκρητία βιάζεται από τον γιο του βασιλιά και μέσα στη βαριά της θλίψη στέλνει αγγελιοφόρους στον πατέρα και στον σύζυγό της. Μόλις οι άντρες καταφθάνουν, τους διηγείται τα πάντα και τους ορκίζει να πάρουν εκδίκηση. Είναι συγκλονιστικά τα λόγια της Λουκρητίας στον Κολλατίνο,

Αν είχες την τιμή σου εντός μου, άντρα μου, αποθέσει,
Την άρπαξαν με μια πανίσχυρη έφοδο από μένα.
Σαν τον κηφήνα απέμεινα, το μέλι έχω απωλέσει.
Δεν έχω πλέον απόσταγμα του θέρους μου κανένα.
Από την άγρια κλοπή όλα λεηλατημένα.

   Τρύπωσε σφήκα αλήτισσα στην άμοιρη κυψέλη
   Και της αγνής σου μέλισσας το ρούφηξε το μέλι.

                                                                        (834 – 840)

όπως συγκλονιστική είναι και η στιγμή που το όνομα του βιαστή βγαίνει από τα χείλη της και ακούγεται δημόσια, ενώπιων των ανδρών, φίλων και συγγενών:

Με στεναγμό που θά ‘λεγες πως την καρδιά της σπάζει,
Τ’ όνομα του Ταρκύνιου πετά: «Αυτός», αρχίζει,
«Αυτός είναι -» αλλά η φτωχή η γλώσσα της κομπιάζει,
Καθυστερεί και πνίγεται, τις λέξεις της συγχύζει,
Άκαιρες παίρνει αναπνοές, πάθος τη βασανίζει.

   Τέλος μιλά: «Άρχοντές μου, αυτός έχει σηκώσει
   Το χέρι που θανάσιμα τώρα θα με λαβώσει».

                                                                  (1716 – 1722)

Με μια αιφνιδιαστική κίνηση η Λουκρητία καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά της και αυτοκτονεί. Το ποίημα κλείνει με την περιφορά του αιμόφυρτου σώματος της Λουκρητίας στο Καπιτώλιο και τους δρόμους της Ρώμης, την οργή που θα προκαλέσουν τα γεγονότα στην ψυχή του Ρωμαϊκού λαού και την απόφασή του να εκδιώξει από την πόλη αυτούς που δεν αναγνωρίζουν ούτε ιερό ούτε όσιο: τους Ταρκύνιους, που με την εξουσία τους ατιμάζουν και αφανίζουν κάθε αθώο και αδύναμο άνθρωπο.

Κι όταν τον όρκο τέλειωσαν είπανε τούτο ακόμα:
Να πάρουν απ’ την έπαυλη τη νεκρή Λουκρητία,
Στη Ρώμη να επιδείξουνε το αιμόφυρτό της σώμα,
Να μάθουν όλοι του Ταρκύνιου την αναισχυντία .
Κι όταν και τούτο έγινε, με ζήλο και με βία

   Πήραν απόφαση ομόθυμη οι Ρωμαίοι όλοι
   Να εξοριστεί ο Ταρκύνιος για πάντα από την πόλη. 

                                                                       (1849 – 1855)

Έτσι, η εξορία της τυραννικής δυναστείας των Ταρκυνίων από τη Ρώμη, η κατάργηση του μοναρχικού πολιτεύματος και η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (res publica) μέσω της διακυβέρνησης των υπάτων είναι απόρροια της στάσης του ρωμαϊκού λαού να σταθεί δίπλα στο θύμα, να ακούσει, να πιστέψει και να σεβαστεί την ιστορία του. Να οργιστεί με τον (κάθε) Σέξτο που βιάζει, και όχι να φορτώσει με ντροπή την (κάθε) Λουκρητία που βιάζεται. Βέβαια, η συγγραφική ευφυΐα του Σαίξπηρ θέτει υπόρρητα ένα σχόλιο για την πατριαρχία, η οποία ενυπάρχει στους νόμους και τα πολιτεύματα. Όπως μας πληροφορεί και πάλι η μεταφράστρια στο εισαγωγικό της σημείωμα, η νομοθεσία της εποχής του Σαίξπηρ υπαγόρευε ότι, εάν μια γυναίκα μείνει έγκυος κατόπιν βιασμού, η πράξη παύει να θεωρείται βιασμός και η γυναίκα κατηγορείται για συναίνεση! Επρόκειτο για μία δοξασία της ελισαβετιανής περιόδου, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα δεν συλλαμβάνει ποτέ αν δεν συναινεί στη σεξουαλική πράξη. Συνεπώς, η Λουκρητία φοβάται την πιθανότητα της εγκυμοσύνης μετά τον βιασμό της, φοβάται τον κώδικα της γυναικείας τιμής, τον νόμο που μοιάζει με γόρδιο δεσμό φτιαγμένο από ατσάλινα ανδρικά χέρια. Φοβάται και τελικά αυτοκτονεί με το μαχαίρι του βιαστή της.

 

Τον μαραμένο ανθό ας μάθει ο άνδρας να οικτίρει
Και τον τραχύ χειμώνα που τον φόνευσε ας ψέξει.
Ναι, ας μην κρίνει τον φθαρμένο αλλά αυτόν που φθείρει.
Κανείς μην πει πως οι φτωχές γυναίκες έχουν φταίξει
Που των ανδρών τις γέμισε η διεστραμμένη έξη.

   Οι άνδρες, αφέντες ένοχοι, μέσα στην έπαρσή τους
   Μισθώνουν τις αδύναμες γυναίκες στην ντροπή τους.

                                                                                  (1254 – 1260)

Αξίζει ιδιαίτερη μνεία στη μεταφραστική δεινότητα της Λένιας Ζαφειροπούλου και το ομολογουμένως μεγάλο ρίσκο της να αποδώσει τον έμμετρο Βιασμό της Λουκρητίας στη γλώσσα μας επίσης με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Η επιλογή του δεκαπεντασύλλαβου προσδίδει στο σαιξπηρικό έργο δύναμη και ζωντάνια ενώ οι ρίμες ακολουθούν δημιουργικά το νόημα των στίχων, δυναμιτίζουν τον ήχο των λέξεων και παράγουν μαζί τους οικείο ρυθμό. Ποιήτρια, λυρική τραγουδίστρια (διεθνούς φήμης μεσόφωνος), μεταφράστρια, ραδιοφωνική παραγωγός, η Λένια Ζαφειροπούλου μοιάζει με αναγεννησιακή φιγούρα που έτυχε να ζει στον 21ο αιώνα. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν φοβάται τα μεγάλα έργα του παρελθόντος, παρά τα πλησιάζει με θάρρος και μεταφραστική ωριμότητα.

 

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…