Χόρχε Μποκανέρα, Τα μάτια του λόγου ετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα), Τόπος 2022, σσ. 136

 

Περνάω το χτένι,
αφαιρώ τα ξερά φύλλα, το παραγέμισμα,
τα στολίδια και τον παπαγάλο,
τις ψείρες του λέγειν.

(«Μόχθος του ποιητή»)

Ο σημαντικότερος ίσως σύγχρονος ποιητής της Αργεντινής, Χόρχε Μποκανέρα (Jorge Boccanera), επιλέγει τα ποιήματα της συλλογής Τα μάτια του λόγου που έγραψε από το 1973 έως το 2016. Πρόκειται συνεπώς για μια προσωπική ανθολογία, με αφορμή την κυκλοφορία των ποιημάτων στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Τόπος, απολύτως αντιπροσωπευτική του συνολικού του έργου. Εντός της διαβάζουμε ηλεκτροφόρα ποίηση που μιλά κυρίως για την προσέγγιση της γραφής (ποιήματα ποιητικής), την ερωτική σφοδρότητα και την καθημερινή απόγνωση.

Με ρίζες ελληνικές από την πλευρά της μητέρας του και του μετανάστη, από τη Σάμο, παππού του Αλέξανδρου Ήσυχου, ο Χόρχε Μποκανέρα γεννιέται το 1952 στο Λιμάνι της Ελπίδας, στην πόλη Μπαΐα Μπλάνκα, στον νότο του Μπουένος Άιρες. Ο ομφάλιος λώρος που δένει τον Αργεντινό ποιητή με την Ελλάδα παραμένει ισχυρός έως και σήμερα. Όπως αναφέρει στο επίμετρο του βιβλίου, τα νήματα που τον συνδέουν με τη χώρα του παππού του, τυλίγουν με αγάπη την ποίηση των Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη, Βρεττάκου και μεταγενέστερων και περιβάλλουν με στοργή το έργο του Ρίτσου. Με πάθος την παρουσίαση του Κάντο Χενεράλ από τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1973, στο Μπουένος Άιρες, και τις προβολές των ταινιών Ζ και Ο Αγνοούμενος του Κώστα Γαβρά στη Λατινική Αμερική. Με φρίκη τις δικτατορίες των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και την Αργεντινή, τη δολοφονία Λαμπράκη, τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες και τους δεκάδες χιλιάδες αγνοούμενους της χούντας Πινοσέτ που η τύχη τους αγνοείται ακόμα και στις μέρες μας.

 

Τι γεννάει η χώρα των βασανιστών;
Ένα τούνελ ερωτήσεων όπου βουίζει μια νύφη από
λευκοπλάστ, η σπασμένη νύφη του δρόμου.
Την είδα να τρέμει σε μια φωτογραφία και να σέρνει και
τα δυο της πόδια.

(«Ξεραμένο αίμα»)

Κατά ένα παράδοξο τρόπο ο Μποκανέρα θεωρεί ότι ο ποιητής δεν γεννιέται ούτε γίνεται. Ξεγίνεται, ξεφλουδίζεται, όπως γράφει στο προλογικό του σημείωμα, ενώ συγχρόνως συσσωρεύει σχέδια επί σχεδίων. Και κάθε ποιητική έρχεται στη ζωή από διαφορετική μήτρα, έχει διαφορετική γένεση. Στην περίπτωσή του συνδέεται με το λιμάνι που γεννήθηκε και όποιος γεννιέται σε λιμάνι φέρει το ταξίδι, το τράνζιτο, μέσα του. Το λιμάνι ως χώρος και το ταξίδι ως χρόνος γεννούν την ποίηση του Μποκανέρα και το σακίδιο της ανθολογίας Τα μάτια του λόγου φυλάει πολλά από τη διαδρομή του δικού του ταξιδιού στη συγγραφή.

Χωρισμένα σε τρεις θεματικούς άξονες τα ποιήματα της συλλογής πότε κοιτάζουν την περιπέτεια της γραφής με τα «Μάτια του ελεύθερου σκοπευτή», πότε καρφώνονται στον έρωτα με «Μάτια ξεραμένο αίμα» και πότε εστιάζουν με «Τσεκουρωμένα μάτια» στο καθημερινό και το εφήμερο του κόσμου μας. Όλες αυτές οι ματιές είναι τρόποι που συγκροτούν την όραση, ένα ανοικτό οπτικό πεδίο εντός του οποίου Τα μάτια του λόγου εντέλει βλέπουν.

Τα ποιήματα του Μποκανέρα κουβαλούν λοιπόν την επιθυμία να φιλήσουν τα πόδια της ποίησης, γνωρίζοντας ότι στο τέλος απλώς θα φάνε χώμα:

 

Τελικά
λόγε
πρέπει να φάω χώμα
ώστε εσύ
να μπορέσεις να κουνήσεις τα φτερά σου
ώστε εγώ
ν’ αναπνεύσω τον αέρα σου
χωρίς να γνωρίζω
τον αέρα που αναπνέω.

(«Χώμα για φάγωμα»)

Μεταφέρουν το εμμονικό κουλό χέρι της γραφής, την αδηφάγα πείνα των καθρεφτών και τους εραστές που έβαλαν τα μάτια τους να τραγουδήσουν,

 

Όταν φιλιόμαστε γδέρνουμε έναν άγγελο,
έναν καταδικασμένο σε θάνατο που θα αναστηθεί
σε άλλα στόματα.
Μη νιώθεις οίκτο γι’ αυτόν, απλώς χρειάζεται να μπήξεις το δόντι,
και να θρυμματίσεις τον άγγελο.
Ν’ ανοίξεις τα λευκά σου πόδια και να του δώσεις τάφο.

(«Καίγομαι»)

 

το μαύρο αλεύρι της ξενιτιάς, τον θάνατο που δουλεύει μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, τους αγνοούμενους συντρόφους,

 

Κάποιος ξυλουργός θεός που έφτιαχνε έπιπλα επαναλαμβάνει
την ετυμηγορία:
«μια θέση για κάθε πράγμα και κάθε πράγμα στη θέση του».
Αλλά οι αγνοούμενοι, πού είναι;
Όλα είναι ξένα εδώ.
Είμαστε οι ξένοι ενός τόπου που ήταν δικός μας.

(«Τόπος»)

 

τη ζούγκλα με τα σπλάχνα της έξω και τα θολά της ζώα, αλλά και ιπτάμενες, δοξαστικές μαρίμπες:

 

Εγώ είμαι ο ποιητάρης που θέλει έναν κόσμο,
άλλον,
και γυρεύει μες στη σκόνη του ποιήματος έστω μια ανάσα
ανώφελη, στόμα με στόμα,
ίσως ένα ποτήρι αίμα όπου να μη χωράει ούτε μια στάλα φόβος.

(«Μαρίμπα»)

 

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έγραψε κάποτε ότι στην ποίηση του Χόρχε Μποκανέρα «κάθε λέξη εκτείνεται ως την επόμενη, την πιάνει γερά, με τέτοιο τρόπο που η ένταση του νοήματος διπλασιάζεται και ύστερα πολλαπλασιάζεται σε ένα συνεχές κρεσέντο το οποίο αντί να αποσπά την προσοχή του αναγνώστη από την ουσία του ποιήματος, του κόβει την ανάσα». Η μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα ακούει, απολαμβάνει και αποδίδει εξαιρετικά τη βαθμιαία αύξηση της έντασης νοήματος και λέξεων, το κρεσέντο της στιβαρής ποιητικής φωνής του πολυβραβευμένου Αργεντινού συγγραφέα.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…