Η στιγμή της αποφυλάκισης. «Και έσονται οι δύο…». Φωτό: Βασίλης Ρεμπάπης/Eurokinissi

Πολλές και διαφορετικές είναι οι λέξεις που έχουν γραφτεί σχετικά με την «υπόθεση Λιγνάδη». Λέξεις παλλόμενες, φορτισμένες, ζοφερές, όπως τα συναισθήματα που ανακινεί και η σημασία που έχει η ιστορία αυτή. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει μία λέξη, χωρίς την οποία –παρότι δεν είναι η πιο βαριά ούτε αυτή που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο– δεν μπορούμε να καταλάβουμε σχεδόν τίποτα για την ουσία και την εξέλιξη της υπόθεσης. Η λέξη αυτή είναι η εξουσία: ο Λιγνάδης είχε εξουσία ο ίδιος και διατηρούσε στενούς δεσμούς με την εξουσία· κινούνταν στην καρδιά του σκότους και ταυτόχρονα της  εξουσίας.

Δεν ξέρω πώς απέκτησε την εξουσία και ύφανε τους δεσμούς αυτούς, ούτε τις ακριβείς διακλαδώσεις τους, καθώς όσα βλέπουμε –από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και την υπουργό Πολιτισμού μέχρι τον Αλέξη Κούγια– είναι, πιθανότατα,  πολύ λιγότερα και μικρότερης σημασίας από όσα δεν  μπορούμε να διακρίνουμε. Ξέρω όμως ότι η εξουσία είναι το κλειδί που μας εξηγεί πολλά και κρίσιμα: τη «συνωμοσία σιωπής» που κάλυπτε τη δράση του επί τόσα χρόνια, τη «διακριτική» του μεταχείριση από τα κανάλια, τη σκανδαλώδη καθυστέρηση των διωκτικών αρχών να ερευνήσουν στο σπίτι του, την απόφαση της αποφυλάκισης κ.ά.

Στέκομαι στο τελευταίο. Ναι, το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αναστείλει την ποινή. Στο πλαίσιο του νόμου λειτούργησε. Eίχε τη δυνατότητα, δεν ήταν όμως υποχρεωμένο: μπορούσε να το κάνει ή να μην το κάνει. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί πήρε, κατά πλειοψηφία, αυτή την απόφαση, η οποία μάλιστα είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη για κάποιον που καταδικάζεται για δύο βιασμούς ανηλίκων.

Θα δώσω δύο, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι οι δικαστές θέλησαν να εξαντλήσουν την επιείκειά τους, σε μια έξαρση ανθρωπισμού και σεβασμού της προσωπικότητας, ακόμα και ενός καταδικασμένου για ειδεχθή εγκλήματα· ότι δεν θέλησαν να του στερήσουν την ελευθερία μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, καθώς εκτίμησαν ειλικρινώς ότι δεν είναι ύποπτος φυγής και τέλεσης νέων αδικημάτων –  και αυτή η πεποίθηση πρυτάνευσε. Η δεύτερη είναι ότι πήραν την απόφαση επειδή ο Λιγνάδης είναι κοινωνικά αυτός που είναι – και εδώ σκοντάφτουμε πάλι στη μαγική και τρομακτική λέξη «εξουσία». Κάτι τέτοιο, ακόμα και στην πιο αθώα εκδοχή, ότι αυθορμήτως, λόγω κοινωνικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής προκατάληψης, αντιμετώπισαν ευνοϊκότερα έναν άνθρωπο επιφανή και ισχυρό σε σχέση με έναν κατατρεγμένο φτωχοδιάβολο συνιστά μείζον πρόβλημα, είναι ο ορισμός της αδικίας. Για να μη μιλήσουμε, βέβαια, για τις λιγότερο αθώες εκδοχές, ότι η πίεση που δέχτηκαν δεν ήταν γενικά και αφηρημένα ο σαγηνευτικός  αέρας εξουσίας που ανέδιδε ο κατηγορούμενος και έπνευσε ούριος, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα του υπέρ αυτού, αλλά απολύτως συγκεκριμένη: ένα τηλεφώνημα, μια παρέμβαση, μια επαφή, μια υπόσχεση από έναν ανώτερο δικαστικό, πολιτικό ή άλλο άνθρωπο της εξουσίας.

Θα ήθελα πολύ να διαλέξω την πρώτη απάντηση, αλλά, όσο κι αν προσπαθώ, αδυνατώ. Kι αυτό δεν έχει να κάνει με τον σεβασμό ή μη στους θεσμούς, και δη τη δικαιοσύνη, αλλά με μια στοιχειώδη αίσθηση της πραγματικότητας. Θέτω λοιπόν, στη βάση αυτή, δυο  άλλα ερωτήματα. Πρώτον, αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί δεν αθωώθηκε ο Δ. Λιγνάδης; Δεύτερον, γιατί αυτό το πλέγμα εξουσίας εξακολουθεί να τον προστατεύει;

Στο πρώτο, η απάντησή μου είναι ότι αυτό συνέβη επειδή η κοινωνία και η εξουσία δεν είναι συμπαγείς, επειδή δεν υπάρχει ένα «μακρύ χέρι» της εξουσίας που κινεί όλα τα νήματα. Υπάρχουν όρια, ρήγματα, αντιλήψεις, αξίες, αντιστάσεις, άνθρωποι, κανόνες, νόμοι και συσχετισμοί. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, ακόμα και στις πιο τρανταχτές υποθέσεις, ούτε η καταδίκη ούτε η αθώωση. Η καταδίκη, λοιπόν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι έργο των θυμάτων πρώτα από όλα, που βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν, των δημοσιογράφων και των αλληλέγγυων που τους πλαισίωσαν (θα αναφέρω ονομαστικά τη Ναταλί Χατζηαντωνίου, που τόσα της οφείλουμε), της εγρήγορσης των πολιτών (ας μην ξεχνάμε το Lignadis Trial Watch), των δικηγόρων που έδωσαν τη μάχη, και, βέβαια, της ακροαματικής διαδικασίας και της κρίσης των δικαστών. Ακόμα, βαρύνοντα ρόλο έπαιξαν η γενικότερη ευαισθητοποίηση που προξένησε το κίνημα #MeΤoo, καθώς και το είδος των αδικημάτων: πόσα εγκλήματα πιο απεχθή από τον βιασμό ανηλίκων μπορούμε να σκεφτούμε; Εξαρχής,  τίποτα δεν είναι δεδομένο: ούτε ότι «θα λάμψει η αλήθεια» ούτε ότι όλα είναι «μιλημένα» σε μια γιγάντια σκευωρία των παντοδύναμων μηχανισμών. Και αυτό είναι εξόχως παρακινητικό για να μην παραδινόμαστε στη μοιρολατρία – είτε ότι όλα θα γίνουν από μόνα τους όπως πρέπει είτε ότι τα πάντα είναι «σάπια» και χαμένα.

Στο δεύτερο ερώτημα, γιατί το σύστημα επιμένει μέχρι σήμερα να  προστατεύει τον εκλεκτό του, η απάντηση είναι πιο δύσκολη. Εκτιμώ πάντως ότι το κρίσιμο είναι οι δεσμοί· δεσμοί όχι μόνο προσωπικοί και κοινωνικοί, αλλά  πρωτίστως συνενοχής. Ό,τι μαθαίνουμε δείχνει να είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Αυτό από τη μια μας δυσκολεύει να καταλάβουμε, από την άλλη όμως μας υποδεικνύει με σαφήνεια μια  κατεύθυνση έρευνας για να απαντήσουμε στο ερώτημα. Στο σκεπτικό αυτό, η αποφυλάκιση δεν είναι τόσο μια πράξη στοργής και φροντίδας προς το αγαπημένο τέκνο, αλλά ένα διάβημα που διασφαλίζει τον νόμο της σιωπής: ο Λιγνάδης δεν θα μιλήσει για όσα και όσους ξέρει, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Ας σκεφτούμε και ας ακολουθήσουμε ερευνητικά, δημοσιογραφικά και πολιτικά αυτή την πορεία, προσπαθώντας να ξετυλίξουμε το κουβάρι.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…