Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.
***
Georges Perec, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις ύψιλον 2020, σσ.: 136
(Τριγυρίζεις στους δρόμους, μπαίνεις σ’ ένα σινεμά· τριγυρίζεις στους δρόμους, μπαίνεις σ’ ένα café· τριγυρίζεις στους δρόμους, κοιτάζεις τον Σηκουάνα, τα κρεοπωλεία, τα τρένα, τις αφίσες, τους ανθρώπους. Τριγυρίζεις στους δρόμους, μπαίνεις σ’ ένα σινεμά και βλέπεις μια ταινία […])
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μου αν ξυπνούσα ένα πρωί κι αποφάσιζα να ξανακοιμηθώ για πάντα; Αυτό φαίνεται να έχει βαλθεί να ανακαλύψει ο ωραίος κοιμωμένος του Περέκ.
Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν ένα δοκίμιο κριτικής της σύγχρονης κοινωνίας του καταμερισμού των εργασιών, του χρόνου ζωής, και των κοινωνικών επιτελέσεων. Απ’ την άλλη βέβαια επειδή ο Περέκ δεν είναι και κανένας φραγκφουρτοσχολίτης, ίσως τελικά το βιβλίο αυτό να αποτελεί έναν ύμνο στο σκότωμα του ελεύθερου χρόνου, ενάντια στην εποχή της χρησιμοθηρίας.
Παίζοντας με αυτές της έννοιες στο τρίτο του βιβλίο, ο καταπληκτικός κύριος Περέκ διαλέγει να τοποθετήσει τον ηρώά του σε ένα αχαρτογράφητο και άχρονο Παρίσι. Ο νεαρός φοιτητής αποφασίζει να βγει έξω από τη νόρμα και το ιερό της παραγωγικής και άρα καταναλωτικής κοινωνίας. Αρχίζει να περιφέρεται και να τριγυρίζει “άσκοπα” θα έλεγε κανείς –μα όχι εμείς– στο Παρίσι.
Και σε αυτό το μυθιστόρημα του Περέκ ο χώρος –χωροταξικά και όχι πολιτικά μιλώντας– παίζει σημαντικό ρόλο και γίνεται το πεδίο της αντίθεσης. Το φοιτητικό δωμάτια με τα λίγα και φτωχικά πράγματα του, το οποίο γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια, αντιπαραβάλλεται με την πόλη του Παρισιού: ένα άγνωστο και εκ τον πραγμάτων αχαρτογράφητο γεωγραφικό πεδίο δράσης και περιπλάνησης.
Η συνειδητή απόρριψη της κοινωνικά επιβαλλόμενης ζωής είναι η πολιτική επιλογή που βάζει τον ήρωα –τρομάρα του– του μυθιστορήματος σε μια διαδικασία επανακάλυψης, επαναμάγευσης και, τελικά, κατάκτησης του ελεύθερου χρόνου. Προσοχή όμως: εδώ ο ελεύθερος χρόνος δεν νοείται σαν ένα περίσσευμα ωρών ανάμεσα στη μισθωτή σκλαβιά, τον ύπνο, τη σίτιση και τη χώνευση. Εδώ ο ελεύθερος χρόνος είναι μια ζώνη απελευθερωμένου χρόνου. Ένα φαινομενικά άσκοπό ξόδεμα σε δραστηριότητες που δεν προσφέρουν κάποιος κέρδος με την αγοραία αξία και άρα μη χρήσιμα. Κι ακριβώς αυτή είναι η άρνηση της χρησιμοθηρίας. Η επιλογή της μεγάλης περιπλάνησης από το κρεβάτι στην πολυθρόνα, κι από τα προάστια στο κέντρο της πόλης. Μια μεγάλη περιπλάνηση που θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με την ευεργετική δράση ενός μεγάλου και δίχως άγχος ύπνου.