Με αφορμή την παράσταση «Το ξύπνημα της Άνοιξης» του Φράνκ Βέντεκιντ, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, στο Θέατρο Νους

Εμβληματικό έργο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα «Το ξύπνημα της Άνοιξης» του Φράνκ Βέντεκιντ, εξακολουθεί να είναι αγαπητό στο σύγχρονο θέατρο και να ανεβαίνει συχνά στις θεατρικές σκηνές εδώ και στο εξωτερικό. Ο συγγραφέας έθεσε με τόλμη τα προβλήματα των εφήβων της εποχής του με κέντρο το τρομακτικό και δύσκολα διαχειρίσιμο από τον έφηβο ζήτημα της σεξουαλικότητας. Μπορεί να έχουν αλλάξει εξαιρετικά οι συνθήκες ζωής από την εποχή του Βέντεκιντ, όμως τα ίδια ζητήματα εξακολουθούν να απασχολούν την εφηβεία και να μουδιάζουν τον κόσμο των ενηλίκων. Η ευθύνη της ανατροφής ενός παιδιού, δηλαδή η ευθύνη να οδηγήσεις ένα παιδί στην ωριμότητα, στη δυνατότητα να σταθεί στα πόδια του, να μάθει να αντιμετωπίζει τη ζωή και τα προβλήματά της, είναι τεράστια, ειδικά σε ένα κόσμο τόσο ρευστό όπως ο δικός μας. Στο έργο εμφανίζονται προβλήματα που απασχολούν την σύγχρονη οικογένεια, ειδικά εκείνην που είναι ανοικτή στον κόσμο και τις εξελίξεις του και δεν αντιμετωπίζει το παιδί ως πολύτιμο μέρος του κοινωνικού της κεφαλαίου σαν κτήμα προς διαμόρφωση αλλά συνδιαμορφώνεται μαζί του.

 Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου έχει δώσει πολύ ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς μέχρι σήμερα, είτε δουλεύει πάνω στην δραματοποίηση της λογοτεχνίας, είτε σε θεατρικά έργα. Ζωντανεύει τα κείμενα με σεβασμό, ενώ ταυτόχρονα αναζητά την σύνδεση με την εποχή μας, το ερώτημα που θα έβαζε η εποχή μας στο συγγραφέα. Η παράσταση του «Ξυπνήματος της Άνοιξης» που ετοίμασε θέτει το σοβαρό ζήτημα «της μη επικοινωνίας των ανθρώπων, όχι ως αποτέλεσμα απροθυμίας για κάτι τέτοιο αλλά  ειλικρινούς  μη κατανόησης». Η σκηνοθεσία επέτρεψε στο έργο να έρθει κοντά μας, να μιλήσει για το σήμερα σε μια παράσταση ζωντανή, φρέσκια και κυρίως μια παράσταση που είχε την τόλμη να μην βάλει απλώς το ερώτημα, αλλά να επιχειρήσει να παρουσιάσει μια θέση απ’ την οποία μπορεί να εκκινήσει πλούσιος διάλογος.

Κύριε Παπακωνσταντίνου, ήταν δική σας επιλογή το εμβληματικό έργο του Βέντεκιντ; Αν ναι, τι σας έκανε να  διαλέξετε το συγκεκριμένο έργο; Είναι το ενδιαφέρον σας για τον συγγραφέα και το κείμενο ή κάτι στην πολιτική και  κοινωνική συγκυρία;

Το έργο το πρότεινα εγώ στον Λυκούργο Μπάδρα και τον Βασίλη Τριανταφύλλου, που είναι τα μέλη της ΑΜΚΕ  «Από τα έγκατα της γης», για να αποτελέσει την πρόταση της ομάδας τους για τις επιχορηγήσεις του υπουργείου πολιτισμού για το 2021-22. Με τα παιδιά είχαμε συνεργαστεί στο «Σφαγείο» του Ιλάν Χατσόρ, που είχε ανέβει στο θέατρο OLVIO το 2018 και ήταν η πρώτη παραγωγή της ομάδας τους. Το «ξύπνημα της άνοιξης» είναι ένα κλασικό έργο και αποτελεί θεατρική πρόκληση το ανέβασμά του. Έχει πολλές δυσκολίες και κυρίως είναι πολυπρόσωπο, οπότε θα ήταν δύσκολο για εμάς να καταπιαστούμε μαζί του χωρίς πρώτα να έχουμε μια οικονομική ενίσχυση. Προτείναμε, δηλαδή, ένα έργο που δεν θα κάναμε αν δεν είχαμε επιχορήγηση. Η επιχορήγηση εγκρίθηκε και ξεκινήσαμε. Να πω ενδεικτικά ότι για την παράστασή μας έγινε καινούργια μετάφραση. Την έκανε η Αλεξάνδρα Βουτζουράκη, η οποία συμμετείχε ενεργά στις πρόβες και στη δημιουργία της παράστασής μας. Η μετάφρασή της είναι καταπληκτική και θεωρώ σημαντικό ότι από αυτή την παραγωγή θα μείνει κάτι για τους επόμενους και μετά το τέλος των παραστάσεων. Η ίδια λογική υπήρχε και στη σκηνοθεσία που είχα κάνει στον «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ, επίσης επιχορηγημένη παράσταση, που είχαμε ανεβάσει με την ομάδα «Ξανθίας» και την σημαντική δουλειά που είχε κάνει ο Αλέξης Μάινας  στην μετάφραση και την δραματουργική επεξεργασία του έργου.

Οι νέοι «της Άνοιξης» είναι έφηβοι του τέλους του 19ου αι. -παιδιά μιας τελείως διαφορετικής κοινωνίας -εξ ου και η επικέντρωση του έργου στην σεξουαλικότητα. Μπορεί ένας σύγχρονος έφηβος να βρει κοινότητες και σημεία ταύτισης;

Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες, είχαμε κατά νου ότι ο πυρήνας του κοινού που θα απευθύνεται η παράστασή μας θα ήταν οι έφηβοι. Προχωρώντας στις πρόβες, είδαμε ότι αυτοί που δεν θα έπρεπε με τίποτα να χάσουν την παράσταση είναι οι γονείς. Όχι μόνο οι γονείς εφήβων, αλλά γενικά οι γονείς. Η παράσταση όμως δεν είναι μια παράσταση για την γονεϊκότητα. Οι έφηβοι του έργου ζουν την έκρηξή τους, στο σώμα τους, στο μυαλό τους, στο συναίσθημα και τις ιδέες τους. Φοβούνται, αγωνιούν, ονειρεύονται και αμφιβάλουν για τα πάντα. Η αμφιβολία προχωράει τον κόσμο και οι «μεγάλοι», γονείς και δάσκαλοι, στέκουν αμήχανοι προσπαθώντας, με τις καλύτερες προθέσεις, να απαντήσουν  σε σύγχρονα ερωτήματα με ξεπερασμένους όρους της προηγούμενης γενιάς. Το έργο, όπως το προσεγγίσαμε εμείς, μιλάει κατά βάση για την μη επικοινωνία των ανθρώπων, όχι ως αποτέλεσμα απροθυμίας για κάτι τέτοιο, αλλά ειλικρινούς  μη κατανόησης.

Καταφέρατε να απαλλάξετε το έργο από επικίνδυνους συναισθηματισμούς και κυρίως αποφύγατε την παγίδα του διδακτισμού και χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις το κάνατε να συναντηθεί με τους σύγχρονους εφήβους. Από πού αντλήσατε τις παρατηρήσεις για τους σύγχρονους εφήβους; Ποια προβλήματα πιστεύετε ότι τους απασχολούν; Ποιοι κίνδυνοι τους απειλούν;

Τα παιδιά, και οι άνθρωποι γενικότερα, ζητούν να καταλάβουν τον κόσμο και χρειάζονται ο κόσμος να καταλάβει αυτούς. Αυτή ήταν η βάση της σκέψης μας, δεν κάναμε κάποια ειδική  έρευνα πάνω στην ζωή των εφήβων, πέρα από το γεγονός ότι κάποιοι στην πρόβα είμαστε γονείς και μικρότερων παιδιών και εφήβων. Βέβαια, στο έργο υπάρχουν πολύ ισχυρά τα θέματα της σεξουαλικότητας, της κακοποίησης, της αποδοχής και της απόρριψης, της αυτοκτονίας. Πώς μιλάς σε ένα παιδί για όλα αυτά; Πώς μπορείς να ακούσεις ένα παιδί; Πώς μπορείς να κάνεις ένα παιδί  να σου μιλήσει;  Πώς μπορείς να το καταλάβεις, πριν αρχίσεις να του δίνεις απαντήσεις;  Δεν είναι εύκολα όλα αυτά, αλλά υπάρχουν τρόποι.

Ο Βέντεκιντ για την εποχή του ήταν πρωτοπόρος και εξαιρετικά τολμηρός, ιδίως με την κριτική του στη σεμνοτυφία, στη θρησκοληψία και την καταπίεση. Μιλά και δείχνει θέματα ταμπού. Η δική μας κοινωνία περνά μια φάση (σκληρού) νεοσυντηρητισμού και έκπτωσης της δημοκρατίας. Αν συμφωνείτε με την παραπάνω παρατήρηση, χρειάζεται τους δικούς μας Βίντεκιντ το θέατρο των καιρών μας; Ποια θα ήταν, κατά την γνώμη σας, τα δικά τους τολμήματα;

 Ειλικρινά, δεν ξέρω. Προσωπικά, περνάω μια φάση που νιώθω ένα μούδιασμα. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ήμουν πολύ δημιουργικός, συμμετείχα ενεργά στο κίνημα, σε εγχειρήματα διασύνδεσης της τέχνης με το κίνημα, δράσεις καλλιτεχνικού ακτιβισμού, διοργάνωση αντιφασιστικών φεστιβάλ. Την περίοδο της πανδημίας, με όλη αυτή την απομόνωση και το κλείσιμο, με πήρε λίγο από κάτω. Δεν βλέπω και κάτι να με τραβήξει. Συνδικαλιστικά, υπάρχει  δράση και ζωντάνια στο χώρο των παραστατικών τεχνών, αλλά ευρύτερα, κοινωνικά βλέπω γενικά ένα μούδιασμα. Επίσης, υπάρχει πολύ δυσκολία επαγγελματική. Εγώ, επειδή δεν έχω καταφέρει να είμαι μέσα στους οργανισμούς και τα ιδρύματα ούτε να δουλεύω με μεγάλους παραγωγούς, αλλά σκηνοθετώ σε ανεξάρτητες παραγωγές, για να επιβιώσω καλλιτεχνικά και επαγγελματικά δεν φτάνει να κάνω απλώς καλές παραστάσεις, πρέπει να κάνω συνεχώς συγκλονιστικές παραστάσεις. Αυτό δεν είναι μόνο ανέφικτο, είναι και δομικά προβληματικό. Όλο αυτό σε συνδυασμό με το ότι ζω σε μια κοινωνία που η πλειονότητα των συμπολιτών μου πιστεύει σθεναρά ότι ο Τσίπρας μπορεί να σκίσει μνημόνια με μια κίνηση και πολύ περισσότερο ότι ο Μητσοτάκης είναι ο Μωυσής, με κάνουν να νιώθω σαν ήρωας σε βιβλίο του Κάφκα. Μπορεί να γίνονται σπουδαία πράγματα στο θέατρο και γενικότερα, η δική μου ηττοπάθεια αυτό τον καιρό δεν με αφήνει να τα δω.

Έχετε ασχοληθεί αρκετά με Έλληνες συγγραφείς. Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία; Τι περιμένετε από τους συγγραφείς μας;

Δεν είμαι πολύ καλός γνώστης του θέματος. Έχω σκηνοθετήσει ελληνικά έργα, κυρίως διηγήματα αλλά και θεατρικά. Σίγουρα είμαι περήφανος που ανεβάσαμε το 2020 με την ομάδα «Ξανθίας»  το έργο «Γάμος» του Μάριου Ποντίκα. Ένα έργο ξεχασμένο, που για 40 χρόνια δεν το άγγιζε κανείς λόγω της σκληρότητας του θέματός του, και το οποίο με την παράστασή μας ουσιαστικά το μεταγράψαμε και βρήκε τη θέση που του αξίζει ως ένα από τα καλύτερα έργα του σημαντικού συγγραφέα Μ. Ποντίκα. Υπάρχουν καλά σύγχρονα ελληνικά έργα και υπάρχουν και πάρα πολλά μέτρια και κακά. Χρειάζεται χρόνος και υπομονή για να τα ανακαλύψεις και σίγουρα τα έργα χρειάζονται παραγωγές που  να τα ανεβάζουν.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…