Πηγή: Getty Images

Ο μεγαλύτερος σύμμαχος της ιταλικής ακροδεξιάς ηγέτιδας Τζόρτζια Μελόνι είναι η Λίγκα. Όπως και τα Αδέλφια της Ιταλίας, είναι ένα κόμμα κατά των μεταναστών — αλλά έχει χτίσει τη βάση του υποσχόμενο να υπερασπιστεί τις ιταλικές επιχειρήσεις από την παγκοσμιοποίηση

Πηγή: Jacobin | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη (μετάφραση από τα αγγλικά: Chiara Migliori)

Στις 12 Απριλίου 1984, όταν η συμβολαιογράφος Φράνκα Μπελορίνι επικύρωσε το ιδρυτικό έγγραφο της Αυτονομιστικής Λίγκας της Λομβαρδίας, η βασική ομάδα της μελλοντικής Λίγκας του Βορρά αποτελούνταν μόνο από έναν μικρό οικογενειακό κύκλο γύρω από τον ιδρυτή Ουμπέρτο Μπόσι. Εκεί ήταν η σύζυγός του, Μανουέλα Μαρόν, ο κουνιάδος του Πιεράντζελο Μπρίβιο, η αδελφή του Άντζελα, ακόμα και ο οδηγός του, Πίνο Μπαμπίνι. Οι πρώτες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στο σπίτι της Μαρόν και για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980 (το πρώτο επίσημο συνέδριο πραγματοποιήθηκε το 1989), παρέμεινε ένα «κόμμα αφισοκολλητών».

Επικεφαλής ήταν ο μοναδικός ηγέτης του, ο Μπόσι, ο οποίος περιβαλλόταν από έναν μικρό «μαγικό κύκλο» ακολούθων. Ο Μπόσι ήταν «ο εγκέφαλος και ο καλλιτέχνης, ήταν ο δημόσιος ομιλητής σε κάθε περίσταση και εκδήλωση στη Λομβαρδία» (η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ιταλίας, γύρω από το Μιλάνο), «όπου συνάντησε υποστηρικτές και μοίρασε φυλλάδια και αντίγραφα της εφημερίδας του κόμματος, για να κυκλοφορήσουν και να τοποθετηθούν στα γραμματοκιβώτια».

Ο Μπόσι είχε μπει στον ακτιβισμό της περιφέρειας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και το Μάρτιο του 1982 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του εντύπου «Αυτονομιστική Λομβαρδία». Αυτά τα χρόνια ήταν ένα ακόμα από τα πολλά μικρά, σχεδόν οικογενειακά κόμματα της Ιταλίας – που συγκεντρώνονταν βιαστικά στις προεκλογικές εκστρατείες και συνήθως εξαφανίζονταν λίγα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, σήμερα, εν μέσω ευρύτερης αστάθειας, η Λίγκα του Βορρά είναι το μακροβιότερο κόμμα της Ιταλίας.

Πώς, λοιπόν, κατάφερε να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαιρέσεις και τις δικαστικές έρευνες και να εκλέξει υπουργούς, κυβερνήτες, αντιπρόεδρους της κυβέρνησης, προέδρους της Βουλής και της Γερουσίας — και μάλιστα να γίνει το κορυφαίο κόμμα σε εθνικό επίπεδο; Τι εκφράζει στο ιταλικό πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κλίμα — και ποιου πράγματος σύμπτωμα είναι η ηγεσία του Ματέο Σαλβίνι;

Μία Ιστορία

Αυτά τα ερωτήματα καθοδήγησαν τον ιστορικό Πάολο Μπαρσέλα στο «Η Λίγκα: Μια Ιστορία», ένα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Καρότσι ως μέρος μιας νέας σειράς που επιμελήθηκε ο Μισέλ Κολούτσι. Είναι μεταξύ των ελάχιστων υπαρχουσών ερευνών αυτού του πολιτικού φαινομένου, που διεξάγονται από μια ευδιάκριτη ιστοριογραφική σκοπιά. Παρά την αναμφισβήτητη σημασία της, στην πραγματικότητα, η Λίγκα δεν έχει γίνει πραγματικά αντικείμενο πολλών επιστημονικών ή ακαδημαϊκών αναλύσεων και μέχρι στιγμής αντιμετωπίζεται κυρίως ως θέμα δοκιμίων και άρθρων εφημερίδων.

Το έργο του Μπαρσέλα χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, ξεκινώντας από αυτό που οι ακτιβιστές της Λίγκα ορίζουν «την ηρωική περίοδο» ή τη δημιουργία περιφερειακών ομάδων που καλύπτουν τη βόρεια Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας προχωρά στην απεικόνιση της επιτυχίας της Λίγκας του Βορρά, καθώς απέκτησε εθνική προβολή τη δεκαετία του 1990, μετά τη δικαστική έρευνα Mani Pulite («Καθαρά χέρια») και το πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η τρίτη ενότητα εστιάζει στο γεωπολιτικό κλίμα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στο οποίο το κόμμα χρησιμοποίησε επιδέξια μια διαδεδομένη ξενοφοβία για να προωθήσει το μίσος του για το Ισλάμ και τους μετανάστες γενικότερα. Ο συγγραφέας τελειώνει την ιστορία της Λίγκας απεικονίζοντας τη μεταμόρφωσή της σε ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα.

Η οριστική εγκατάλειψη των αρχικών περιφερειακών-αυτονομιστικών διεκδικήσεών της και η επίσημη είσοδός της στη σφαίρα των δεξιών συντηρητικών κομμάτων ήταν έργο του Ματέο Σαλβίνι, με την ανεκτίμητη βοήθεια του διαχειριστή των social media, Λούκα  Μορίσι. Η δραστηριότητα του Μορίσι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν κρίσιμη για τη ριζοσπαστική αλλαγή στο κόμμα, αποσυνδέοντάς το από τις εδαφικές και τοπικές δομές του. Το πιο σημαντικό είναι ότι το έργο του Μορίσι νομιμοποίησε τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του Σαλβίνι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής στρατηγικής του κόμματος.

Επινοημένη παράδοση

Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η Λίγκα του Βορρά επιδίωξε τους στόχους της με έναν άνευ προηγουμένου και πρωτότυπο τρόπο. Η ιστορία των ιταλικών περιφερειακών κινημάτων, στην πραγματικότητα, προηγείται της δημιουργίας του κόμματος του Μπόσι. Στα χρόνια μεταξύ του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της δεκαετίας του 1960, στη Βόρεια Ιταλία δημιουργήθηκαν αρκετές αυτονομιστικές ομάδες (και μερικές από αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν), όπως η Union Valdôtaine, η Südtiroler Volkspartei και η Movimento Friuli. Οι ισχυρισμοί τους τεκμηριώθηκαν από μια υποτιθέμενη εθνοτική, πολιτιστική ή γλωσσική διαφοροποίηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χορηγηθεί στις περιοχές τους ειδικό συνταγματικό καθεστώς.

Η Λίγκα Βένετα -που συχνά ορίζεται ως «η μητέρα όλων των ομάδων αυτών», παίζοντας θεμελιώδη ρόλο στην άνοδο διαφόρων τέτοιων περιφερειακών ομάδων στη βορειοανατολική Ιταλία διαπνεόταν βαθιά από την ιδέα της προστασίας της γλωσσικής και πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής του Βένετο. Ωστόσο, το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των υποστηρικτών της Λίγκα Βένετα έδωσε σε αυτό το κίνημα ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα, που το διαφοροποιούσε βαθιά από το μελλοντικό κόμμα του Μπόσι.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το Βένετο είχε κατά κεφαλήν εισόδημα 20 τοις εκατό κάτω από τον εθνικό μέσο όρο και η ιστορική υπανάπτυξη αυτής της περιοχής διαμόρφωσε βαθιά τη συγκρότηση της Λίγκα Βένετα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με επικεφαλής τον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης με έδρα την Πάντοβα, Ακίλε Τραμαρίν (Achille Tramari)n, το κόμμα ήταν μια συνέλευση τοπικών οργανώσεων (η Αρχαιολογική Ομάδα Montello, η Αρχαιολογική Ένωση Altinum, η Φιλοσοφική Εταιρεία Veneto), που προσπαθούσαν να προστατεύσουν το ιδίωμα και την ταυτότητα του Βένετο. Το 1980, μία από τις πρώτες προεκλογικές αφίσες της Λίγκα Βένετα κατήγγειλε τον ρατσισμό («Θα σταθούμε ενάντια στις διακρίσεις του λαού του Βένετο και κάθε άλλου λαού») και την υποτιθέμενη (και μερικές φορές πραγματική) οικονομική περιθωριοποίηση που υπέστη η περιοχή κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής βιομηχανικής ανάπτυξης της Ιταλίας (που είχε κυρίως αναδιαμορφώσει τη βορειοδυτική Ιταλία). Παρά τους οικονομικούς ισχυρισμούς, η Λίγκα Βένετα επιδίωκε πάντα μια πιο συγκεκριμένη υπεράσπιση της περιφερειακής κουλτούρας και ταυτότητας.

Ο Μπόσι, από την άλλη, δημιούργησε μια πολιτιστική ταυτότητα χωρίς τέτοια ιστορική νομιμότητα. Σε αντίθεση με το Βένετο, το Φρίουλι, το Άλτο Αντίτζε (Alto-Adige) και, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και το Πεδεμόντιο, η «Λομβαρδία» ως πολιτικό θέμα —ενώνει περιοχές τόσο διαφορετικές, όπως τα βουνά του Sondrio και οι πεδινές περιοχές της Mantua και του Lodi (σχεδόν τόσο νότια ως την Emilia- Romagna), Bergamo και Brescia, που ανήκαν για αιώνες στη Δημοκρατία της Βενετίας, και οι δυτικές περιοχές του Μιλάνου και της Brianza— είναι μια πλασματική δημιουργία χωρίς ιστορικές ρίζες.

Πιο αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι ο Μπόσι εντόπισε και τροφοδότησε ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο: τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων και τους αυτοαπασχολούμενους στο ξεκίνημα  της παγκοσμιοποίησης. Μέχρι το 1979, ο Μπόσι δεν είχε εκφράσει ποτέ κανένα ενδιαφέρον για περιφερειακά-αυτονομιστικά και ομοσπονδιακά αιτήματα, πόσο μάλλον για πολιτιστικά και ταυτοτικά. Αυτό το κρίσιμο γεγονός διηγήθηκε ο Ντανιέλ Βιμερκάτι, δημοσιογράφος στο Μπέργκαμο, συνεργάτης του Μπόσι και συγγραφέας του «I Lombardi Alla Nuova Crociata», ενός βιβλίου που αφηγείται την «ιστορία ενός πολιτικού θαύματος». Ήταν οι ανταλλαγές του με τον Μπρούνο Σαλβαδόρι, του Συνδικάτου Valdôtaine, που εισήγαγαν τον Μπόσι στην περιφερειακή-αυτονομιστική ιδεολογία. Η Λίγκα του Βορρά, ωστόσο, δεν ήταν ποτέ ένα παραδοσιακό περιφερειακό κίνημα, ούτε ένα κίνημα που στόχευε στη διατήρηση μιας εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, μας λέει ο Μπαρσέλα, το κόμμα στήριξε την πολιτική του δραστηριότητα σε «μια συνεπή έμφαση στα οικονομικά ζητήματα».

Αποτοπικοποίηση

Ξεπερνώντας την επιτυχία οποιουδήποτε άλλου τοπικιστικού ή αυτονομιστικού κινήματος, η εκπληκτική πολιτική πρόοδος της Λίγκας του Βορρά οφειλόταν κυρίως στην ικανότητα του Μπόσι να πλαισιώνει οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα με μια περιφερειακή-αυτονομιστική γλώσσα.

Στη δεκαετία του 1970, ως αντίδραση στις διαμαρτυρίες των εργαζομένων και τη δραστηριότητα των συνδικάτων, οι ιταλικές βιομηχανίες ξεκίνησαν μια μαζική διαδικασία ανάθεσης έργου σε τρίτους. Μια περαιτέρω απάντηση στην αναταραχή των δεκαετιών του 1960 και του 1970 είχε ως αποτέλεσμα τη διεθνοποίηση της ιταλικής αγοράς, ενισχύοντας τον ρόλο των πιο αποτελεσματικών και πολύτιμων βιομηχανικών περιοχών. Αυτό επέτρεψε σε αρκετές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από τη Λομβαρδία και το Βένετο -καθώς και σε μερικές στα βορειοδυτικά, που τους είχαν ανατεθεί δουλειές από μεγάλα εργοστάσια- να αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία στις διεθνείς βιομηχανικές αγορές.

Αυτή η εξέλιξη δεν επιταχύνθηκε μόνο από τη βιομηχανική καινοτομία: ήταν επίσης συνέπεια της νομισματικής μόχλευσης. Στη δεκαετία του 1970, προτού η Ιταλία μπει στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), ακολούθησε τη στρατηγική της ανταγωνιστικής υποτίμησης του νομίσματος για να ενισχύσει τις εξαγωγές. Στη δεκαετία του 1980, μετά την περίφημη διαδήλωση κατά των συνδικάτων το 1981, με επικεφαλής «λευκά κολάρα»-υπαλλήλους της Fiat, που σηματοδότησε μια συμβολική ήττα του εργατικού κινήματος, τα επιτόκια αυξήθηκαν, η χώρα μπήκε στο ΕΝΣ, και η ανταγωνιστική υποτίμηση σταμάτησε. Ως εκ τούτου, αρκετές περιοχές της παραγωγής υπέστησαν μια οπισθοδρόμηση, από την οποία θα ανέκαμπταν μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ή ακριβέστερα το 1992, χάρη στην ευνοϊκή συγκυρία που δημιουργήθηκε με το τέλος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών (μια «κινητή κλίμακα», που συνέδεε τις αμοιβές με τον πληθωρισμό), την προσωρινή εγκατάλειψη του ΕΝΣ και την επαναφορά της ανταγωνιστικής υποτίμησης.

Παρά τον αναμφισβήτητο δυναμισμό του, ο καπιταλισμός των βορειοανατολικών βιομηχανικών περιοχών, των οποίων τα συμφέροντα η Λίγκα του Βορρά ισχυριζόταν ότι υπηρετούσε, χαρακτηριζόταν επίσης από συστημική ευθραυστότητα και δομικές ταλαντώσεις. Αυτή η έλλειψη σταθερότητας πρέπει να αποδοθεί τόσο στις μειωμένες διαστάσεις των επιχειρήσεων όσο και στον δευτερεύοντα ρόλο τους στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα (η συντριπτική πλειονότητα των βιομηχανιών που φτιάχνουν μηχανήματα του Μπέργκαμο και τη Μπρέσια πωλούν τα προϊόντα τους σε γερμανικά εργοστάσια), καθιστώντας τις θεμελιωδώς ευάλωτες στα αναπόφευκτα σκαμπανεβάσματα του οικονομικού κύκλου. Στη δεκαετία του 1990 και στο γύρισμα της χιλιετίας, η Λίγκα  πέτυχε να εκμεταλλευτεί αυτό το περίεργο οικονομικό σενάριο, που χαρακτηρίζεται τόσο από τεράστιες δυνατότητες όσο και από ακραία τρωτότητα.

Ο συγγραφέας παρέχει ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής μέσω των (σχεδόν παραληρηματικών) λέξεων που πρόφερε ο Τζιανφράγκο Μίγκλιο το 1989. Ο πολιτικός απεικόνισε ένα ένδοξο πεπρωμένο για μια «ομογενή ευρωπαϊκή αγορά», όπου δεν θα υπήρχαν εμπόδια και διακρίσεις. Μια αγορά που θα γινόταν «η ιδανική κατάσταση για τους κατοίκους της Λομβαρδίας», οι οποίοι «παρά το γεγονός ότι είναι προσκολλημένοι στη γη τους, είναι πολιτικά «απάτριδες», σε αντίθεση με «την πλειοψηφία των Ιταλών, που είναι συνηθισμένοι στον περιφερειακό και εθνικό οικονομικό προστατευτισμό». Αν και είναι βαθιά ριζωμένη στη φιλοσοφία της Λίγκα, αυτή η άποψη φαίνεται να έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις πιο πρόσφατες εκκλήσεις για προστατευτικά μέτρα κατά της Κίνας, για να μην αναφέρουμε τον ενίοτε προβεβλημένο πολιτικό στόχο της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως αναφέρει ο Μπαρσέλα, η Λίγκα κατάλαβε και χρησιμοποίησε έξυπνα έναν άλλο αποφασιστικό παράγοντα στην αποβιομηχάνιση της Βόρειας Ιταλίας και την περίεργη ταξική της σύνθεση: τη δομική έλλειψη ξεκάθαρων κοινωνιολογικών ορίων μεταξύ ιδιοκτητών και εργατών. Στην οικονομική σφαίρα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούν τον κανόνα και ο ιδιοκτήτης είναι συχνά ένας πρώην εργαζόμενος που εξακολουθεί να παίζει ενεργό ρόλο στην παραγωγή. Σε αυτή την περίεργη ρύθμιση, τα εργασιακά περιβάλλοντα συχνά «χαρακτηρίζονται από οικογενειακές σχέσεις και δεσμούς φιλίας, ο ιδιοκτήτης της μικρής επιχείρησης είναι επίσης εργαζόμενος και οι κοινωνικοοικονομικές και ταξικές διαιρέσεις γίνονται θολές σε μια αφήγηση που εξυψώνει την προστασία της «βιομηχανικής κοινότητας».

Αλλά τα περιφερειακά-αυτονομιστικά αιτήματα της Λίγκας, με τις φεντεραλιστικές ή αποσχιστικές αποχρώσεις τους, δεν ήταν απλώς ένα ιδεολογικό πλαίσιο με στόχο την εξάλειψη των ταξικών διαφορών. Στις περιοχές της Λομβαρδίας και του Βένετο της δεκαετίας του 1980-1990, αυτές οι ταξικές διαφορές είχαν κατακερματιστεί τόσο πολύ που έγιναν αδιευκρίνιστες. Αυτό οφείλεται σε μια ιδιόμορφη βιομηχανική και ταξική σύνθεση, αποτέλεσμα των οικονομικών μετασχηματισμών που συνέβησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η Λίγκα εκμεταλλεύτηκε επιδέξια μια τέτοια κοινωνικοοικονομική σύνθεση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα συνεχείς εκλογικές επιτυχίες μεταξύ αυτού του ιδιόμορφου και υβριδικού κοινωνικού υποκειμένου, στο οποίο το κόμμα έδωσε μια πολιτική εκπροσώπηση, που τα συνδικάτα είχαν αποτύχει να παράσχουν.

Αντεπανάσταση

Υπό αυτή την έννοια, η Λίγκα του Βορρά ήταν ένα σύμπτωμα της καπιταλιστικής αντεπανάστασης των δεκαετιών 1970-1980 (που συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1990 και τη νέα χιλιετία), με την κυριολεκτική έννοια, σύμφωνα με την οποία τα συμπτώματα σηματοδοτούν την επιστροφή των καταπιεσμένων αληθειών.

Οι πολιτικές της επιτυχίες αμφισβήτησαν κατ’ εξακολούθηση την ικανότητα της Αριστεράς να οργανώνει ταξικούς αγώνες σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από νέους τρόπους παραγωγής και μια οργάνωση εργασίας που είναι ολοένα και πιο διασκορπισμένη και κατακερματισμένη, παρόλο που υπόκειται σε μια ολοένα πιο συγκεντρωτική διαχείριση. Αυτή η διαδικασία έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς ο καπιταλισμός της πλατφόρμας κυριαρχεί όλο και περισσότερο στις ζωές και τις δουλειές των εργαζομένων, με αποτέλεσμα τα άτομα να βλέπουν τους εαυτούς τους ως απλά εξαρτήματα στα χέρια αφηρημένων και αλγοριθμικών αφεντικών.

Καθώς η δομική ασυμμετρία στη βάση της ταξικής πάλης μετατρέπεται σε μια ασαφή «κοινότητα κατασκευαστών», η μόνη φαινομενική λύση είναι η επιστροφή σε μια ψεύτικη ενότητα ή σε πολλές «πλαστές ενότητες», που υπόκεινται στην ενδεχομενική πολιτική ατζέντα της στιγμής. Έτσι εξηγεί ο Μπαρσέλα τη συνεχή αλλαγή του κοινωνικού υποκειμένου που έχει αξιοποιήσει η Λίγκα για πολιτική υποστήριξη: πρώτα ήταν η Λομβαρδία, μετά ο Βορράς, μετά το έθνος ως σύνολο, όταν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Άλλος, εναντίον του οποίου έπρεπε να ενωθεί η κοινότητα, έγινε ο μετανάστης (που τώρα ξεπέρασε τον Νότιο ως αποδιοπομπαίος τράγος).

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ανάπτυξη υποκινήθηκε και καθοδηγήθηκε από τον Σαλβίνι, ο οποίος κατάφερε να αποκαταστήσει τη φήμη του κόμματος μετά τα σκάνδαλα διαφθοράς που μάστιζαν τον μαγικό κύκλο του Μπόσι και να το κάνει ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα, απλώς αποκάλυψε αυτό που υπήρχε ήδη. Η Λίγκα του Βορρά  ήταν, οπορτουνιστικά, απλά ένα περιφερειακό-αυτονομιστικό κόμμα: στην πραγματικότητα, ήταν ένα πολιτικό κίνημα που έχτισε την επιτυχία του στην ανάγκη για μια κοινότητα μέσα σε ένα μεταμοντέρνο πολιτικό περιβάλλον.

Σε αυτή την ψεύτικη, ιδανική οργανική ενότητα, συγκρούσεις και ασυμμετρίες στο εσωτερικό της κοινωνίας καμουφλάρονται και προβάλλονται στον έξω κόσμο. Ήταν μάλλον θέμα χρόνου το κίνημα να ανοίξει το δρόμο για κάποιον που έχτισε την πολιτική του καριέρα ακριβώς πάνω σε αυτή την ιδεολογία. Και μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, μπορεί να δούμε τα φρικτά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ιστορίας δεκαετιών.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…