Πηγή: Jacobin America Latina (4.4.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Το καθεστώς του Βισύ συνεργάστηκε με τη ναζιστική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η επιτυχία που φαίνεται να απολαμβάνουν σήμερα οι ακροδεξιοί υποψήφιοι δείχνει ότι η κληρονομιά του συνεχίζει να παραμένει ζωντανή.

Η γαλλική πολιτική ζωή φέρει ακόμη τα σημάδια του ρήγματος που άνοιξε το καλοκαίρι του 1940. Αφού ο γαλλικός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τη Γερμανία, το κοινοβούλιο αποφάσισε να αφήσει την εξουσία στα χέρια του Φιλίπ Πεταίν, ενός παρασημοφορημένου ήρωα πολέμου.

Ο Πεταίν υπέγραψε συνθήκη με τον Χίτλερ και παραχώρησε τη βόρεια Γαλλία στους Γερμανούς. Δημιούργησε το δικό του καθεστώς στην πόλη Βισύ, η οποία έγινε σύμβολο της συνεργασίας σε όλη την Ευρώπη. Οι αρχές του Βισύ οργάνωσαν την απέλαση των Εβραίων και τους έστειλαν σε στρατόπεδα εξόντωσης.

Ο Σαρλ Ντε Γκωλ, ένας αποστάτης Γάλλος στρατιωτικός, κατέφυγε στο Λονδίνο και ορκίστηκε να αντισταθεί. Στη Γαλλία, ομάδες αντίστασης άρχισαν να οργανώνονται και να αγωνίζονται κατά της ναζιστικής Γερμανίας και των συνεργατών της.

Από τότε που οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν τη Γαλλία το 1944, οι εμπειρίες της κατοχής και της αντίστασης συνεχίζουν να προκαλούν έντονες συζητήσεις.

Ο Τζιμ Βόλφρεϊς (Jim Wolfreys) διδάσκει γαλλική πολιτική στο King’s College του Λονδίνου. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Republic of Islamophobia: The Rise of Respectable Racism in France και συν-συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Racism in France.

Ακολουθεί μια συντομευμένη εκδοχή της συζήτησης που είχαμε μαζί του στο podcast μας, Long Reads.

Πώς εξηγείτε τη γρήγορη συνθηκολόγηση της Γαλλίας με τη ναζιστική Γερμανία το καλοκαίρι του 1940; Καθορίστηκε αποκλειστικά από στρατιωτικούς παράγοντες ή το πνεύμα ηττοπάθειας της άρχουσας τάξης είχε άλλες αιτίες;

Η ήττα της Γαλλίας διήρκεσε έξι εβδομάδες. Η χώρα υποτίθεται ότι διέθετε τον καλύτερο στρατό στην Ευρώπη, οπότε η πτώση της είχε σημαντικές συνέπειες. Η γραμμή του Πεταίν μετά την ήττα ήταν ότι για όλα έφταιγε το Λαϊκό Μέτωπο. Υποστήριξε ότι η Γαλλία είχε εισέλθει σε περίοδο παρακμής και ότι οι ελλείψεις σε στρατιωτικό επίπεδο ήταν βασικά αντανάκλαση των πολιτικών αδυναμιών που κληρονόμησε από τη δεκαετία του 1930.

Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα, διότι αν αποδεικνυόταν ότι η ήττα οφειλόταν σε άλλους λόγους, γινόταν ευκολότερο να χωνέψει κανείς την ανακωχή και τις συνεργατικές πολιτικές του καθεστώτος του Βισύ. Η Τρίτη Δημοκρατία είχε, υποτίθεται, δημιουργήσει μια κατάσταση που οδήγησε στην ήττα. Η επιτακτική ανάγκη, επομένως, δεν ήταν να αντιταχθούμε στην εισβολή, αλλά να εφαρμόσουμε μια σειρά ριζοσπαστικών μέτρων που θα στήριζαν την εθνική ανανέωση.

Από την πλευρά του, ο Σαρλ ντε Γκωλ υποστήριξε ότι η ρίζα της αποτυχίας βρισκόταν στη στρατιωτική ήττα. Υποστήριξε ότι επρόκειτο για ζήτημα τακτικής και ότι η διοίκηση του γαλλικού στρατού είχε αιφνιδιαστεί. Σε κάποιο βαθμό αυτό ήταν αλήθεια, αν και μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι η Γαλλία δεν ήταν χειρότερα προετοιμασμένη από τη Βρετανία. Προφανώς, η στρατιωτική στρατηγική της Γερμανίας ήταν ανώτερη – κινητές μεραρχίες, άρματα μάχης και αεροπορία – αλλά η στρατολόγηση στη Γαλλία ήταν πραγματικά μαζική.

Οι μάχες στη Γαλλία αποτέλεσαν μια πραγματική σύγκρουση και ο στρατός δεν κατέρρευσε αμέσως. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν λάθη στην αμυντική στρατηγική, αλλά είναι αδιανόητο να πιστεύουμε ότι η πολιτική παρακμή ή η πόλωση ήταν οι αιτίες της αποτυχίας.

Η πραγματική συνθηκολόγηση ήρθε μετά την ήττα, όταν οι γαλλικές ελίτ συμφώνησαν με το Βισύ, πρώτα την ανακωχή και μετά την όλη διαδικασία της συνεργασίας, η οποία έθεσε σε κίνηση τη λογική της αυξανόμενης συνενοχής με τους εισβολείς.

Σε ποιο βαθμό το καθεστώς του Βισύ μετά τη γαλλική παράδοση ήταν ένα «τοπικό» προϊόν και πώς σχετίζεται με το ευρύ φάσμα των αυταρχικών κρατών της εποχής, από τον Χίτλερ μέχρι τον Μουσολίνι και από τον Φράνκο μέχρι τον Σαλαζάρ;

Η κύρια διαφορά είναι ότι το καθεστώς του Βισύ ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά από μια ήττα. Υπό αυτή την έννοια, ήταν πάντα μια υποτελής κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, είχε πολλούς παραλληλισμούς με τα αυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα που υπήρχαν αλλού. Είχε μια αυταρχική, ρατσιστική και ελιτίστικη ατζέντα. Οργάνωσε δίκτυα πληροφοριοδοτών και συνεργατών, ακόμη και δική του πολιτοφυλακή. Αλλά η άνοδός του στην εξουσία δεν ήταν αποτέλεσμα μαζικής κινητοποίησης. Δεν είχε την ίδια κοινωνική βάση με τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι.

Όσον αφορά το καθεστώς του Φράνκο, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες που παραπέμπουν στον αντιδραστικό καθολικισμό. Το Βισύ στηρίχθηκε στις φονταμενταλιστικές πολιτικές του Σαρλ Μωρράς και του κόμματός του, της Action Française, που στόχευε στην εξάλειψη ορισμένων «αντεθνικών» στοιχείων. Υπό αυτή την έννοια, η «εθνική επανάσταση» του Βισύ ήταν μέρος μιας μακράς παράδοσης ριζοσπαστικού και αντιδραστικού αντισημιτισμού που αναπτύχθηκε σε αντίθεση με τη Γαλλική Επανάσταση και την εξάπλωση της δημοκρατίας. Επηρεάστηκε επίσης από τις φασιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν στη Γαλλία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με την πάροδο του χρόνου, το καθεστώς ενίσχυσε την εξάρτησή του από την καταστολή, δημιούργησε μια κεντρική αστυνομική δύναμη και ίδρυσε τη δική του πολιτοφυλακή. Ο ρόλος των φιλοναζιστών συνεργατών γινόταν όλο και πιο σημαντικός. Όμως η συνεργασία δεν ήταν μόνο θέμα ιδεολογικής συγγένειας, αλλά αποσκοπούσε επίσης στη δημιουργία ενός νέου status quo. Υπέθεταν ότι η ναζιστική Ευρώπη ήταν ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο: ήταν το μέλλον και η δημοκρατία έπρεπε, φυσικά, να ακολουθήσει την πορεία της. Οι εύπορες ελίτ συμμετείχαν στο καθεστώς.

Όπως και οι διαδικασίες στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, η Γαλλία του Βισύ σήμανε τη συγχώνευση διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών στοιχείων, αλλά με τη διαφορά που ανέφερα, δηλαδή το γεγονός ότι ήταν το προϊόν μιας στρατιωτικής ήττας. Ο Ρόμπερτ Πάξτον φτάνει στο σημείο να αναφέρεται στο Βισύ ως ένα από τα επεισόδια ενός γαλλικού εμφυλίου πολέμου. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι οι προϋπάρχουσες αντιδραστικές αντισημιτικές και δεξιές παραδόσεις έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο.

Σε ποιο βαθμό το καθεστώς του Βισύ είχε αυτονομία από τη ναζιστική Γερμανία;

Το καθεστώς προσπάθησε να διεκδικήσει ένα ορισμένο βαθμό ιδεολογικής αυτονομίας με την έννοια της «εθνικής επανάστασης», δηλαδή την ιδέα ότι η Γαλλία έπρεπε να καθαριστεί από την παρακμή που συνεπάγεται η ύπαρξη «αντεθνικών» δυνάμεων, όπως οι Εβραίοι, οι μασόνοι, οι κομμουνιστές και οι ξένοι. Από την αρχή υπήρχε στο καθεστώς μια εγγενής λογική αποκλεισμού και η εστίαση ήταν στην ανάγκη εκκαθάρισης της Γαλλίας από τους εσωτερικούς της εχθρούς.

Όσον αφορά την πραγματική αυτονομία του Βισύ, υπήρξαν διαφορετικές φάσεις, αλλά σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν μια ψευδαίσθηση. Στην αρχή, υπήρξε μια ορισμένη εξύμνηση της υποτιθέμενης καλοκάγαθης μορφής του Πεταίν: ήρωας του Βερντέν και σύντροφος του απλού στρατιώτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής περιόδου, που χαρακτηρίστηκε από τη σύγχυση της ήττας, ο Πεταίν απολάμβανε μια παθητική αλλά αρκετά ευρεία υποστήριξη. Έδωσε έμφαση στην εργασία, την οικογένεια και την πατρίδα – σύμφωνα με το σύνθημα – και εφάρμοσε αντιδραστικά μέτρα, όχι μόνο κατά των αμβλώσεων και των διαζυγίων, αλλά και κατά των Εβραίων.

Εννοώ ότι η προσπάθεια να καθαριστεί η Γαλλία από την εβραϊκή επιρροή άρχισε πριν το απαιτήσουν οι δυνάμεις εισβολής. Το καθεστώς επανεξέτασε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η γαλλική ιθαγένεια είχε χορηγηθεί σε Εβραίους μετανάστες κατά τη δεκαετία πριν από την ήττα. Οι Εβραίοι κρατούνταν σε τοπικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στη συνέχεια στέλνονταν σε ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Υπήρχε συμμετοχή και συνενοχή στα εγκλήματα της κατοχής που δεν οφειλόταν απλώς σε εξωτερικό εξαναγκασμό.

Ωστόσο, η ιδέα ότι το Βισύ είχε την ικανότητα να ενεργεί αυτόνομα άρχισε να δείχνει τον απατηλό χαρακτήρα της καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος. Από τον Νοέμβριο του 1942, η κατεχόμενη ζώνη επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Γαλλία. Επιβλήθηκε η καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και 700.000 Γάλλοι εργάτες στάλθηκαν στη γειτονική χώρα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα ότι το καθεστώς ήταν ανεξάρτητο δεν έχει νόημα. Η Γαλλία συνεισέφερε περισσότερους ειδικευμένους εργάτες στην πολεμική προσπάθεια από οποιαδήποτε άλλη κατεχόμενη χώρα. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι συνθήκες που θα είχε επιβάλει μια ναζιστική διοίκηση στη Γαλλία δεν θα ήταν χειρότερες από εκείνες που επέβαλε η κυβέρνηση-μαριονέτα του Βισύ.

Πώς αναπτύχθηκε η αντίσταση κατά του Βισύ και του ναζισμού και ποια ήταν η σχέση μεταξύ της εσωτερικής αντίστασης και των δυνάμεων της Ελεύθερης Γαλλίας του Ντε Γκωλ;

Αν και περιορισμένη, σποραδική και συμβολική, η αντίσταση ήταν παρούσα από την αρχή. Η κατάσταση άλλαξε ποιοτικά όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να συμμετέχει επίσημα στην ένοπλη αντίσταση, σε επιχειρήσεις σαμποτάζ και στη δολοφονία Γερμανών στρατιωτών. Από το 1943 και μετά, η εισαγωγή της καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία έδωσε περαιτέρω ώθηση στην αντίσταση. Αλλά γενικά, την πρώτη περίοδο του πολέμου, ήταν σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστες ομάδες.

Έξω από τη Γαλλία, ο Ντε Γκωλ, μια σχετικά άγνωστη προσωπικότητα το 1940, κατάφερε να τοποθετηθεί με την Ελεύθερη Γαλλία ως ένα είδος κυβέρνησης που περίμενε τη σειρά της στην εξορία. Συγκέντρωσε σημαντική υποστήριξη για τον αγώνα της αντίστασης στις γαλλικές αποικίες. Όταν η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στη Βόρεια Αφρική, το 1942, τα γαλλικά στρατεύματα έπαψαν να υπηρετούν το Βισύ, δήλωσαν πίστη στην Ελεύθερη Γαλλία και ο Ντε Γκωλ σταδιακά επέβαλε τον έλεγχό του επί των στρατιωτικών δυνάμεων εκτός Γαλλίας.

Στο εσωτερικό της χώρας, οι διάφορες αντιστασιακές ομάδες άρχισαν να συντονίζονται από το 1943, έτος ίδρυσης του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το σώμα αυτό εκπόνησε σχέδια για μια μεταπολεμική κυβέρνηση. Ο Ζαν Μουλέν, εκπρόσωπος του Ντε Γκωλ, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Ο Κλάους Μπάρμπι τον δολοφόνησε ένα μήνα μετά την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Η αναγνώρηση του Μουλέν ως ήρωα πολέμου αποτελεί θεμελιώδες μέρος της αφήγησης της αντίστασης που διαμορφώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Θα λέγατε ότι το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν και τα όσα προηγήθηκαν της ναζιστικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση αποδυνάμωσαν μακροπρόθεσμα τη θέση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος;

Όχι μακροπρόθεσμα, ειδικά αν αναλογιστούμε τη διαδικασία που άνοιξε μετά την ένταξη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην αντίσταση. Το σύμφωνο μη επίθεσης του 1939 αποτέλεσε πράγματι ένα πρόβλημα, βραχυπρόθεσμα. Το κόμμα έχασε πολλά μέλη και υιοθέτησε τη γραμμή της εναντίωσης στον πόλεμο λόγω του ενδοϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Φυσικά, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, πολλοί κομμουνιστές ακτιβιστές έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε μια απεργία 100.000 εργατών στη βόρεια Γαλλία πριν από την εισβολή της ΕΣΣΔ. Εξάλλου, αν και είναι αλήθεια ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπήκε στην αντίσταση μόλις το 1941, ήταν το μόνο μεγάλο κόμμα που το έκανε απερίφραστα.

Συμμετείχε σε θεμελιώδεις δραστηριότητες: σαμποτάζ, κατασκοπεία και δολοφονίες Γερμανών στρατιωτών. Χιλιάδες κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Η θέση που κέρδισε το κόμμα προς το τέλος του πολέμου ήταν αδιαμφισβήτη λόγω του καθοριστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στην αντίσταση. Όλα αυτά άφησαν την πρώιμη περίοδο, που σημαδεύτηκε από το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, στη σκιά.

Ποιο ρόλο έπαιξε η Αντίσταση στον στρατιωτικό αγώνα για την απελευθέρωση της Γαλλίας μετά την απόβαση των Συμμάχων το 1944;

Η Αντίσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Νορμανδία, για παράδειγμα, όπου βοήθησε στο σαμποτάζ των σιδηροδρόμων και των επικοινωνιών στο βόρειο τμήμα της Γαλλίας. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στο Παρίσι, όπου κατασκεύασε εκατοντάδες οδοφράγματα. Τον Αύγουστο του 1944 οι εργάτες του μετρό κατέβηκαν σε απεργία. Η αστυνομία προχώρησε επίσης σε απεργία.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι περίπου χίλιοι αντιστασιακοί έχασαν τη ζωή τους κατά την απελευθέρωση του Παρισιού. Η αντίσταση είχε αυξηθεί πολύ, εν μέρει ως αποτέλεσμα των διαφόρων παραγόντων που ανέφερα, οι οποίοι οδήγησαν τους ανθρώπους να αναλαμβάνουν μια όλο και μεγαλύτερη δέσμευση. Ο στρατιωτικός τους ρόλος – ιδίως οι δραστηριότητες κατασκοπίας και συλλογής πληροφοριών – ήταν επίσης πολύ σημαντικός.

Τι είδους λαϊκή ενέργεια επέτρεψε να εκτονωθεί η απελευθέρωση της Γαλλίας εκείνη τη χρονιά;

Κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, υπήρξε ένα κύμα εκκαθαρίσεων, μια λαϊκή και αυθόρμητη εξόντωση των συνεργατών. Υπολογίζεται ότι αυτή η εκκαθάριση σήμανε την εκτέλεση περίπου εκατό χιλιάδων ανθρώπων. Υπήρξε επίσης ένα κύμα απεργιών. Υπήρχαν ακόμη ένοπλες και ενεργές ομάδες ενώ ήταν λανθάνων ο φόβος μιας κομμουνιστικής εξέγερσης. Αυτό δεν συνέβη εν μέρει λόγω του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ποια πολιτική ακολούθησε ο Ντε Γκωλ αμέσως μετά την απελευθέρωση και ποια ήταν η θέση των Γάλλων κομμουνιστών;

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ντε Γκωλ και οι κομμουνιστές εργάστηκαν δίπλα-δίπλα στην προσωρινή κυβέρνηση. Οι κομμουνιστές κλήθηκαν να πάρουν μια απόφαση: έπρεπε να διασφαλίσουν τη σταθερότητα, να συνεργαστούν με την προσωρινή κυβέρνηση και να περιορίσουν τις εργατικές διεκδικήσεις ή να αναπτύξουν τις εξεγερτικές δυνατότητες της περιόδου; Επέλεξαν τον πρώτο δρόμο. Συνεργάστηκαν με τον Ντε Γκωλ μέχρι το 1946, όταν και διαφώνησαν με την απόφασή του να ενισχύσει την εκτελεστική εξουσία.

Οι κομμουνιστές εγκατέλειψαν την κυβέρνηση εκείνη τη χρονιά, μετά την ίδρυση της Τέταρτης Δημοκρατίας, την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Γεγονός όμως είναι ότι, κατά την περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο, άνοιξαν πραγματικές επαναστατικές δυνατότητες. Ωστόσο, η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν να ενθαρρύνει εξεγέρσεις σε χώρες όπως η Γαλλία. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τη θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Υπήρξε πολιτική νομικής και πολιτικής αποκατάστασης μετά το καθεστώς του Βισύ; Τι συνέβη με τους δημόσιους υπαλλήλους και τον κρατικό μηχανισμό;

Η κάθαρση ήταν περιορισμένη. Μετά τις αυθόρμητες εκκαθαρίσεις της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου, η κυβέρνηση παρέπεμψε δε δίκη περίπου τριακόσιες πενήντα χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς και πολλοί εκτελέστηκαν. Όμως η ανοικοδόμηση της Γαλλίας χρειαζόταν τη συνεργασία τους.

Ο μύθος που καλλιεργήθηκε για την Αντίσταση προπαγάνδιζε την ιδέα ότι σχεδόν όλοι οι Γάλλοι πολίτες είχαν υποστηρίξει την Αντίσταση και ότι η Γαλλία του Βισύ αντιπροσώπευε μια απομονωμένη μειονότητα. Ήταν μια σημαντική τακτική για τον περιορισμό των της κάθαρσης και την εξασφάλιση ενός βαθμού συνέχειας στον κρατικό μηχανισμό. Όλα αυτά ήρθαν στο φως αργότερα με την αποκάλυψη περιπτώσεων ανθρώπων που είχαν συμμετάσχει στο δωσιλογικό καθεστώς αλλά είχαν απολαύσει μια προστατευμένη ζωή κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Ποιά ήταν τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς στη συζήτηση για την ιστορική μνήμη που ξεκίνησε μετά το 1945 και ποια ήταν η επιρροή που άσκησαν οι δίκες των αξιωματικών του Βισύ; Σκέφτομαι, για παράδειγμα, την περίπτωση του Μορίς Παπόν.

Η πρώιμη μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από διάφορα επιχειρήματα που ενίσχυαν το ρόλο της Αντίστασης. Τα σχολικά εγχειρίδια μιλούσαν για την αντίσταση του γαλλικού λαού, ποτέ για τη συνεργασία. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι το Βισύ είχε παίξει το ρόλο της ασπίδας, ενώ ο Ντε Γκωλ ήταν το σπαθί – με άλλα λόγια, οι δύο χαρακτήρες συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 1968. Εν μέρει λόγω της γενικής αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης που καθόριζε εκείνη την εποχή, αλλά και λόγω της κυκλοφορίας ταινιών όπως το Le Chagrin et la Pitié (Θλίψη και οίκτος) και της έκδοσης βιβλίων όπως η μελέτη του Ρόμπερτ Πάξτον για τη Γαλλία του Βισύ. Εκτός από τις ιστορίες των Εβραίων επιζώντων της κατοχής, τα έργα αυτά αποκάλυψαν τη συνενοχή του καθεστώτος του Βισύ στα εγκλήματα της κατοχής και έδειξαν ότι η κυβέρνηση είχε λάβει τα δικά της μέτρα κατά των Εβραίων ως ενεργός συνεργάτης της ναζιστικής Γερμανίας.

Μια άλλη σειρά σημαντικών γεγονότων συνέβαλε στο να επανέλθει στο προσκήνιο το θέμα του Βισύ και των εγκλημάτων της κατοχής. Ένα ήταν η εμφάνιση του Εθνικού Μετώπου, ενός βασικού πολιτικού κόμματος, στην ηγεσία του οποίου, για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1970, συμμετείχαν μέλη της πολιτοφυλακής του Βισύ και των Waffen-SS. Ακόμη και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία ενός πρώην υπουργού του Βισύ. Αυτό συνέβαλε στο να στραφεί και πάλι η προσοχή σε ορισμένες συνέχειες μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος.

Παρόλο που δεν κατέληξαν όλες εξίσου καλά, ασκήθηκαν αρκετές διώξεις κατά συνεργατών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τον Πολ Τουβιέ, μέλος της πολιτοφυλακής του Βισύ στη Λυών, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Κλάους Μπάρμπι και κατάφερε για πολλά χρόνια να αποφύγει τη δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Ζωρζ Πομπιντού εγγυήθηκε άμεσα την αμνηστία του.

Η αστυνομία καθυστέρησε τις διαδικασίες έρευνας. Ο καθολικός κλήρος παρείχε ασφαλή σπίτια. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο Τουβιέ να μην συληφθεί παρά μόνο στη δεκαετία του 1980, και στη συνέχεια χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ μέχρι να δικαστεί και να καταδικαστεί το 1994. Η μεμονωμένη περίπτωση του Τουβιέ έφερε στο φως το ρόλο πολλών θεσμών της γαλλικής κοινωνίας.

Η περίπτωση του Ρενέ Μπουσκιέ ήταν παρόμοια. Ο Μπουσκιέ έγινε αρχηγός της αστυνομίας υπό το καθεστώς του Βισύ και οργάνωσε τις διώξεις κατά των Εβραίων, τον χειμώνα του 1942 στο Βελοντρόμ. Επέβλεψε σχεδόν εξήντα χιλιάδες απελάσεις σε στρατόπεδα εξόντωσης. Ο συνολικός αριθμός των απελαθέντων ήταν εβδομήντα έξι χιλιάδες.

Ο Μπουσκιέ δεν απολάμβανε μόνο προστασία, απόλαυσε μια επιτυχημένη καριέρα κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ήταν φίλος του Φρανσουά Μιτεράν. Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια μέχρι να αποκαλυφθεί η ευθύνη του για τις απελάσεις των Εβραίων και δολοφονήθηκε πριν οδηγηθεί σε δίκη.

Η υπόθεση Μπουσκιέ αποκάλυψε τον ρόλο του Μιτεράν, γεγονός που έθεσε μια σειρά από δυσάρεστα ερωτήματα, που δεν αφορούσαν μόνο το πρόσωπό του, αλλά και ολόκληρη την περίοδο της κατοχής. Προς το τέλος της δεύτερης προεδρικής του θητείας, ο Μιτεράν έδωσε μια σειρά από συνεντεύξεις με χαρακτήρα εξομολόγησης. Αυτό αναζωπύρωσε τις μνήμες του Βισύ και ανέδειξε το στοιχείο της συνέχειας μεταξύ του καθεστώτος του και των περιόδων πριν και μετά από αυτό.

Πριν από τον πόλεμο, ο Μιτεράν είχε φλερτάρει με την ακροδεξιά και είχε λάβει τιμές από το καθεστώς του Βισύ. Αργότερα έπαιξε το ρόλο του στην Αντίσταση, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να καλλιεργεί τη φιλία του με τον Μπουσκιέ κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ως πρόεδρος, αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματα του καθεστώτος του Βισύ, με το επιχείρημα ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε καμία σχέση με αυτά και ότι η Γαλλία δεν ήταν υπεύθυνη. Ο διάδοχός του, Ζακ Σιράκ, ήταν ο πρώτος που ζήτησε συγγνώμη για τη συνενοχή του γαλλικού έθνους στο Ολοκαύτωμα – χωρίς να ξεχνάμε ότι υπήρχε και μια άλλη Γαλλία, που εκπροσωπήθηκε από την Αντίσταση.

Η δίκη του Μορίς Παπόν, το 1997-1998, ανέδειξε τη συνενοχή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στα εγκλήματα της κατοχής και το ρόλο τους στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Τέταρτης και της Πέμπτης Δημοκρατίας. Αλλά αυτό έθεσε και ένα άλλο πρόβλημα. Ο Παπόν, αφού έπαιξε σημαντικό ρόλο στις απελάσεις των Εβραίων από την περιοχή του Μπορντό κατά τη διάρκεια της κατοχής, έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο όσον αφορά την καταστολή της μεταπολεμικής γαλλικής αποικιοκρατίας.

Ήταν επικεφαλής της αστυνομίας στο Παρίσι. Τον Οκτώβριο του 1961, αστυνομικοί υπό τις διαταγές του συνέλαβαν περίπου δέκα χιλιάδες Αλγερινούς, πολλοί από τους οποίους ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και ρίχτηκαν στον Σηκουάνα. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1965, μετά την απαγωγή του Μεχντί μπεν Μπαρκά, πολιτικού της μαροκινής αντιπολίτευσης, αλλά συνέχισε να υπηρετεί ως διευθυντής της Sud Aviation (γαλλικός κρατικός κατασκευαστής αεροσκαφών).

Με άλλα λόγια, η δίκη του Παπόν δεν αποκάλυψε μόνο τις συνέχειες μεταξύ του καθεστώτος του Βισύ και των μεταπολεμικών δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, αλλά αποκάλυψε επίσης τις συνέχειες μεταξύ των εγκλημάτων της κατοχής και των εγκλημάτων της αποικιακής περιόδου. Έριξε φως σε αυτά τα δύο πολιτικά ταμπού, το ένα εκ των οποίων είχε παρακαμφθεί εντελώς μέχρι τώρα.

Αναφερθήκατε στον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η ακροδεξιά που ανασυντάχθηκε γύρω από προσωπικότητες όπως ο Λεπέν έγινε τακτικό χαρακτηριστικό της γαλλικής πολιτικής και εκλογικής σκηνής. Ο Λε Πεν έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002 και η κόρη της το έκανε ξανά το 2017. Ποια είναι η επιρροή που έχουν αυτά τα ακροδεξιά κινήματα στην αντίληψη που υπάρχει όσον αφορά το Βισύ στη Γαλλία;

Νομίζω ότι η επιτυχία του Εθνικού Μετώπου στην ακροδεξιά περιλαμβάνει δύο διαδικασίες. Μια είναι η προσπάθεια αναθεωρητισμού του Λεπέν. Κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων, η ακροδεξιά αναγνώρισε αμέσως ότι το βάρος της κατοχής στη συνείδηση της κοινής γνώμης αποτελούσε εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός φασιστικού κινήματος στη Γαλλία. Υπό αυτή την έννοια, προσωπικότητες όπως ο Λεπέν, κατάλαβαν ότι, αν ήθελαν να προχωρήσουν μπροστά, έπρεπε να σχετικοποιήσουν ή να ελαχιστοποιήσουν τα εγκλήματα της κατοχής.

Η δεύτερη διαδικασία αναπτύχθηκε από τα πάνω μεταξύ της ακροδεξιάς και της παραδοσιακής δεξιάς. Η λεγόμενη «Nouvelle Droite» (Νέα Δεξιά) της δεκαετίας του 1970 κατασκεύασε μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία τα εγκλήματα της κατοχής δεν μας αφορούν, δεν έχουν καμία σχέση με εμάς.

Από τη μία πλευρά, ο Λεπέν επιδόθηκε σε άρνηση, με έντονα ξεσπάσματα, όπως το να λέει ότι το Ολοκαύτωμα ήταν μια λεπτομέρεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάνοντας λογοπαίγνια με τους θαλάμους αερίων και τις κουζίνες, χρησιμοποιώντας πάντα προκλητική γλώσσα. Χρησιμοποίησε την ονομασία sidaicos για τα θύματα του AIDS, απηχώντας τη λέξη που χρησιμοποιούσε το Βισύ για τους Εβραίους («judaicos»). Αυτή ήταν μια σκόπιμη και προκλητική άρνηση των εγκλημάτων της κατοχής σε μια προσπάθεια να γελοιοποιηθεί όποιος ήθελε να πάρει στα σοβαρά την ιστορία.

Κάποτε, συζητώντας με έναν Εβραίο υπουργό ο οποίος πρότεινε αστυνομικές επιδρομές για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, ο Λεπέν του είπε: «Σίγουρα μπορείτε να οργανώσετε μια καλή επιδρομή!» Παρά τη διακηρυγμένη «αποτοξίνωση» της οργάνωσης από τη Μαρίν Λε Πεν, η αλήθεια είναι ότι συνεχίζει να χρησιμοποιεί την ίδια ρητορική και συγκρίνει τους μουσουλμάνους που προσεύχονται στους δρόμους με την εμπειρία της ζωής στην κατοχή. Το Εθνικό Μέτωπο επικαλείται σκόπιμα την περίοδο του πολέμου και προτείνει τον περιορισμό της φοίτησης των μεταναστών στα σχολεία μέσω ποσοστώσεων, την καθιέρωση προτιμησιακών πολιτικών για τους Γάλλους πολίτες, την αφαίρεση των κοσμοπολίτικων αναφορών από τα σχολικά εγχειρίδια κ.ο.κ.

Από την πλευρά της, η παραδοσιακή δεξιά κατέληξε να οικειοποιηθεί τις πολιτικές του Εθνικού Μετώπου. Στη δεκαετία του 1990, η δεξιά του Σιράκ πρότεινε ότι όποιος προσέφερε φιλοξενία σε μετανάστη θα έπρεπε να ενημερώνει τις αρχές για όλες τις μετακινήσεις του, αντιγράφοντας έναν νόμο που είχε ψηφιστεί στη Γαλλία του Βισύ. Αφού εξελέγη πρόεδρος το 2007, ο Νικολά Σαρκοζί, δημιούργησε ένα υπουργείο μετανάστευσης, ενσωμάτωσης και εθνικής ταυτότητας. Οι ιστορικοί δεν άργησαν να βρουν παραλληλισμούς μεταξύ αυτής της πολιτικής και του καθεστώτος του Βισύ. Πράγματι, ένας από τους υπουργούς του Σαρκοζί διοργάνωσε ένα συνέδριο σχετικά με την ένταξη των μεταναστών και επέλεξε το Βισύ ως τόπο διεξαγωγής του.

Θα λέγατε ότι η σταδιακή αποδυνάμωση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επηρέασαν τις συζητήσεις για την αντίσταση;

Νομίζω ότι οι επιθέσεις κατά του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ή κατά του ρόλου του μαρξισμού στη γαλλική κοινωνία ξεκίνησαν πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο. Περιλαμβάνουν τα έργα του Φρανσουά Φυρέ για τη Γαλλική Επανάσταση και τη δραστηριότητα των λεγόμενων «Νέων Φιλοσόφων», οι οποίοι προσπάθησαν να εντοπίσουν την υποτιθέμενη ολοκληρωτική φλέβα της πολιτικής σκέψης που είχε επηρέασει την κομμουνιστική παράδοση. Ορισμένες συζητήσεις για τα 200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης συνέβαλαν επίσης στην υπονόμευση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Όσον αφορά την Αντίσταση, έγιναν προσπάθειες να προκληθεί μια πολεμική σχετικά με τη μεταχείριση που είχαν από το κόμμα οι ξένοι μαχητές. Υπήρξε πολεμική σχετικά με το ρόλο του Ραϋμόν και της Λουσί Ωμπράκ, δύο ηρώων της αντίστασης των οποίων το έργο αμφισβητήθηκε. Νομίζω όμως ότι είναι πολύ δύσκολο να γκρεμιστεί το κύρος του Κομμουνιστικού Κόμματος όταν πρόκειται για την αντίσταση, εν μέρει, επειδή η αφήγηση υπήρξε επίσης ένα δημιούργημα των γκωλιστών. Ενώ οι τελευταίοι έδιναν έμφαση στη δική τους συμμετοχή σε βάρος της συμμετοχής των κομμουνιστών, δεν μπορούσαν να αρνηθούν το ρόλο του κόμματος.

Αν υπήρξε μια μετατόπιση, μου φαίνεται ότι – μετά την απολογία του Ζακ Σιράκ – θα πρέπει ίσως να την αναζητήσουμε σε μια ορισμένη μετατόπιση της εστίασης της συζήτησης από τους αγωνιστές και τις οργανώσεις της αντίστασης στο ρόλο των απλών ανθρώπων στην υποδοχή των Εβραίων κατά τη διάρκεια των διωγμών. Πρόκειται για μια μετατόπιση της έμφασης και όχι για μια πλήρη αναθεώρηση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ποια είναι σήμερα στη Γαλλία τα κύρια σημεία συναίνεσης σχετικά με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Ή ακόμα καλύτερα, υπάρχει τέτοια συναίνεση; 

Ο ρόλος της Γαλλίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μόνιμα υπό αμφισβήτηση και περιστρέφεται γύρω από παρόμοια θέματα, αν και πάντα διαθλάται από τη σύγχρονη πολιτική. Υπάρχει το επιχείρημα ότι το Βισύ ήταν μια εξαίρεση, μια μοναδική κατάσταση, που περιοριζόταν σε μια μειοψηφία και δεν είχε καμία σχέση με τη δημοκρατία ή τις παραδόσεις της Γαλλίας. Στη συνέχεια, υπάρχει η ιδέα ότι το Βισύ αντιπροσωπεύει μια μορφή συνέχειας. Υπάρχουν πολλές μελέτες που προσπαθούν να εντοπίσουν τις συνέχειες μεταξύ των πολιτικών του Βισύ και των ρεπουμπλικανικών εννοιών περί ιθαγένειας ή τις συνέχειες μεταξύ του Βισύ και των αντιδραστικών ρευμάτων της σύγχρονης πολιτικής (αν και πρέπει να πούμε ότι δεν αποδίδουν πάντα καλά αποτελέσματα). Αν εξετάσουμε την περίοδο από τον πόλεμο μέχρι σήμερα, υπήρξαν πολλά στάδια τα οποία είναι αυτά που προσπάθησα να συνοψίσω και τα οποία δείχνουν ορισμένες αλλαγές στην αντίληψη όσον αφορά το καθεστώς, τις δίκες κατά των ενόχων, τη συνενοχή των γαλλικών θεσμών, των πολιτικών κομμάτων κ.λπ. Υπάρχουν όμως και ορισμένα κοινά θέματα που είναι σημαντικά από ιστορική άποψη: η σχέση μεταξύ του ριζοσπαστικού συντηρητισμού και του φασισμού, η σημασία των αυταρχικών διολισθήσεων των φιλελεύθερων κρατών, η αποικιακή περίοδος και οι πιθανές συγκρίσεις μεταξύ των δικών κατά των υπευθύνων για την κατοχή και των προσπαθειών να αποσαφηνιστεί ο ρόλος της Γαλλίας στα αποικιακά εγκλήματα προκειμένου να οδηγηθούν οι ένοχοι στη δικαιοσύνη.

Η διαμάχη σχετικά με το Βισύ συνεχίζεται και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα επιτευχθεί ποτέ συναίνεση σχετικά με το καθεστώς επειδή το θέμα υπόκειται σε επανερμηνείες που υπακούουν στις αλλαγές και τις συγκρούσεις της σύγχρονης πολιτικής.

 

*Ο Daniel Finn είναι εκδότης του περιοδικού Jacobin και συγγραφέας του βιβλίου One Man’s Terrorist: A Political History of the IRA (Verso, 2019).

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…