Η Δεξιά κέρδισε την πλειοψηφία στις σουηδικές εκλογές και το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της αναδείχθηκε σε ηγέτη αυτού του φάσματος. Σε μια εκλογική αναμέτρηση που έλαβε χώρα εν μέσω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, του ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού και της ανόδου άλλων αντιδραστικών δυνάμεων, η μετανάστευση αποτέλεσε βασικό ζήτημα.

Göran Therborn* , Σεπτέμβριος 2022, Πηγή: Νueva Sociedad | Μετάφραση: Α.Λ.

Οι εκλογές της 11ης Σεπτεμβρίου στη Σουηδία ήταν μια τρομερή νίκη της μαχητικής ξενοφοβικής Δεξιάς, αλλά ένα μικρό επεισόδιο σε ένα annus horribilis της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ξεκίνησε τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο, όταν η κλιμακούμενη κρίση στην Ουκρανία δεν αποτράπηκε και οδήγησε σε πόλεμο, σε αντίθεση με μια παρόμοια κρίση, την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962.

Ακολούθησε η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος, ο οποίος σύντομα μετατράπηκε σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας. Η επέκταση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) είχε απογειωθεί, συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας, και οι ήδη παγκόσμιες φιλοδοξίες του αυξήθηκαν με τη ρητή στόχευση της Κίνας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαπέλυσε έναν οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης αυτή τη φορά, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των ίδιων των πολιτών της με αντάλλαγμα την ικανοποίηση ότι «τιμωρεί» τους Ρώσους. Η προγραμματισμένη μετά την πανδημία «πράσινη επανεκκίνηση» αναβλήθηκε με αντάλλαγμα τον βαρύ επανεξοπλισμό και την αναζήτηση νέων πηγών ορυκτών καυσίμων.

Η μακροχρόνια αναδιαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου από την άνοδο των ξενοφοβικών δεξιών κομμάτων, που έχουν την ικανότητα να κατακτήσουν μια βάση μέσα από έναν παραμελημένο πληθυσμό, έφτασε σε σημείο καμπής το 2022.

Πρώτα στη Γαλλία, όπου οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου έδειξαν ότι το πρώην Εθνικό Μέτωπο, που μετονομάστηκε σε Εθνικό Συναγερμό, είχε αποκτήσει αστική ευπρέπεια και είχε μετατραπεί στο δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας.

Στη συνέχεια, το ίδιο συνέβη και στη Σουηδία, με το πρόσθετο στοιχείο ότι οι Σουηδοί Δημοκράτες (SD) έγιναν το μεγαλύτερο κόμμα του δεξιού συνασπισμού που τώρα προετοιμάζεται να κυβερνήσει τη χώρα.

Η Ιταλία θα πάει σύντομα σε εκλογές και οι ακροδεξιοί Αδελφοί της Ιταλίας (FdI) αναμένεται να έρθουν στην εξουσία. Εν τω μεταξύ, το Συντηρητικό Κόμμα, με την νέα του ηγέτιδα Λιζ Τράς, έδωσε στη Βρετανία την πιο επιθετικά συντηρητική κυβέρνηση από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Οι Σουηδοί Δημοκράτες μπήκαν στο κοινοβούλιο το 2010 και με το εκλογικό τους επίτευγμα του 2014, αναδιαμόρφωσαν τη σουηδική πολιτική σκηνή, αφήνοντας και τα δύο πλειοψηφικά μπλοκ της σύγχρονης Σουηδίας χωρίς πλειοψηφία: το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Σουηδίας, με συμμάχους τους Πράσινους και την Αριστερά, και το αστικό τετρακομματικό μπλοκ που κυβέρνησε μεταξύ 2006 και 2014.

Για δύο κοινοβουλευτικές περιόδους, από το 2014 έως το 2022, ένα σουηδικό αντίστοιχο του γαλλικού «Ρεπουμπλικανικού Μετώπου» λειτούργησε για να κρατήσει μακριά την ακροδεξιά, νεοναζιστικής προέλευσης. Πρώτα υπήρξε μια συμφωνία μεταξύ των μπλοκ σύμφωνα με την οποία, όποιο μπλοκ έπαιρνε τις περισσότερες ψήφους, θα υποστηριζόταν από το άλλο για να σχηματίσει κυβέρνηση. Το σύμφωνο σύντομα κατέρρευσε αλλά συνέχισε να λειτουργεί με δυσκολίες μέχρι τις εκλογές του 2018. Στη συνέχεια, το διαδέχθηκε ένα νέο σύμφωνο μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και δύο μικρών αστικών κομμάτων, σύμφωνα με το οποίο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση υπό τον όρο να ακολουθήσει πολιτικές της αγοράς.

Ορισμένα από τα 73 σημεία που συμφωνήθηκαν ήταν πιο νεοφιλελεύθερα από οποιαδήποτε πρόταση είχαν τολμήσει να υποβάλουν οι συντηρητικές κυβερνήσεις μεταξύ 2006 και 2014. Το σύμφωνο έπεσε όταν το Αριστερό Κόμμα αρνήθηκε να συνεχίσει να επιδεικνύει ανοχή, μπροστά σε μια πρόταση για την κατάργηση του ελέγχου των ενοικίων.

Η κομματική συμμετοχή του 2022 περιλάμβανε από τη μία πλευρά ένα δεξιό μπλοκ, με επικεφαλής την παραδοσιακή δεξιά, τους Μετριοπαθείς, σε συμμαχία με τους Σουηδούς Δημοκράτες και το μικρό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, στο οποίο προστέθηκαν οι Φιλελεύθεροι, ένα ακόμη μικρότερο κόμμα. Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν το Σουηδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα της Αριστεράς, το Κόμμα των Πρασίνων και το μόνο που είχαν επιτύχει να κερδίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες μετά από οκτώ χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης, το μικρό Κόμμα του Κέντρου. Στη δεκαετία του 2010, αυτό ήταν το πιο νεοφιλελεύθερο κόμμα της Σουηδίας, αλλά ο ηγέτης του επέμεινε στην άρνησή του να αποδεχθεί την ακροδεξιά.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν μια οριακή νίκη της Δεξιάς, 49,8% έναντι 48,8%, που επιτεύχθηκε λόγω μιας ακόμη επιτυχίας των Σουηδών Δημοκρατών, οι οποίοι έγιναν η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στη χώρα, με 20,5% έναντι 30,3% του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Σήμερα οι Σουηδοί Δημοκράτες είναι καλά εδραιωμένοι σε όλη τη χώρα, από τη γενέτειρά τους στο νότο μέχρι τον μακρινό βορρά, με τα πιο αδύναμα σημεία τους να εντοπίζονται στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις [Στοκχόλμη, Γκέτεμποργκ, Μάλμο], τις δύο πρώην πανεπιστημιακές πόλεις [Ουπσάλα, Λουντ] και τους θύλακες των πλουσιότερων.

Η απερχόμενη πρωθυπουργός Μαγκνταλένα Άντερσον υποστήριξε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πετύχει ένα «καλό αποτέλεσμα», κάτι που είναι αληθές αν αναλογιστεί κανείς ότι οι ψήφοι του κόμματος αυξήθηκαν κατά 2,2% σε σχέση με το 2018, ιδίως στη Στοκχόλμη, η οποία φάνηκε δυσαρεστημένη από τη συμμαχία των Μετριοπαθών με τους Σουηδούς Δημοκράτες. Ωστόσο, το 30,3% ήταν το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ψήφων που κέρδισε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα από το 1914. Μόνο το ένα τρίτο της ενεργού εργατικής τάξης ψήφισε τους Σοσιαλδημοκράτες, ελάχιστα παραπάνω από εκείνους που υποστήριξαν την ακροδεξιά. Τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς συγκέντρωσαν μαζί μόνο το 40% των ψήφων της εργατικής τάξης.

Στην προεκλογική συζήτηση κυριάρχησαν δύο θέματα, η εγκληματικότητα και η μετανάστευση/ένταξη, τα οποία συνδυάστηκαν πολύ καλά από το νέο δεξιό αστερισμό, και η ενέργεια, ο πληθωρισμός και πολιτικά ζητήματα. Η εγκληματικότητα αναδείχθηκε ως πρόβλημα λόγω μιας σειράς δολοφονιών στο πλαίσιο μαχών μεταξύ τοπικών συμμοριών ναρκωτικών που επεκτάθηκαν σε μικρές πόλεις. Η Άντερσον επέμεινε στο βασικό σύμφωνο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με δεξιά προσέγγιση όσον αφορά  την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση: αυστηρότερες ποινές, περισσότερη αστυνομία, δραστικός περιορισμός της μετανάστευσης, αυστηρότερες απαιτήσεις για την ένταξη που να εξασφαλίζουν  σουηδόφωνες πλειοψηφίες σε όλες τις γειτονιές  – «Δεν θέλω μικρές Σομαλίες» στη Σουηδία–. Αλλά  είχε περιορισμένη αξιοπιστία μετά από οκτώ χρόνια μιας πιο ανεκτικής διακυβέρνησης υπό έναν άλλο σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό (Κιελ Στέφαν Λεβέν).

Η Σουηδία δεν εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο και είναι αυτάρκης σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλά λόγω της υπάκουης συμμόρφωσής της με ένα περίεργο σύνολο κανόνων της ΕΕ για την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας, έχει παρασυρθεί στην ενεργειακή κρίση του πολέμου. Επηρεάζεται επίσης, φυσικά, από την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου. Η Άντερσον προσπάθησε να πουλήσει την ιδέα ότι η επιτάχυνση των τιμών της ενέργειας οφειλόταν «στις τιμές του Πούτιν», αλλά η απόρριψη αυτού του επιχειρήματος από την αντιπολίτευση, η οποία αντίθετα στόχευσε σε διάφορες κυβερνητικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της πυρηνικής ενέργειας, αποδείχθηκε πιο πειστική.

Η Άντερσον ήταν μια επίμονη και αιχμηρή επικριτής του ιδιαίτερου συστήματος της Σουηδίας που επιτρέπει σε ιδιωτικές εταιρείες να λειτουργούν σχολεία και υπηρεσίες υγείας που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους, για να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους στη σήραγγα της Μάγχης ή στην Καραϊβική. Αυτό αποτελούσε επί μακρόν στόχο της Αριστεράς και έχει γίνει πλειοψηφική άποψη μεταξύ των ψηφοφόρων. Όλα τα κόμματα της Δεξιάς παραμένουν δεμένα με την ιδιωτική εκπαίδευση και τα λόμπι της, ωστόσο το κέλυφός τους είχε διαρραγεί. Μετά τις εκλογές, οι μετοχές των εταιρειών που συνδέονται με την εκπαίδευση και την υγεία αυξήθηκαν και πάλι, μετά από  προηγούμενη πτώση. Στη Σουηδία είναι ασφαλής πλέον η κερδοσκοπία από τις κοινωνικές υπηρεσίες και οι προοπτικές για προοδευτικές κυβερνητικές πολιτικές φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί για το ορατό μέλλον.

Το Αριστερό Κόμμα (πρώην κομμουνιστικό), υποχώρησε από το 8% στο 6,7% μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια των εργαζομένων της περιφέρειας  –χαμηλώνοντας τον τόνο της υπέρ του κλίματος πολιτικής του και προτείνοντας ευρεία επιδοτήση στο πετρέλαιο– και με επικεφαλής μια ηγέτιδα που έμεινε σχεδόν άφωνη όταν ρωτήθηκε στην τηλεόραση για το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του κόμματός της.

Ωστόσο, η πιο σκοτεινή ώρα της Σουηδίας το 2022 δεν ήταν οι εκλογές. Ήταν η απόφαση της κυβέρνησης Άντερσον να εγκαταλείψει δύο αιώνες ουδετερότητας της Σουηδίας που πέτυχαν να διατηρήσουν την ειρήνης και να μην θυσιάσουν τη χώρα στο ΝΑΤΟ. Είναι αλήθεια ότι η Σουηδία είχε ήδη συμμετάσχει σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τη Συμμαχία, αλλά η ουδετερότητα του μη μέλους σήμαινε ότι η χώρα δεν θα συμμετείχε αυτόματα σε έναν πόλεμο του ΝΑΤΟ, ο οποίος πιθανότατα θα διεξαγόταν με πυρηνικά όπλα, σύμφωνα με το δόγμα του ΝΑΤΟ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Σουηδοί πολιτικοί αναλυτές θεώρησαν ότι η απόφαση αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα εκλογικών υπολογισμών, καθώς και το γεγονός να παραμείνει το ζήτημα του ΝΑΤΟ εκτός της προεκλογικής εκστρατείας. Η αστική πολιτική τάξη ήταν πάντοτε υπέρ της σουηδικής ευθυγράμμισης [με το ΝΑΤΟ], αλλά η άποψη της πλειοψηφίας ήταν εναντίον. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αυτό άρχισε να αλλάζει και ο ενθουσιασμός για το ΝΑΤΟ στη γειτονική Φινλανδία αυξήθηκε σημαντικά.

Αυτή η βιαστική απόφαση ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της Σουηδίας. Δεν υπήρξε ποτέ κίνδυνος μιας στοχευμένης ρωσικής επίθεσης εναντίον της χώρας. Ωστόσο, εάν φτάσουμε στο σημείο να υπάρξει πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και των πελατών τους στο ΝΑΤΟ από τη μία πλευρά και της Ρωσίας ή/και της Κίνας από την άλλη, η Σουηδία θα βρίσκεται πλέον στο ευρασιατικό μέτωπο. Και τρέχουν τα σάλια των Αμερικανών στρατηγών στη σκέψη του νησιού Γκότλαντ, στη σουηδική Βαλτική Θάλασσα, το οποίο αποκαλούν «το αβύθιστο αεροπλανοφόρο».

 

* Γκόραν Θέρμπορν (1941, Καλμάρ, Σουηδία): ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων σύγχρονων κοινωνιολόγων με μαρξιστική επιρροή. Έχει δημοσιεύσει σε πολυάριθμα περιοδικά, όπως το New Left Review, και τα κείμενά του είναι γνωστά για την ανάπτυξη προβληματισμών και θέματα που εμπίπτουν στο γενικότερο πολιτικό και κοινωνιολογικό πλαίσιο του μετα-μαρξισμού. Ο Θέρμπορν τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν 2019.

 

Διαβάστε επίσης

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…

«Ένα φασιστικό καθεστώς πλησιάζει στη Ρωσία»: Συνέντευξη με τον ρώσο φιλόσοφο Γκρεγκ Γιούντιν

Πηγή: Rebelion (12.04.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. Ο Γκρεγκ Γιούντιν είναι φιλόσοφος και…