Από τότε που ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή του στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, η δυτική Αριστερά είναι ασυνήθιστα υποτονική. Η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή κρίση στην Ευρώπη, από το 1945, ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, κι όμως η Αριστερά δεν έχει τίποτα σημαντικό να πει.
Πηγή: https://www.sinpermiso.info/textos/la-izquierda-y-ucrania
– Αρχική Δημοσίευση: Counterpunch, 15/12/2022
Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη
Δεν είναι ότι οι αριστεροί υποστηρίζουν τον πόλεμο του Πούτιν. Αντίθετα, όπως και η μετριοπαθής κυρίαρχη γνώμη, θεωρείται από τους περισσότερους αριστερούς ως παράνομη και εγκληματική καθώς και κατάφωρη παραβίαση της εδαφικής κυριαρχίας της Ουκρανίας.
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι αριστεροί πιστεύουν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, από το 1999 και μετά, ήταν καταστροφικά λανθασμένη και περιττή και ότι η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της φέρουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη δηλητηρίαση των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μερικοί άνθρωποι στην Αριστερά υποστηρίζουν ότι η στρατηγική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προκάλεσε την εισβολή του Πούτιν, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία απέφυγε την παγίδα να ισχυριστεί ότι η επίθεση του Πούτιν ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη. Την καταδίκασαν και συνεχίζουν να την καταδικάζουν χωρίς επιφυλάξεις. Ανεξάρτητα από το πόσο θυμωμένη είναι η Ρωσία με το ΝΑΤΟ, τίποτα δεν δικαιολογεί την εισβολή σ’ ένα γειτονικό κράτος.
Οι αριστεροί αποδέχονται επίσης ότι η Ουκρανία έχει απόλυτο δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στην ξένη εισβολή και να ζητήσει βοήθεια από άλλα κράτη για να αντισταθεί στην κατοχή. Για τον ίδιο λόγο, τα ξένα κράτη έχουν το δικαίωμα να ανταποκριθούν στο αίτημα της Ουκρανίας για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βοήθεια. Ανάμεσά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία και τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ.
Εδώ αρχίζει η σιωπή της Αριστεράς. Η Αριστερά βρίσκεται στην ίδια πλευρά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δεξιές κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Είναι μια δυσάρεστη θέση. Μπορεί να έχουμε διαφορές με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τα απώτερα κίνητρα της Ουάσιγκτον. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα γεράκια του ΝΑΤΟ έχουν μετατρέψει την κρίση σε πόλεμο δι΄ αντιπροσώπων, με στόχο να ταπεινώσουν και να χρεοκοπήσουν τη Ρωσία και να την εξαλείψουν ως σεβαστό παίκτη από τη διεθνή σκηνή.
Κάποιοι θέλουν να χρησιμοποιήσουν τον πόλεμο για να διχάσουν τη Ρωσία με τον ίδιο τρόπο που καταστράφηκε η Σοβιετική Ένωση. Οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί καλωσορίζουν την ευκαιρία να ενσωματώσουν το ΝΑΤΟ πιο σταθερά στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και να ενισχύσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί κάθε είδους αμερικανικά κίνητρα, αλλά το γεγονός είναι ότι στη βασική αρχή της στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ στην Ουκρανία ενάντια στη ρωσική εισβολή βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά με την Ουάσιγκτον. Και αυτό δυσκολεύει πολύ τα πράγματα για την Αριστερά. Στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να σκεφτώ πολλές σημαντικές περιπτώσεις από το 1945 και μετά που η Αριστερά να βρέθηκε τόσο ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ όσο είναι τώρα. Έχουν γίνει δεκάδες στρατιωτικές επεμβάσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού τις τελευταίες έξι δεκαετίες, στη Νοτιοανατολική Ασία, την Καραϊβική, την Κεντρική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Η Αριστερά εναντιώθηκε σθεναρά και ηχηρά σχεδόν σε όλες.
Μπορώ να αναφέρω μόνο δύο εξαιρέσεις, και οι δύο είναι αδύναμες. Η μία είναι αυτό που συνέβη το 1956 και δεν είχε να κάνει με έναν πόλεμο υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά με το εντελώς αντίθετο: την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να πάνε σε πόλεμο. Το 1956, η Βρετανία και η Γαλλία εισέβαλαν στην Αίγυπτο, μαζί με το Ισραήλ, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ. Ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ κατήγγειλε την επιχείρηση και ανάγκασε τους Βρετανούς και τους Γάλλους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους. Η δυτική Αριστερά υποστήριξε τη θέση του Αϊζενχάουερ και επικρότησε την αποχώρηση Βρετανών και Γάλλων. Η δεύτερη περίπτωση ήταν κατά την κρίση του Κοσσυφοπεδίου το 1999. Αυτή τη φορά η Αριστερά ήταν διχασμένη. Κάποιοι υποστήριξαν τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ για να διώξει τις σερβικές δυνάμεις από το Κοσσυφοπέδιο. Άλλοι αντιτάχθηκαν. Ο διχασμός συχνά ήταν επώδυνος. Είχα έντονες διαφωνίες με συντρόφους για το Κοσσυφοπέδιο, που χρειάστηκαν μήνες, και σε ορισμένες περιπτώσεις χρόνια, για να επιλυθούν. Το Σουέζ και το Κοσσυφοπέδιο ήταν ιδιαίτερες περιπτώσεις, οι μοναδικές φορές που επικρότησα την απάντηση των ΗΠΑ σε μια στρατιωτική κρίση.
Η Ουκρανία αποτελεί μια τρίτη περίπτωση. Αλλά τώρα αρχίζω να έχω αμφιβολίες για το μέχρι ποιο σημείο μπορώ να υποστηρίξω τη γραμμή της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα όσον αφορά το ερώτημα πώς μπορεί να τερματιστεί αυτός ο τρομερός πόλεμος. Ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων υψηλόβαθμων στρατιωτικών όπως ο Mark Milley, επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, άρχισαν πρόσφατα να υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις, με το σκεπτικό ότι η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να εκδιώξει όλες τις ρωσικές δυνάμεις, όση πρόσθετη στρατιωτική βοήθεια κι αν συνεισφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους. Αυτή είναι μια άποψη που είναι ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, η πλειοψηφική θέση της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία ουσιαστικά δίνει στον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι δικαίωμα βέτο στην αποδοχή των διαπραγματεύσεων, συνεχίζει να την επισκιάζει.
Αυτό ακούγεται δημοκρατικό, αλλά θα ήταν πιο πειστικό αν ο Ζελένσκι και ο κύκλος του επέτρεπαν στους Ουκρανούς μια ανοιχτή συζήτηση όσον αφορά τη συνέχιση του πολέμου. Αντίθετα, τους τελευταίους μήνες, η ουκρανική κυβέρνηση απαγόρευσε έντεκα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς ουσιαστικά καμία είδηση για το θέμα αυτό να έχει εμφανιστεί στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, σχεδόν καθολικά υπέρ του Ζελένσκι. Έχει θεσπίσει νόμους που δίνουν στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης άνευ προηγουμένου εξουσία για να ελέγχει τα έντυπα μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με τους ελέγχους που ήδη ασκεί στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Προφανώς, ο Ζελένσκι θέλει να καταπνίξει τη συζήτηση και να κρύψει το γεγονός ότι εκατομμύρια Ουκρανοί πιστεύουν ότι η ελπίδα της πλήρους νίκης είναι μια ψευδαίσθηση, παρά τις πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες, και ότι είναι καλύτερο να επιδιώξουν ειρήνη και να σώσουν τη χώρα από περισσότερους θανάτους, καταστροφές, εκτοπισμούς και μιζέρια.
Η εταιρεία δημοσκοπήσεων Gallup διοργάνωσε μια τηλεφωνική δημοσκόπηση σε Ουκρανούς τον Σεπτέμβριο. Διαπίστωσε ότι υπήρχε ένα πλήθος ερωτηθέντων που δεν συμμερίζονταν την επίσημη πατριωτική γραμμή υποστήριξης του στρατού. Αν και το 76% των ανδρών ήθελε ο πόλεμος να συνεχιστεί μέχρι να αναγκαστεί η Ρωσία να εγκαταλείψει όλα τα κατεχόμενα εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, και το 64% των γυναικών είχε την ίδια άποψη, οι υπόλοιποι –ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων– ήθελαν διαπραγματεύσεις.
Όταν τα αποτελέσματα της έρευνας αναλύθηκαν ανά περιοχή της Ουκρανίας, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Στις περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά στο μέτωπο, όπου η φρίκη του πολέμου γίνεται πιο έντονα αισθητή, οι αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της μάχης μέχρι τη νίκη είναι μεγαλύτερες. Στη νότια Ουκρανία, μόνο το 58% την υποστηρίζει. Στα ανατολικά το ποσοστό πέφτει στο 56%.
Τα αποτελέσματα της Gallup είναι σημαντικά. Αυτό που λένε οι άνθρωποι στους δημοσκόπους, στην ιδιωτικότητα μιας τηλεφωνικής κλήσης, είναι πιο αξιόπιστο από αυτό που λένε όταν τους ρωτάνε πρόσωπο με πρόσωπο οι δημοσιογράφοι, ειδικά όταν η κυρίαρχη αφήγηση των μέσων ενημέρωσης αποτελείται από μηνύματα που εξυψώνουν το ηθικό της αντίστασης και επαινούν το εντυπωσιακό θάρρος των Ουκρανών.
Είναι καιρός η Αριστερά να βρει τη φωνή της. Πρέπει να δημοσιοποιήσουμε τα αποτελέσματα αυτών των δημοσκοπήσεων και να ζητήσουμε κατάπαυση του πυρός. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, ο ίδιος ή μέσω εξουσιοδοτημένου απεσταλμένου, πρέπει να επικοινωνήσει με το Κίεβο και τη Μόσχα και να προσπαθήσει να μεσολαβήσει για την άμεση παύση των εχθροπραξιών. Να εκμεταλλευτούμε τον χειμώνα και τη γενικότερη μείωση της στρατιωτικής δραστηριότητας και να παγώσουμε τη σύγκρουση στο σημείο που βρίσκεται.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση για ένα πολιτικό τέλος του πολέμου και αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων, αλλά θα χρειαστούν μήνες, αν όχι χρόνια, για να επιτευχθεί συμφωνία. Η προτεραιότητα είναι να σταματήσει η σφαγή και αυτό μπορεί να γίνει άμεσα. Ας επιτρέψουμε στη δυτική Αριστερά, σε αλληλεγγύη με τις προοδευτικές δυνάμεις στην Ουκρανία και στην ίδια τη Ρωσία, να επωμιστεί το βάρος μιας καμπάνιας για ανακωχή, δηλαδή για ειρήνη.
*Jonathan Steele: Ένας από τους βετεράνους και διάσημους ανταποκριτές του βρετανικού Τύπου, διηύθυνε το γραφείο της εφημερίδας The Guardian στην Ουάσιγκτον, μεταξύ 1975 και 1979 και εκείνο της Μόσχας, μεταξύ 1988 και 1994. Ως ρεπόρτερ κάλυψε τις συγκρούσεις στη Νικαράγουα, Ελ Σαλβαδόρ, Ισραήλ, Λίβανο, Σερβία, Κοσσυφοπέδιο, Συρία και Αφγανιστάν. Το 1986 κάλυψε την εκστρατεία για το δημοψήφισμα του ΝΑΤΟ στην Ισπανία. Ως ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, έχει γράψει σημαντικά βιβλία για το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, τον Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, τη Σοβιετική Ένωση, τον πόλεμο στο Ιράκ και την κατοχή του Αφγανιστάν.