«Νομίζω ότι πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και όχι προς τα πίσω. Μιλάτε για μια υπόθεση που αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν την απαξιώνω, ούτε την υποβαθμίζω αλλά αυτή τη στιγμή η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ σημαντικές, μείζονες προκλήσεις, που έρχονται από το μέλλον», δήλωσε με ακραίο κυνισμό ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος σε συνέντευξή του στο θεσσαλικό τηλεοπτικό κανάλι TRT, απαντώντας σε ερώτηση για το πώς βλέπει η κυβέρνηση Μητσοτάκη το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων.
«Αν αναλωνόμαστε σε ζητήματα που αφορούν το παρελθόν, χάνουμε τη μάχη για το μέλλον»’, συμπλήρωσε αμέσως μετά. «Καταλαβαίνω απ’ την απάντησή σας ότι δεν πρέπει να περιμένουμε απ’ την κυβέρνησή σας κάποια σχετική κίνηση», του απάντησε χαμογελώντας όλο νόημα ο δημοσιογράφος. Μετά τις αντιδράσεις βέβαια, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανασκευάσει, ισχυριζόμενος ότι η κριτική που του έγινε ήταν εκ του πονηρού, ότι η κυβέρνηση διατηρεί ανοιχτή την ατζέντα των διεκδικήσεων κι ότι η κυβέρνηση θεωρεί το ζήτημα σοβαρό.
Η Βουλή, σε μια ιστορική συνεδρίαση της, τον Απρίλη του 2019, μετά από πρόταση του Νίκου Βούτση, είχε ψηφίσει με ευρεία πλειοψηφία (πλην Χρυσής Αυγής) τα παρακάτω:
Ότι το ζήτημα των οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει ανοικτό, ως απαράγραπτο χρέος που αναζητά επίμονα την ηθική, ιστορική και νομική του δικαίωση, ότι οι αξιώσεις του Ελληνικού Κράτους και οι οφειλές από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένουν εκκρεμείς και ενεργές στο σύνολό τους, ότι το Ελληνικό Κράτος ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποποιήθηκε των αξιώσεών του και τέλος ότι δεν τίθεται και δεν δύναται να τεθεί κανένα ζήτημα παραγραφής των αξιώσεων του.
Είχαν προηγηθεί οι εργασίες ειδικής επιτροπής ειδικών και εμπειρογνωμόνων για τον υπολογισμό του ποσού αυτού, ενώ είχε συγκροτηθεί Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Διεκδίκησης, που με την Έκθεση – Πόρισμά, 27 Ιουλίου 2016, τεκμηρίωσε από ιστορική και νομική άποψη τις ελληνικές αξιώσεις. Η απόφαση της Βουλής καλούσε την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε ρηματική διακοίνωση προς την γερμανική κυβέρνηση, πράγμα που έγινε στις 4 Ιουνίου 2019. Ωστόσο, μετά από αυτό, δεν προχώρησε σε καμιά άλλη ενέργεια στην κατεύθυνση αυτή.
Οι απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας ανέρχονται σε 290 εκατομμύρια ευρώ. Αφορούν πολεμικές επανορθώσεις για τις υλικές καταστροφές και τη διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας, αποζημιώσεις για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων εγκλημάτων πολέμου, την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και κειμηλίων. Τις απαιτήσεις της Ελλάδας υποστηρίζει το γερμανικό Die Linke, καθώς και μια σειρά διανοούμενοι.
Με τις δηλώσεις Σκέρτσου γίνεται απόλυτα φανερό ότι η απόφαση αυτή έχει πεταχτεί απ’ την κυβέρνηση στα σκουπίδια, τη στιγμή που καμιά απ’ τις υπόλοιπες χώρες οι οποίες υπέστησαν καταστροφές κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής δεν διανοείται να υπαναχωρήσει από τις αξιώσεις της, όπως επί παραδείγματι η Πολωνία, που απαιτεί το ποσό του ενός τρις τριακοσίων εκατομμυρίων ευρώ.
Είναι ξεκάθαρο ότι η δήλωση αυτή ξεπλένει πλήρως το γερμανικό κράτος και το απαλλάσσει, μεταθέτοντας το ζήτημα αυτό, ως ζήτημα του παρελθόντος, στο πεδίο ευθύνης των ιστορικών κι όχι στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων και της παρούσας πολιτικής. Άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεπής στις νεοφιλελεύθερες-ούλτρα δεξιές προσταγές, κοιτάζει το μέλλον, μεριμνώντας για την προσέλκυση επενδύσεων, καταστρατηγώντας το οκτάωρο, οργανώνοντας τις υποκλοπές, την καταστολή των διαδηλώσεων και την ανέγερση του φράχτη στον Έβρο.
Η άρνηση διεκδίκησης των επανορθώσεων αποτελεί δώρο και πολύτιμη υπηρεσία στα συμφέροντα του γερμανικού κράτους, ως καθολικού διαδόχου του κράτους του Γ’ Ράϊχ, αλλά και υπονόμευση των διεκδικήσεων των άλλων χωρών. Είναι παραπάνω από σαφές ότι η δήλωση αυτή αποτελεί σήμα παραίτησης και κλείσιμο του ματιού προς τους υπόλογους, οι οποίοι όλα τα χρόνια του μνημονίου κανοναρχούσαν με πιέσεις, εκβιασμούς και ηθικοπλαστικά κηρύγματα σε βάρος των «τεμπέληδων του νότου».
Στα χρόνια εκείνα, ο χώρος μας στάθηκε πολιτικά απέναντι στις θεωρίες μιας πατριωτικής αριστεράς, αλλά και δεξιάς, περί γραικυλισμού και γερμανοτσολιάδων και σωστά έκανε. Είναι γνωστό ότι πέρα από τις παραδοσιακές σχέσεις της «οικογένειας» με τον γερμανικό παράγοντα, η ελληνική αστική τάξη πάντα, όσο πιο τυρρανική υπήρξε απέναντι στους ανίσχυρους, τόσο πιο ψοφοδεής απόδείχτηκε απέναντι στους ισχυρούς, στην προσπάθεια της να αναδειχτεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού κόσμου. Στους άγγλους παλιότερα, στους αμερικανούς και τους γερμανούς αργότερα. Ωστόσο σε πιο προσωπικό επίπεδο, όταν γίνονται δηλώσεις σε τέτοια επίπεδα κυνισμού, μετά βίας συγκρατείσαι να μην ξεστομίσεις κάτι τέτοια.