Δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος (διδάσκει στα Πανεπιστήμια Παρίσι-I και Γαλατασαράι της Κωνσταντινούπολης), ο Αχμέτ Ινσέλ είναι γνωστός στην Ελλάδα από τις συνεντεύξεις και τα άρθρα του στον Τύπο, καθώς και από τα βιβλία του. Το 2007 διαβάσαμε στα ελληνικά τον συλλογικό τόμο Ο τουρκικός στρατός. Ένα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη (μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη, Βιβλιόραμα 2007), που επιμελήθηκε ο ίδιος, ενώ το 2017 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η νέα Τουρκία του Ερντογάν. Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική εκτροπή (μτφρ.: Ρένα Κολαΐτη, Διάμετρος). Στο άρθρο του από το ηλεκτρονικό περιοδικό Birikim, που φιλοξενούμε στο Κόκκινο και το Μαύρο*, ο Ινσέλ συνοψίζει μια διαδρομή 20 χρόνων του Ερντογάν: από το 2002, όταν το AKP βρέθηκε στην κυβέρνηση με ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, και το 2011, που ο ίδιος εγκατέλειψε την ατζέντα αυτή, μέχρι σήμερα, που ο Ερντογάν κυβερνά με τη στήριξη του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) μια χώρα βυθισμένη στη φτώχεια και τον αυταρχισμό. 

Πηγή: Birikim | Μετάφραση: Κατερίνα Αναστασίου

Μετά την επανεκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Ιούνιο του 2018 ως Προέδρου της Δημοκρατίας, χάρη στην υποστήριξη του συμμάχου του, της εθνικιστικής Ακροδεξιάς, η τουρκική κοινωνία ζει υπό προεδρικό καθεστώς: μια ισχυρή απολυταρχία στην οποία η διάκριση των εξουσιών έχει καταστεί παρωχημένη, παρόλο που εξακολουθεί να υπάρχει στο σύνταγμα. Ως αποτέλεσμα μιας αυταρχικής διολίσθησης που ξεκίνησε στο γύρισμα της δεκαετίας από το 2010, το σημερινό αυταρχικό καθεστώς βασίζεται σε ένα «κάθετο σύστημα εξουσίας» τουρκικού τύπου, το οποίο είναι χτισμένο γύρω από το πρόσωπο που είναι όχι μόνο ο αρχηγός του κράτους αλλά ταυτόχρονα και ο αρχηγός της κυβέρνησης, ο επίσημος και πραγματικός αρχηγός του πλειοψηφούντος πολιτικού κόμματος και ο αρχηγός του στρατού. Ο Πρόεδρος συγκεντρώνει στα χέρια του την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, ενώ επιβάλλεται στη δικαστική εξουσία με την ικανότητά του να διορίζει απευθείας τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου, του Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων και του Συνταγματικού Συμβουλίου. Αυτός ο στενός έλεγχος της δικαστικής εξουσίας ενισχύθηκε από την απόλυση περισσότερων από το ένα τέταρτο των μελών του δικαστικού σώματος από το 2016 και την αντικατάστασή τους από υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος μέσω μιας fast track διεργασίας και αδιαφανών διαδικασιών επιλογής και διορισμού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν διστάζει πλέον να καταδικάσει την Τουρκία για την άμεση παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη δικαιοσύνη και πρόσφατες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταγγέλλουν την εξαφάνιση του κράτους δικαίου.

Ο ασφυκτικός έλεγχος του Ερντογάν, των μελών του κόμματός του που ελέγχουν κάθε κλάδο της δημόσιας διοίκησης, καθώς και ένα μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, συμπληρώνουν αυτή την εικόνα. Η μακρά βασιλεία του ΑΚΡ, το οποίο βρίσκεται στην εξουσία χωρίς διακοπή από τα τέλη του 2002 με επικεφαλής τον Ερντογάν, είχε δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για τη μετατροπή του κράτους σε κομματικό κράτος. Ο μετασχηματισμός αυτός επιταχύνθηκε από το 2013 και μετά. Οι μεγάλες διαδηλώσεις κατά του Ερντογάν, γνωστές ως διαμαρτυρίες Γκεζί, τον Ιούνιο του 2013, αποκάλυψαν για πρώτη φορά την απόρριψη, από μεγάλο μέρος της νεολαίας και των αστικών μεσαίων στρωμάτων, του αυταρχικού, συντηρητικού, πατριαρχικού και υπερβολικά παρεμβατικού τρόπου διακυβέρνησής του.  Οι ατασθαλίες και η διαφθορά, που αποκαλύφθηκαν στα τέλη του 2013, αποσιωπήθηκαν με κατασταλτικά μέσα και ο Ερντογάν εξελέγη το καλοκαίρι του 2014 πρόεδρος της Δημοκρατίας με καθολική ψηφοφορία, για πρώτη φορά στην Τουρκία.

Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος διακήρυξε ότι «από τώρα και στο εξής το καθεστώς έχει γίνει de facto προεδρικό». Ωστόσο, έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία τον Ιούνιο του 2015. Αποτρέποντας αποτελεσματικά τον σχηματισμό ενός «μεγάλου συνασπισμού», κατάφερε να επαναλάβει τις εκλογές και να αναλάβει εκ νέου τον ηγετικό ρόλο της πλειοψηφίας μέσα σε ένα κλίμα βίας, επιθέσεων και καταστολής. Τελικά, η απόπειρα πραξικοπήματος που καταπνίγηκε γρήγορα το καλοκαίρι του 2016 επέτρεψε στον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας να αναστείλει επίσημα το κράτος δικαίου. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είχε κηρύξει αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος παρέμεινε σε ισχύ επί δύο χρόνια. Του επέτρεψε να ολοκληρώσει, αφενός, τη συγχώνευση κόμματος και κράτους και, αφετέρου, την εδραίωση και γενίκευση ενός συστήματος ποινικής δικαιοσύνης που εφαρμόζει το δόγμα του «ποινικού δικαίου του εχθρού». Από το 2016, περίπου 150.000 αξιωματούχοι έχουν απολυθεί και ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται στη φυλακή έχει σχεδόν διπλασιαστεί.

Οι συνταγματικές τροποποιήσεις που εισάγουν προεδρικό καθεστώς έγιναν δεκτές σε δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 16 Απριλίου 2017 υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης και σε ατμόσφαιρα υψηλής έντασης και καταστολής με πολύ μικρή πλειοψηφία: 51,4% «ναι». Ωστόσο, ασυνήθιστες μεθοδεύσεις κατά τη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων δημιούργησαν υποψίες για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Τελικά, με τη διοργάνωση των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών τον Ιούνιο του 2018, το προεδρικό καθεστώς ανέλαβε αυτοδικαίως τα καθήκοντά του. Χάρη στη συμμαχία που σχημάτισε το κόμμα του με το MHP, ο Ερντογάν κατάφερε να επανεκλεγεί και να κρατήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έκτοτε, το MHP, ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα, χωρίς να συμμετέχει άμεσα στην κυβέρνηση, ενισχύει τα ερεθίσματα της εξουσίας για μια όλο και πιο επιθετική ισλαμο-εθνικιστική στάση.

Η φίμωση του γραπτού και οπτικοακουστικού Τύπου, καθώς και ο αυστηρός έλεγχος που επιβάλλεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρέχουν τα μέσα για τη διατήρηση του status quo. Από αυτή την άποψη, το κύριο μέλημα της αυταρχικής εξουσίας είναι να εξασφαλίσει ένα σχετικά αποτελεσματικό σύμπαν «εναλλακτικών αληθειών» μεταξύ των ψηφοφόρων της. Αυτή η πολιτική της διαμόρφωσης της πληροφόρησης, με άμεσο επικεφαλής τον ίδιο τον Ερντογάν και το στενό του περιβάλλον, ακολουθείται από μια πολύ ισχυρή προσπάθεια πολιτικής ανασυγκέντρωσης, μέσω της μείωσης των ήδη πενιχρών αυτονομιών που παραχωρήθηκαν στις τοπικές αρχές τη δεκαετία του 2000 και της συρρίκνωσης του χώρου δράσης όλων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

Αυτός ο μοναδικός τύπος προεδρικού καθεστώτος που συμβολίζεται από το φαραωνικό προεδρικό μέγαρο μπορεί να ονομαστεί Ερντογανισμός. Είναι η διαιώνιση της αυταρχικής διολίσθησης της εξουσίας του ΑΚΡ και βασίζεται επίσης στον συστημικό αυταρχισμό που υπάρχει στα θεμέλια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο Ερντογανισμός είναι ένα καθεστώς της αυθαιρεσίας και, κυρίως, του απρόβλεπτου, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομική σφαίρα. Οι κανονισμοί, ακόμη και οι νόμοι, μπορούν ξαφνικά να αλλάξουν με ένα απλό προεδρικό διάταγμα. Μακριά από το να επιφέρει ένα πραγματικό κίνημα θεσμοθέτησης μιας νέας εποχής, ο Ερντογανισμός προχωρά κυρίως με αποθεσμοθέτηση, απορρύθμιση και «απονομιμοποίηση». Όλα αυτά επιτρέπουν στην προεδρική εξουσία να έχει μεγάλη ευελιξία και διαθεσιμότητα στη λήψη αποφάσεων.

Η συνοδευτική νομική καταστολή χαρακτηρίζεται επίσης από αυθαιρεσία. Η καταστολή δεν εφαρμόζεται με τη συστηματική αυστηρότητα μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας. Μάλλον αφήνει τυχαίους χώρους ελευθερίας χωρίς καμία εγγύηση για τη μονιμότητά τους, και η παρουσία αυτών των χώρων ελευθερίας επιτρέπει στους ηγέτες να ισχυρίζονται ότι είναι δημοκρατικοί, ιδίως ενώπιον των δυτικών ηγετών.

Ο Ερντογανισμός είναι επίσης φορέας ενός πολιτιστικού σχεδίου. Είναι το σχέδιο αλλαγής των πολιτισμικών ορόσημων της Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ και όσοι τον στήριξαν και τον ακολούθησαν στον εκσυγχρονισμό/εκδυτικισμό της μετα-οθωμανικής Τουρκίας. Ωστόσο, το ΑΚΡ όταν ήρθε στην εξουσία με δημοκρατικά μέσα το 2002 είχε ένα εντελώς αντίθετο κομματικό πρόγραμμα. Διακηρύσσοντας, κατά τη δημιουργία του κόμματός του το καλοκαίρι του 2001, ότι «θα αφήσει τα ρούχα της Milli Görüş» –του τουρκικού πολιτικού ισλαμικού κινήματος στο οποίο ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα και εξελέγη το 1994 δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης–, ο Ερντογάν τοποθετήθηκε θερμά υπέρ της ένταξης στην ΕΕ για να «ολοκληρώσει την πορεία εκσυγχρονισμού» στην Τουρκία και να κατευνάσει την προαιώνια σύγκρουση μεταξύ συντηρητικών και εκσυγχρονιστών μέσω μιας «συντηρητικής-δημοκρατικής» κυβέρνησης κατ’ εικόνα των ευρωπαϊκών χριστιανικών δημοκρατιών. Με την προοπτική της ένταξης στην ΕΕ να ατονεί, ο Ερντογάν άρχισε σταδιακά να καταφεύγει σε θέματα πολιτικού Ισλάμ, υποδαυλίζοντας τη δυσαρέσκεια κατά της Δύσης, που ενίοτε εξισώνεται με τους Σταυροφόρους, και καλώντας σε ιστορική εκδίκηση των εκσυγχρονιστικών ελίτ της χώρας. Η αυξανόμενη ενασχόλησή του με τα θέματα του πολιτικού Ισλάμ επιταχύνθηκε περαιτέρω μετά τις διαδοχικές αποτυχίες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κατά τη διάρκεια της «Αραβικής Άνοιξης» και το στρατιωτικό πραξικόπημα κατά του Μοχάμεντ Μόρσι τον Ιούλιο του 2013.

Ξεκινώντας από τις βουλευτικές εκλογές του 2011, τις οποίες το ΑΚΡ κέρδισε για τρίτη φορά με 50% των ψήφων, ο Ερντογάν άρχισε να εγκαταλείπει τη στρατηγική του για συσπείρωση στο κέντρο υπέρ μιας συντηρητικής πολιτικής που στοχεύει σαφέστερα στην αύξηση της παρουσίας του σουνιτικού Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα. Βασιζόμενος στις ιστορικές κοινωνικές διαιρέσεις της Τουρκίας σε εθνοτικά (Τούρκοι-Κούρδοι), θρησκευτικά (Σουνίτες-Αλεβίτες) και πολιτισμικά (ισλαμιστές/συντηρητικοί-κοσμικιστές/μοντέρνοι) θέματα, προσπάθησε να τοποθετήσει τον εαυτό του ως τον φυσικό ηγέτη της συντηρητικής σουνιτικής «κοινωνιολογικής πλειοψηφίας» της Τουρκίας. Επιπλέον, καταγγέλλοντας τους «εσωτερικούς εχθρούς» και τους διεθνείς υποστηρικτές τους, δηλαδή τη Δύση, την ΕΕ, τον διεθνή σιωνισμό, τον Σόρος κ.λπ. ως αιτίες των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα εθνικιστικά αντανακλαστικά, τον μεγαλύτερο κοινό παρονομαστή της τουρκικής κοινωνίας για να διατηρήσει την εξουσία του.

Παράλληλα με αυτή τη στρατηγική, η κυβερνώσα συμμαχία ακολουθεί μια πολιτική εκ νέου εξισλαμισμού του δημόσιου χώρου και αναπτύσσει μια επιθετική ισλαμο-εθνικιστική ιδεολογία. Αυτή η ιδεολογία, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, δεν δυσαρεστεί ένα μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των κεμαλικών τάξεων, που κοιτάζουν προς ευρασιατικές, αντιδυτικές συμμαχίες και γενικότερα υπέρ ενός αυταρχικού εθνικο- καπιταλισμoύ, ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι είναι προσηλωμένοι στην τουρκική ανεξιθρησκεία και την κληρονομιά των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων.

Η ποινικοποίηση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης είναι το κεντρικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής. Ο κύριος στόχος είναι το φιλοκουρδικό, αριστερό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP). Επί του παρόντος, 59 από τους 65 εκλεγμένους δημάρχους που είναι μέλη αυτού του κόμματος έχουν καθαιρεθεί των εκλεγμένων θέσεων τους με απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών και στη θέση τους έχουν διοριστεί πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι. Ένας σημαντικός αριθμός εκλεγμένων αξιωματούχων και μελών του κόμματος αυτού, καθώς και δικηγόροι, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι φυλακισμένοι με την, για όλες τις χρήσεις πλέον, κατηγορία της επαφής με «τρομοκρατικές οργανώσεις».

Αντιμέτωποι με την πτώση της δημοτικότητας του Ερντογανισμού

Το τέλος της οικονομικής ανάπτυξης που είχε επιτρέψει στο ΑΚΡ να κερδίζει σταθερά την υποστήριξη των εργατικών τάξεων και των νέων αστικών μεσαίων τάξεων στη δεκαετία του 2000, ακολουθούμενο από τη χαοτική διαχείριση της πανδημίας του Covid19, μείωσαν σημαντικά τη δημοτικότητα του πολιτικού κόμματος και του ηγέτη του.  O εκφυλισμός των σχέσεων με τους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ επιδείνωσε την απώλεια εμπιστοσύνης στο μέλλον της τουρκικής οικονομίας και οδήγησε στην αποξήρανση των ροών ξένων κεφαλαίων. Ο φαύλος κύκλος της υποτίμησης της τουρκικής λίρας, του πληθωρισμού, της στασιμότητας και της ανεργίας επιταχύνει την πτώση του ΑΚΡ και του συμμάχου του στις δημοσκοπήσεις.

Η δυσαρέσκεια του πληθυσμού έχει γίνει ορατή από το 2018. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του Μαρτίου 2019, όπου οι υποψήφιοι του ΑΚΡ έχασαν σε επτά από τις δέκα μεγαλύτερες πόλεις από τους υποψηφίους της ενωμένης αντιπολίτευσης. Οι αποτυχίες της εφαρμογής δημόσιων πολιτικών γίνονται όλο και πιο εμφανείς ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής διορισμών που βασίζεται αποκλειστικά στην κομματική αφοσίωση. Ο κραυγαλέος πελατειακός καπιταλισμός και οι συνέπειές του συμπληρώνουν την εικόνα.

Η κύρια πολιτική δύναμη του Ερντογάν βρισκόταν πάντα στην εκλογική του επιτυχία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκλογές έχουν πλέον γίνει η αχίλλειος πτέρνα του. Στις επόμενες προεδρικές εκλογές, που κανονικά έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο του 2023, πρέπει να καταφέρει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψήφων. Αυτό φαίνεται να μην είναι σίγουρο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν από τις αρχές του 2021. Η επιτυχία της συμμαχίας κατά του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές του 2019 και η ιδιαιτερότητα των προεδρικών εκλογών με καθολική ψηφοφορία έχουν τονώσει την προσέγγιση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Σήμερα, οι έρευνες δείχνουν ότι μια μεγάλη πλειοψηφία στην Τουρκία επιθυμεί την επιστροφή στο κοινοβουλευτικό σύστημα, εκφράζει δυσμενή γνώμη για τον αρχηγό του κράτους και μια πιο σημαντική πλειοψηφία δεν επιθυμεί τη χρήση θρησκευτικών θεμάτων στις προεκλογικές εκστρατείες. Ωστόσο, η ισλαμο-εθνικιστική στρατηγική που ακολουθεί η συμμαχία AKP-MHP βασίζεται επίσης σε μια ολοένα και πιο καθημερινή και κατευθυντήρια παρουσία του προέδρου της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων. Αυτός ο αυξανόμενος εξισλαμισμός της δημόσιας σφαίρας εδραιώνει έναν κομματικό συντηρητικό πυρήνα, αλλά διευρύνει επίσης τον κύκλο των ψηφοφόρων που είναι δυσαρεστημένοι με αυτή την εξέλιξη.

Η ενίσχυση των στρατιωτικών μέσων στα χέρια της αστυνομίας, η εμφάνιση παραστρατιωτικών δυνάμεων, η ενίσχυση και η γενίκευση των κατασταλτικών πρακτικών του κράτους ασφαλείας, η συχνή προσφυγή στη ρητορική μίσους και τα θέματα εκδίκησης από τους δύο ηγέτες της πλειοψηφίας αποτελούν ανησυχητικά σημάδια της αυξανόμενης έντασης στους κύκλους της εξουσίας. Η ένταση αυτή αυξάνεται λόγω της αντίστασης που προέρχεται από την κοινωνία των πολιτών, η οποία εκδηλώνεται ιδίως από το γυναικείο κίνημα, τις τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις και τα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης που χρησιμοποιούν επιδέξια τις νέες τεχνολογίες πληροφόρησης. Επιπλέον, η εκλογική υποστήριξη για το HDP, παρά την καθημερινή ποινικοποίησή του από την κυβέρνηση, δεν υποχωρεί και η υποστήριξη για τα κεντρώα κόμματα αυξάνεται συνεχώς. Οι εκλεγμένοι δήμαρχοι της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις ως ισχυροί υποψήφιοι κατά του Ερντογάν. Παρά τις εύλογες ανησυχίες για τη διεξαγωγή των επόμενων εκλογών το 2023 και την αποδοχή μιας πιθανής ήττας από τον Ερντογάν, η σημασία που αποδίδει ο πληθυσμός στην κυβερνητική νομιμοποίηση που απορρέει από την κάλπη, μεταξύ άλλων και μεταξύ των συντηρητικών ψηφοφόρων, αποτελεί προς το παρόν το τελευταίο σημαντικό ανάχωμα απέναντι στις δικτατορικές παρορμήσεις που εκδηλώνονται στο περιβάλλον του αρχηγού του κράτους.

Υπάρχει επίσης το μεγάλο ζήτημα του πιθανού χάους που θα επιφέρει η ήττα του Ερντογανισμού. Πράγματι, οι κοινωνικές και οικονομικές ζημιές  που έχει προκαλέσει ο Ερντογανισμός, ο ισλαμο-εθνικιστικός αυταρχικός λαϊκισμός του που βρίσκεται στην εξουσία για πάρα πολύ καιρό, θα είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθούν μεσοπρόθεσμα, αν ποτέ συμφωνήσει να παραχωρήσει ειρηνικά την εξουσία. Δεδομένης της απεραντοσύνης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που απαιτούνται για την αποχώρηση από το αυταρχικό καθεστώς με δημοκρατικά μέσα, μια πιθανή μετά-Ερντογάν εποχή δεν φαντάζει ρόδινη. Ως αποτέλεσμα, το μέλλον παραμένει σε κάθε περίπτωση μάλλον δυσοίωνο και, παρά την εύλογη προσδοκία της ανατροπής της ισλαμο-εθνικιστικής αυταρχικής εξουσίας στις επόμενες εκλογές, οι νέοι πτυχιούχοι εγκαταλείπουν συνεχώς τη χώρα. Η μεγάλη πρόκληση της μετα-Ερντογάν εποχής, αν οι δημοκρατικές δυνάμεις καταφέρουν να νικήσουν τον απολυταρχικό ηγέτη στην κάλπη, θα είναι να διασφαλίσουν ότι μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία, όπου οι άνθρωποι θα είναι ήρεμοι, έτοιμοι για την ειρήνη και απελευθερωμένοι από τις κοινωνικο-ιστορικές αγωνίες τους, οι οποίες έχουν καλλιεργήσει μόνιμα τον αυταρχισμό στην Τουρκία.

* Με ευχαριστίες στην Ιλεάνα Μορώνη.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…