Λένε πως η ήττα σε αντίθεση με την νίκη δεν έχει πολλούς πατέρες. Τέσσερις μήνες μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και είναι να αναρωτιέται κανείς για την πατρότητα της έκφρασης, αφού το ερώτημα ‘’ποιος τελικά κερδίζει στην Ουκρανία’’ φαίνεται να μην παίρνει σαφή απάντηση.
Βλέποντας κανείς τον χάρτη θα έλεγε πως η Ρωσία είναι κερδισμένη εδαφικά, αφού οι κατεκτημένες περιοχές περιλαμβάνουν εδάφη μεγαλύτερα σε έκταση από τις αυτονομηθείσες περιοχές του Ντονμπάς, με τον ρωσικό στρατό να έχει χρησιμοποιήσει ένα μικρό τμήμα του δυναμικού του. Εξίσου πειστική για όσους επιχειρηματολογούν υπέρ της Μόσχας είναι και το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει δεν απειλείται με κάποιου είδους κατάρρευση, σε πείσμα των ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων της Δύσης. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά. Το Κίεβο έχει κάθε λόγο να υπερηφανεύεται πως απέφυγε την αλλαγή καθεστώτος και έχει κατορθώσει να διαφυλάξει το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της ως ανεξάρτητου κράτους απέναντι σε έναν στρατιωτικό γίγαντα όπως η Ρωσία.
Υπάρχουν ασφαλώς και οι έμμεσα εμπλεκόμενοι, στην περίπτωσή μας το ίδιο σημαντικοί με τους άμεσους. Κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να μετρά μόνο προβλήματα, από την ανάγκη επανασχεδιασμού της εφοδιαστικής αλυσίδας έως την ανάγκη εύρεσης εναλλακτικών πηγών ενέργειας ικανών να ικανοποιήσουν την τρέχουσα ζήτηση, οι ΗΠΑ βρίσκονται προ ενός διλήμματος καθοριστικού για την μετάβαση ή όχι στον πολυπολικό κόσμο.
Ως μια επιλογή προβάλει η συνεννόηση με τον άσπονδο εχθρό, στη λογική της αποκατάστασης της παγκόσμιας ισορροπίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την αγορά ενέργειας. Η άποψη αυτή, που υποστηρίζεται από κύκλους της λεγόμενης ρεαλιστικής σχολής των Διεθνών Σχέσεων εστιάζει στην αποκατάσταση μιας κάποιας κανονικότητας ανάμεσα σε Μόσχα και Ουάσιγκτον. Αν και οι εκπρόσωποί της – ανάμεσά τους ο επικεφαλής του Council of Foreign Relations, Ρίτσαρτντ Χάας – θίγουν ζητήματα κοινωνικής συνοχής για τις δυτικές κοινωνίες ο προβληματισμός τους αφορά κυρίως την σύσφιξη των σινορωσικών σχέσεων και την ανάγκη των ΗΠΑ να μην συντηρούν ένα διπλό μέτωπο αντιπαράθεσης. Στον αντίποδα βρίσκονται όσοι θεωρούν πως το τέλος της παγκοσμιοποίησης και η διχοτόμηση ανάμεσα σε δύο μπλοκ αποτελεί νομοτέλεια με μη αναστρέψιμα χαρακτηριστικά. Αν για τους πρώτους ο στόχος είναι η επιστροφή της Ρωσίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τους δεύτερους το ζητούμενο είναι η νίκη σε έναν διμέτωπο με αιχμή του δόρατος τα ευρωπαϊκά σύνορα του ΝΑΤΟ και τον Ατλαντικό Ωκεανό. Υπάρχει φυσικά ανάμεσα στις δύο τάσεις ένα σημείο σύγκλισης κι αυτό περνά μέσα από την ήττα της Ρωσίας, με οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους, ικανούς να σύρουν τον Πούτιν σε διαπραγματεύσεις από μειονεκτική θέση.
Ποιος ωστόσο μπορεί να δώσει έναν επαρκή ορισμό αυτής στην παρούσα κατάσταση; Δεδομένου ότι το Κρεμλίνο επουδενί δείχνει διατεθειμένο να κάνει πίσω και η ανατολική πτέρυγα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ δείχνει να έχει καταβληθεί από πραγματική υστερία, η επιστροφή σε μια παλαιού τύπου συνεννόηση των «μεγάλων» προς αποκατάσταση της ειρήνης δεν φαντάζει εύκολη.
Όπως και να ‘χει, και μέχρι να βρεθεί ο ορισμός της νίκης τα πραγματικά θύματα του πολέμου, οι χιλιάδες νεκροί και οι εκατομμύρια εκτοπισθέντες αλλά και ένα κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού που θα έχει τραυματισθεί σοβαρά από το ιδιότυπο cancel culture που έχουν επιβάλει οι κατά τα άλλα ευρωπαίοι μέντορες της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα αποτελούν το πραγματικό μέτρο της ήττας για την ανθρωπότητα.
Φωτογραφία από το bbc: Ukraine war in maps: Tracking the Russian invasion