Με το άρθρο 58 του Ν.4384/2016, προστέθηκε στο Ν. 4251/2014, «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης», το άρθρο 13Α, με το οποίο ρυθμίζεται η «Απασχόληση παράτυπα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών στην αγροτική οικονομία».
Έτσι προβλέπεται η «απασχόληση πολιτών τρίτων χωρών» οι οποίοι «στερούνται τίτλου διαμονής στην χώρα, προκειμένου για την αντιμετώπιση επειγουσών αναγκών της αγροτικής εκμετάλλευσης», μετά από αίτηση του εργοδότη και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών είναι η ελάχιστη δυναμικότητα της εκμετάλλευσης, η υπεύθυνη δήλωση του εργοδότη ότι θα παράσχει κατάλληλο κατάλυμα όπως ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, η υπογραφή σύμβασης εργασίας και, σε περίπτωση ανανέωσης (εργασία δεύτερου ή τρίτου κλπ εξαμήνου), αποδεικτικά εξαγοράς εργοσήμων του προηγούμενου εξαμήνου.
Ακολούθως, η αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης εξετάζει την αίτηση και εγκρίνει ή απορρίπτει αιτιολογημένα το αίτημα, η κατά τόπο αρμόδια αστυνομική αρχή εκδίδει βεβαίωση αναβολής απομάκρυνσης και η Περιφέρεια του τόπου διαμονής τους, χορηγεί με προϋποθέσεις την άδεια εργασίας για ένα εξάμηνο, η οποία μπορεί να επαναλαμβάνεται.
Με αυτό τον τρόπο η ελληνική πολιτεί αναγνώρισε ότι έπρεπε να ρυθμιστεί το καθεστώς ύπαρξης και εργασίας χιλιάδων μεταναστών αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι διαβιούν στη χώρα από λίγα έως και πάνω από δέκα χρόνια (μερικοί και περισσότερα). Πρόκειται για ένα δυναμικό το οποίο μπορεί να μη διαθέτει άδεια διαμονής, ωστόσο για πολλά χρόνια αναγκάζεται να ζει και να εργάζεται στη γκρίζα ζώνη της ανασφάλιστης και υπερ-εκμεταλλευόμενης εργασίας, και να καλύπτει, παρά τις αντιμεταναστευτικές κραυγές, πραγματικές ανάγκες στην αγροτική οικονομία.
Η επιτυχία του θεσμού αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό, οι συμβάσεις εργασίας ανανεώνονται στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις για επαναλαμβανόμενα εξάμηνα και οι κοινωνικές σχέσεις που χτίζονται με αυτό τον τρόπο αποκτούν σταθερή βάση.
Επιπλέον, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του κώδικα Μετανάστευσης, που προβλέπουν τη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής σε «πολίτες τρίτων χωρών» που αποδεικνύουν με «έγγραφα βέβαιης χρονολογίας το πραγματικό γεγονός της διαμονής στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν την υποβολή αίτησης», άνοιγε ο δρόμος έστω και σε ορίζοντα επταετίας, για την έκδοση νόμιμων τίτλων διαμονής στη χώρα αυτής της κατηγορίας μεταναστών και συνεπώς ν’ απαλλάξει τους ίδιους από τη συνεχή αβεβαιότητα, τους εργοδότες – αγρότες από την επανυποβολή αιτημάτων και τις υπηρεσίες από αχρείαστη γραφειοκρατία.
Όμως, όπως αποδεικνύεται, το μοντέλο της ένταξης μεταναστών στην εργασία, της προοπτικής νομιμοποίησης της παρουσίας τους, σε κάποιους δεν αρέσει, καθώς φαίνεται πως δεν υπακούει στα ξενοφοβικά στερεότυπα: των «εισβολέων», που αλλοιώνουν την «εθνική μας υπόσταση» και «μας παίρνουν τις δουλειές».
Έτσι, εντελώς αιφνίδια και χωρίς αιτιολόγηση, με το Ν. 4825/21 (άρθρα 72 και 73), από την 1η Ιουλίου του 2022, καταργείται το προαναφερόμενο άρθρο 13Α, «Απασχόληση παράτυπα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών στην αγροτική οικονομία», παραγνωρίζοντας το γεγονός, ότι με βάση το ισχύσαν νομικό πλαίσιο, οι άνθρωποι αυτοί απέκτησαν νόμιμα έγγραφα: άδειες εργασίας επαναλαμβανόμενες κάθε εξάμηνο, ΑΜΚΑ, υγειονομική κάλυψη, ένταξη στο φορολογικό σύστημα και προοπτική απόκτησης νόμιμων τίτλων διαμονής.
Επιπλέον, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην αγροτική οικονομία, από την αποστέρηση ειδικευμένου, πλέον, εργατικού δυναμικού – εκτός κι αν κάποιοι στην Κυβέρνηση και γενικότερα στο σύστημα εξουσίας, δεν μπορούν να αποστούν από το εργασιακό μοντέλο τύπου Μανωλάδας!
Θεωρούν, προφανώς, ότι αυτοί οι άνθρωποι, όντας ευάλωτοι και χωρίς φωνή, δεν έχουν περιθώρια αντίδρασης.
Υπάρχει όμως κινητικότητα και δυσαρέσκεια στο χώρο των αγροτών, η οργάνωση της οποίας και η ένταση της διεκδίκησης για την κατάργηση της αιφνίδια αυτής ρύθμισης, θα κρίνει και την εφαρμογή της ή όχι μετά την 1η Ιουλίου.