Η Ναταλί Χατζηαντωνίου είναι μια από τις πιο έμπειρες δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ – σήμερα εργάζεται στην Εφημερίδα των Συντακτών και το Κόκκινο. Η Ναταλί πήρε από Νικο Σ. για το 2020mag τη συνέντευξη-μαρτυρία που οδήγησε στην παραίτηση του Δημήτρη Λιγνάδη από τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου και το άνοιγμα της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης. Παρακολούθησε στενά τόσο την ανάκριση όσο και τη δίκη του Λιγνάδη, δίνοντας μάχη για να αναδειχθεί η αλήθεια κόντρα στη συστηματική προσπάθεια συγκάλυψη των εγκλημάτων. Γι’ αυτή της τη στάση βρέθηκε και βρίσκεται στο στόχαστρο του Κούγια, του Λιγνάδη και του κυβερνητικού μηχανισμού.

Οι δημοσιογράφοι παίρνουν και δεν δίνουν συνεντεύξεις. Ωστόσο, στο Κόκκινο και το Μαύρο σκεφτήκαμε ότι μπορεί να γίνει μια εξαίρεση, αφού η Ναταλί Χατζηαντωνίου έχει καταστεί αντικείμενο χυδαίων συκοφαντικών επιθέσεων επειδή κάνει τη δουλειά της. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μας φωτίζουν την υπόθεση Λιγάνδη κι εξηγούν τον πολιτικό χαρακτήρα της. Θυμίζουν ταυτόχρονα ότι όλη αυτή η ιστορία έχει να κάνει με ανθρώπους που ποδοπατήθηκαν από τον Λιγνάδη κι εξακολουθούν να ποδοπατιούνται από το σύστημα που τον στηρίζει.

*** 

Έχεις παρακολουθήσει στενά την υπόθεση Λιγνάδη από την αρχή της. Ποια είναι τα βασικά σου συμπεράσματα μετά και την έκδοση της απόφασης;

Παρότι ως πολιτιστική ρεπόρτερ είχα διαγνώσει εμφανή στοιχεία υπεροψίας στον χαρακτήρα του ηθοποιού-σκηνοθέτη Λιγνάδη πριν, και του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου αργότερα (δεν θα ξεχασω π.χ. πόσο άσχημα μου είχε χτυπήσει η λέξη «εκπολιτισμός» που χρησιμοποίησε όταν περιέγραφε τους στόχους του στο Εθνικό, λες και απευθυνόταν σε θεατρικά ιθαγενείς), ποτέ δεν περίμενα ότι αυτή η υπεροψία όχι απλώς δεν θα καμφθεί μετά την πρωτόδικη καταδίκη του για δύο βιασμούς ανηλίκων, αλλά αντιθέτως, θα απογειωθεί. «Ήρθε η ώρα να μιλήσω εγώ», είπε με τη φόρα …αθώου την πρώτη στιγμή που βγήκε από τη φυλακή με αναστολή, αν και σ΄ αυτή τη δίκη μίλαγε διαρκώς και κατά πάντων, δια του συνηγόρου του. Και στην «απολογία» του η ίδια υπεροψία μου είχε κάνει εντύπωση, μαζί με την έλλειψη ενσυναίσθησης, οποιουδήποτε ίχνους ενοχής και οποιουδήποτε συναισθήματος γενικώς.

Σκέφτηκα εκείνη τη μέρα ότι, ακόμα και ως υπερασπιστική τακτική, θα μπορούσε να πιεστεί να δείξει ότι είχε προϋπάρξει κάποια συμπάθεια κι επιθυμία να βοηθήσει ένα παιδί όπως τον Π., που πλήττεται και σέρνει μαζί του μία βαριά προσωπική ιστορία προσφυγιάς, κακοποιήσεων και φόβου. Αντίθετα, με πόση αυταρέσκεια διηγούνταν ότι του προσέφερε μία «λάμπα» και «νερό» που ο Π. δεν είχε στο σπίτι του! Και με πόση αυταρέσκεια επίσης απάντησε σε ερώτηση της Προέδρου του δικαστηρίου ότι δεν ήξερε καν εάν ο Π. παρακολουθούσε τακτικά το σχολείο του ή αν έχει φτιάξει τα χαρτιά του!

Εκ των υστέρων, λοιπόν, εκτός από την υπεροψία, θα έλεγα ότι ο Λιγνάδης είχε την ίδια αφ’ υψηλού σχέση με τον κόσμο, την ίδια ριζωμένη ταξική συνείδηση και την ίδια βεβαιότητα της ατιμωρησίας που έχουν ορισμένα (ασφαλώς όχι όλα) παιδιά της upper class και των «καλών», ακριβών σχολείων, τα οποία αδιαφορούν για τις επιπτώσεις των «παραπτωμάτων» τους, γιατί «καθαρίζει» πάντα ο μπαμπάς. Αυτή η βαθιά ταξική συνείδηση, η οποία στην πορεία της διαστρεβλώνει και τη σχέση με το θέατρο, και τους αρχαίους τραγικούς, και με τη λογοτεχνία, και με τον κόσμο όλο, γίνεται τελικά και τοξική, κοινωνιοπαθής, απαθής. Με τη βεβαιότητα ότι, αν κάνεις κάποιο χοντρό παράπτωμα, και δη εναντίον αδυνάμων, και όχι ισοδύναμων ταξικά, σίγουρα θα αθωωθείς,γιατί υπάρχει ο μπαμπάς να καθαρίσει. Αυτή την απόπειρα του «μπαμπά» να καθαρίσει, ενός ολόκληρου συστήματος δηλαδή, που συγχωρεί εύκολα το… «παράπτωμα» του εκλεκτού γιού του και προσπαθεί να μας πείσει ότι «δεν πάθαμε και τίποτα», φοβάμαι ότι παρακολουθούμε αυτό τον καιρό.

Βιάστηκαν ξανά τα θύματα

Πώς είδαν τα θύματα του Λιγνάδη τόσο τη δίκη όσο και την απόφαση;

Απ΄ όσα παρακολούθησα, διαπίστωσα ή κουβέντιασα πέρασαν μία γιγαντιαία ψυχική δοκιμασία. Τα θύματα των βιασμών, εάν η υπόθεση οδηγηθεί σε δικαστήριο, περνούν, ούτως ή άλλως, μία εξαιρετικά επώδυνη δοκιμασία καθώς οφείλουν να ανακαλέσουν σκηνές τις οποίες έχουν προσπαθήσει να «θάψουν» μέσα τους χρόνια και χρόνια και να τις υπερβούν, εάν έχουν τη δυνατότητα βέβαια να απευθυνθούν εν τω μεταξύ σε ψυχίατρο. Λίγοι τα καταφέρνουν. Η εμπειρία ενός βιασμού αφήνει απ’ ό,τι λέει και η ψυχιατρική, βαθιά σημάδια. Τα θύματα του Λιγνάδη πέρασαν αυτή τη διαδικασία υπερδιπλασιασμένη λόγω της μεθόδου του συνηγόρου υπεράσπισης που, με την πλήρη ανοχή της Προέδρου του δικαστηρίου, τους ανάγκαζε σε διαρκείς ταπεινώσεις, σε ανοχή των προσβολών και των χυδαιοτήτων του και σε ακραία ψυχική οδύνη. Ζητούσε π.χ. ξανά και ξανά και ξανά και ξανά από τον Α. να επιδείξει ακριβώς σε ποιο σημείο του πρωκτού του βρήκε ίχνη σπέρματος, όταν ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο της νάρκωσης. Ο Α. είναι ένας άνθρωπος που έχει μία έμφυτη ντροπή, σχεδόν δειλία, στην πρώτη επικοινωνία. Σκεφτείτε τώρα αυτό το παιδί να πρέπει στην κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου να δείξει ξανά και ξανά πάνω στο σώμα του πώς βιάστηκε.

Όλοι, πάντως, θεωρώ ότι εκπροσωπούνται από τη φράση που είπε στη συγκλονιστική του μαρτυρία ο Νίκος Σ.: «μας βιάζει ξανά ο βιαστής μας». Ο Νίκος είναι και ο μάρτυρας που, επειδή μίλησε πρώτος στη συνέντευξη της 6ης Φεβρουαρίου, η οποία οδήγησε στην παραίτηση του Λιγνάδη, και επειδή στο δικαστήριο στάθηκε αλύγιστος, και έβαλε φρένο στις επαναλαμβανόμενες «κακοποιητικές» ερωτήσεις του συνηγόρου (το φρένο που δεν έβαλε ποτέ στη γλώσσα και στην τακτική του συνηγόρου η Πρόεδρος Παναγιώτα Γιούπη), δέχεται και τις μεγαλύτερες επιθέσεις και συκοφαντίες από τον Λιγνάδη. Γι’ αυτά τα παιδιά, λοιπόν, η ανακούφιση της απόφασης διήρκεσε εξαιρετικά λίγο. Ξέσπασαν, βέβαια, σε κλάματα όταν άκουσαν το «ένοχος» για τις περιπτώσεις του Π. και του Σ., αγκάλιασαν τον Α., που το δικαστήριο δεν βρήκε την φρικτή του εμπειρία αρκετά στοιχειοθετημένη, αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους. Και ξαναέκλαψαν από απόγνωση στην δημοσιοποίηση της αναστολής. Τα περισσότερα έχουν τόσο τραυματιστεί και από τη δίκη, που τρέμουν ακόμα και με πιθανότητες που φαίνονται ανύπαρκτες, όπως π.χ. να συναντήσουν τον βιαστή τους στο δρόμο. Και επίσης έχουν όλα συνειδητοποιήσει εξαρχής ότι τα εβαλαν με ένα πανίσχυρο σύστημα, το οποίο τους αντιμετωπίζει κατά την γνωστή έκφραση ως peanuts. Ως αναλώσιμους, δηλαδή.

Κατασκευές βλακείας για βλάκες

Στην τελευταία του ανακοίνωση ο Κούγιας σε στοχοποιεί ξανά μαζί με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά, όπως έκανε και σε όλη τη δίκη. Πού αποσκοπεί αυτή η προσπάθεια;

Νομίζω ότι εγώ και ο Καραντζάς εκπροσωπούμε δύο διαφορετικές εκδοχές σεναρίων που ο Λιγνάδης θεώρησε ότι θα μπορούσε να εξυφάνει προς όφελός του. Να εξυφάνει, δηλαδή, και τα δύο ταυτόχρονα, ένα ως βασικό, ένα ως «καβάντζα», ή και σε συνδυασμό, ακόμα καλύτερα. Στον Καραντζά θεώρησε ότι θα μπορούσε να φορτώσει καλλιτεχνική αντιπαλότητα και ακραίο ανταγωνισμό με ερωτικούς υπαινιγμούς. Γι’ αυτό ειπώθηκαν για τον ίδιο από τον συνήγορο του Λιγνάδη τρομαχτικά ψέματα, όπως ότι επέστρεψε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό μετά την απομάκρυνση Λιγνάδη γιατί ο τελευταίος τον είχε απορρίψει. Στην πραγματικότητα, στην πρόσκληση του Λιγνάδη να σκηνοθετήσει επί των ημερών του, ο Καραντζάς είχε απαντήσει, με μέιλ ευτυχώς, ότι δεν θα μπορέσει λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Μιλάμε δηλαδή για τέτοια χονδροειδή και αυταπόδεικτα ψέματα.

Εγώ πάλι είχα δύο «μειονεκτήματα»: ήμουν αυτή που τόλμησε να δημοσιοποιήσει τη μαρτυρία του Νίκου Σ. και είμαι δημοσιογράφος με εκφρασμένη αριστερή ταυτότητα και άποψη, και επίσης με δημοσιοποιημένη τη συχνή διαφωνία μου με τους πολιτικούς χειρισμούς της υπουργού Πολιτισμού, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ και του δικαιώματος να εκφέρω άποψη. Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι το μένος του Λιγνάδη εναντίον εμού και του Νίκου βρήκε βολική διέξοδο για τον ίδιο στην εμπλοκή του ονόματός μου σ΄ ένα σκοτεινό σενάριο που είχε τελικό στόχο την κ. Μενδώνη ή και όλη την κυβέρνηση. Γι’ αυτό, στο πλαίσιο της αγόρευσής του, ο συνήγορος υπεράσπισης διάβασε και ό,τι κριτική είχα ασκήσει στην υπουργό και προ Λιγνάδη. Στο πρόσωπό μου, επίσης, θεώρησε ότι μπορεί να εμπλέξει την Αριστερά, τις αντιδράσεις για την ονομασία της σκηνής Ρεξ σε «Ελένη Παπαδάκη», τις αριστερές αντιπολιτευτικές διαφωνίες και να φτιάξει μία ολόκληρη χολυγουντιανή υπερπαραγωγή δήθεν «σκευωρίας», ουσιαστικά για να ερεθίσει ακραία συντηρητικά αντανακλαστικά. Ούτε αυτά όμως κατόρθωσε να ερεθίσει. Διότι στη δική μου περίπτωση, όπως και σε αυτήν του Καραντζά, ο «υποδοχέας» αυτών των σεναρίων δεν χρειαζόταν να είναι μόνον ακραία συντηρητικός, αλλά και ακραία «ψεκασμένος». Ως εκ τούτου, τα σενάρια αυτά, εκτός από κατασκευές απολύτως αδύνατον να τεκμηριωθούν, αποδείχτηκαν και κατασκευές βλακείας προορισμένες μόνον για βλάκες.

Οι ευθύνες της Μενδώνη

Η κυβέρνηση καταγγέλλει όσους επιχειρούν να πολιτικοποιήσουν την υπόθεση Λιγνάδη. Εσύ, από την άλλη, επανειλημμένα έχεις αναφερθεί σε σοβαρές κυβερνητικές ευθύνες. Θα μπορούσες να τις συνοψίσεις;

Ανθρώπινα μου έκανε κάτι μεγάλη εντύπωση εξαρχής: η απόλυτη σιωπή του ΥΠΠΟ όταν δημοσιοποιήθηκε η συνέντευξη. Δεν μιλώ για τη δημόσια σιωπή τις πρώτες ώρες, η οποία θα μπορούσε να είναι ένδειξη σοκ, και άρα κατανοητή. Μιλώ για την σιωπή που επιλέχθηκε έναντι μιας off the record επικοινωνίας. Με την δημοσιογραφική μου «ταυτότητα» εκείνη τη στιγμή, έχοντας 25 χρόνια προϋπηρεσίας στο ρεπορτάζ, έδινα με το ονοματεπώνυμό μου φωνή σε μία σοβαρή καταγγελία, υπέρτερη  κομματικών και ιδεολογικών διαφορών. Στη θέση της υπουργού θα επεδίωκα μία off the record επικοινωνία, ώστε να λάβει διευκρινίσεις που ενδεχομένως θα της ήταν πολύτιμες. Όμως, όχι μόνον δεν επικοινώνησε μαζί μου η υπουργός, αλλά αντιθέτως, έσπευσε σε συνεντεύξεις της τις επόμενες ημέρες να μιλήσει: για «τοξικό κλίμα» και «φήμες» (7/2/21 στο Thema Radio), για «μία τοξική και ζοφερή κατάσταση» (8.2.21 στο «Κοινωνία Ωρα MEGA»). Η υπουργός έσπευσε επίσης να αρθρογραφήσει (13.2, Νέα Σαββατοκύριακο) για «χαοτικές, «υπαγορευόμενες ή ανέξοδες δηλώσεις προβολής» που «προσκαλούν σε δημόσιο λιθοβολισμό».

Συμπτωματικά, ανάλογο περιεχόμενο είχε η αρθρογραφία 2-3 γνωστών ακροκεντρώων «συναδελφισσών», που ήταν και οι πρώτες που έσπευσαν να με στοχοποιήσουν. Και άλλη μία σύμπτωση: στα σχόλια αυτών των «συναδελφισσών» προαναγγέλθηκε με ακρίβεια και η «επιχειρηματολογία» του συνηγόρου υπεράσπισης εναντίον μου: «τα δισέγγονα της ΟΠΛΑ», ο «δεύτερος θάνατος της Παπαδάκη», η «συριζογενοβέφα που είναι σε εντεταλμένη υπηρεσία», η ανωνυμία της καταγγελίας του Νίκου, η δική μου επιθυμία …αυτοπροβολής! Αυτά θα τα άκουγα και τους μήνες της δίκης: «σ΄ έχω κάνει σταρ», μου πέταξε ο συνήγορος υπεράσπισης σ΄ ένα διάδρομο. Ο ίδιος, σε άλλη μία σατανική σύμπτωση, κατέθεσε ως αναγνωστέα της υπεράσπισης ακριβώς τα ίδια άρθρα και ποστ που αναφέρω.

Ένα άλλο θέμα που μου φάνηκε τουλάχιστον παράδοξο ήταν οι δεκάδες διαφορετικές εκδοχές για την παραίτηση Λιγνάδη: Παραιτήθηκε από μόνος του και μάλιστα σκεφτόταν μέρες να το κάνει, όπως διαβεβαίωσε ο αδελφός του στο δικαστήριο; Από μόνος του, αλλά με ευγενική παρότρυνση της υπουργού, όπως είπε ο ίδιος ο Λιγνάδης στην απολογία του; Θυμηθείτε πόσες διαφορετικές εκδοχές είχαμε ακούσει: «Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους» (Χρήστος Ταραντίλης, κυβερνητικός εκπρόσωπος), «Από τη στιγμή που υπήρξε μια συνέντευξη, χωρίς να είναι επώνυμη –το  τονίζω αυτό– την ίδια ημέρα ζητήθηκε η παραίτηση και δόθηκε η παραίτηση» (Άκης Σκέρτσος, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ), «Ταυτόχρονα με την πρώτη καταγγελία, την ίδια μέρα –καταγγελία που θυμίζω ήταν ανώνυμη, χωρίς να κατονομάζει τον κ. Λιγνάδη, τον περιέγραφε όμως με πολύ μεγάλη σαφήνεια–, οδηγήθηκε ο κ. Λιγνάδης σε παραίτηση και η παραίτησή του έγινε αμέσως δεκτή» (ο πρωθυπουργός στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την ποιότητα της Δημοκρατίας και του Δημοσίου Διαλόγου).

Αυτή η αμηχανία, στην καλύτερη περίπτωση, και η αδράνεια των πρώτων ημερών, που κατά την Πολιτική Αγωγή στη δίκη έδωσε περιθώριο ενδεχομένως στον Λιγνάδη να εξαφανίσει πολύτιμα στοιχεία, σταδιακά έδειξε και μία πιο προνομιακή μεταχείριση του πρωτοδίκως καταδικασμένου βιαστη. Και έγινε αιτία για μια σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα. Γιατί π.χ. η κ. Μενδώνη και ο κ. Γιατρομανωλάκης έφυγαν άρον-αρον από την Καλαμάτα όταν έμαθαν ότι χορευτής θα ανοιξει πανό με τη φράση στα αγγλικά «οι βιαστές πρέπει να είναι στη φυλακή»; Τί μεσολάβησε, ώστε η κ. Μενδώνη, που στις 19 Φεβρουαρίου, στην περιβόητη συνέντευξη Τύπου της, μίλαγε για έναν «επικίνδυνο άνθρωπο» που «εξαπάτησε» και την ίδια και τον πρωθυπουργό, να σηκωθεί να φύγει, απέναντι σε μία διαπίστωση που αφορά στον ίδιο «επικίνδυνο άνθρωπο», καταδικασμένο πλέον; Τί μεσολάβησε ώστε να ονομάσει μία τέτοια υγιή καλλιτεχνική αντίδραση «εργαλειοποίηση του πολιτισμού»; Και, έστω κι έτσι, γιατί έφυγε; Δεν συμφωνεί ότι οι «βιαστές πρέπει να είναι στη φυλακή»;

Πολλά θα μπορούσα ακόμα να πω, όπως για την θεσμική ανοχή της κακοποιητικής γλώσσας έναντι των θυμάτων, τη σπουδή ανάπτυξης μίας επιχειρηματολογίας υπέρ της αναστολής (αν και βρίθουν τα παραδείγματα άλλων, πρόσφατων περιπτώσεων καταδικασμένων για ανάλογα ή ελαφρύτερα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας που έφαγαν τεράστιες ποινές χωρίς αναστολή, με τον ίδιο νόμο του 2010) ή την επίκληση ως ξεκάθαρο fake news του «νόμου Παρασκευόπουλου». Γενικά δεν έχω την εντύπωση ότι ο Λιγνάδης αντιμετωπίζεται από τους κυβερνητικούς ως μια περίπτωση πρωτοδίκως καταδικασμένου σε 12ετη κάθειρξη για δύο βιασμούς ανηλίκων. Ακόμα κι αυτή η ετυμηγορία σπανίως αναφέρεται από εκείνους. Ή και καθόλου. Σαν να είναι θέμα χρόνου να ακυρωθεί. Σαν να είναι θέμα χρόνου η αθώωση.

Θα ήθελες να κάνεις κι ένα σχόλιο για τους δημοσιογράφους που έγραψαν ευνοϊκά σχόλια (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) για τον Λιγνάδη μετά την έκδοση της απόφασης;

Ξεκαθαρίζοντας ότι θεωρώ αυτονόητο δημοσιογραφικό δικαίωμα την έκφραση της ελεύθερης άποψης, αλλά και μ΄ένα παράδοξο ρομαντισμό που διατηρώ στο επάγγελμα, θα ήθελα να σκέφτομαι ότι κάποιες είναι παραπλανημένες περιπτώσεις. Το έζησα άλλωστε. Δυο συνάδελφοι που εκτιμώ πολύ ήρθαν και μου είπαν «Ημουν εξαιρετικά επιφυλακτικός μέχρι που ήρθα στη δίκη, είδα και άκουσα τα θύματα από κοντα». Βλέπεις αυτή η υπόθεση είχε κι αυτό το μιντιακό μειονέκτημα. Στις τηλεοράσεις έφτανε η φωνή του Κούγια, άριστου χειριστή των τηλεοπτικών εντυπώσεων σε στυλ «ο Τράγκας απέθανε, ζητω ο Τράγκας», και η φωνή του Βλάχου, πολύ λίγο ικανού να ανταγωνιστεί τον νομικό του αντίπαλο, εφόσον δεν ήθελε να απωλέσει την αυτοεκτίμησή του ή να καταφύγει στο ψέμα και στη διαβολή. Δεν υπήρξε τίποτε άλλο.

Οι περισσότεροι ακούν αρχικά Νίκος Δ., Π, Σ, Α και δεν ξέρουν πρόσωπο, χροιά, στάση, βλέμμα. Ο Κούγιας ξιφουλκεί με το κενό, βαφτίζοντας το «λούγκρες», «βίζιτες», «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους», «απατεώνες» και δεν υπάρχει πουθενά πρόσωπο και βλέμμα και φωνή να δείτε μόνοι σας για τι παιδιά μιλάμε. Καλοπροαίρετα, λοιπόν, αποδίδω κάποιες αντιδράσεις σ΄ αυτό. Με μερικούς, όμως, γνωριζόμαστε χρόνια. Η αρθρογραφία τους είναι το χρονικό μίας προαναγγελθείσας θέσης. Δικής τους θέσης, εξασφαλισμένης με υποχωρήσεις. Προβλέψιμης θέσης. Ξεδιάντροπης, όταν έρχεται σε αντίθεση με τη δική τους αρθρογραφία επί παρομοίων ζητημάτων που είχαν απλώς άλλον πρωταγωνιστή. Σ΄ αυτούς δεν έχω να πω κάτι άλλο, ούτε μπορώ να κουβεντιάσω (είναι μάταιο), ούτε μπορώ να αφηγηθώ πράγματα που εγώ ξέρω κι εκείνοι όχι (το αποπειράθηκα σε μία περίπτωση τέτοιου συναδέλφου και έφαγα τα μούτρα μου στον τοίχο του κυνισμού του). Το μόνο που θα τους έλεγα λοιπόν είναι αυτό το αφοπλιστικά λιτό: «Βιαστής είναι». Τίποτε άλλο.

Θα ήταν όμως κρίμα σε μία τοξική υπόθεση να τελειώσουμε αυτή την κουβέντα με τοξικούς ανθρώπους. Πόσοι άλλοι συνάδελφοι στάθηκαν-ατε στο ύψος των περιστάσεων; Όχι και λίγοι. Και θα ήταν άδικο να μην αναφέρω, έτσι, σαν ξόρκι, τα ονόματα 4-5 που ήταν εκεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος για να εισπράξουν κι αυτοί μερίδιο της τοξικότητας του συνηγόρου: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Μαρία Λούκα (Παρατηρητήριο Δίκης Λιγνάδη), Μαρία Κεφαλά, Μαρία Γαλάτη, Σοφοκλής Αρχοντάκης (2020mag), Δημήτρης Αγγελίδης (ΕφΣυν). Συγκινημένη γι’ αυτό το «μαζί» που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…