«Μικρασιατική Εκστρατεία, έγκλημα ή παραφροσύνη; Με τα μάτια μας είδαμε το ψέμμα το εθνολογικό: οι Έλληνες δεν αποτελούσαν σ’ όλες εκείνες τις περιφέρειες ούτε το ένα πέμπτο και στα μέρη που είσαν πιο συγκεντρωμένοι δεν έφθαναν ούτε στο ήμισυ του άλλου πληθυσμού. Με τα μάτια μας είδαμε να πέφτουν και να σακατεύονται τ’ αδέρφια μας κατά δεκάδες χιλιάδες, συρμοί ατέλειωτοι και καραβάνια να διατρέχουν τη χώρα εκείνη του θανάτου και του στεναγμού, γεμάτα από σαπισμένα κρέατα και πηχτό αίμα».

Απόσπασμα από τις Αποφάσεις του Πρώτου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού το 1924.

***

Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τι συνέβη στα 1919-1922 βασισμένοι-ες στην επίσημη εθνική αφήγηση. Σε αυτή, συνοπτικά, η Μικρασιατική Εκστρατεία εμφανίζεται ως πρόχειρα οργανωμένη μεν, πλην όμως εθνικά δίκαιη και αναγκαία, η δε Μικρασιατική Καταστροφή ως αποτέλεσμα ανίκανων πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών και, βεβαίως, της προδοσίας των Συμμάχων. Έτσι, σε αυτή την αφήγηση, που συνεχίζει να έχει πλειοψηφική απήχηση, παρά την αυξανόμενη επιρροή της σοβαρής, κυρίως αριστερής, βιβλιογραφίας για το θέμα, συσκοτίζονται πίσω από το νεφελώδες σχήμα «Εθνικός Διχασμός» η βαθύτατη διαίρεση του ελληνικού κράτους, στο φόντο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αγγλο-γαλλόφιλους υπό τον Βενιζέλο και γερμανο-ουδετερόφιλους υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κυρίως όμως οι αιτίες, τα κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά και οι ανταγωνιστικές στρατηγικές των αντίπαλων στρατοπέδων.

Η άνοδος

Αξίζει, λοιπόν, να κάνουμε μια μικρή αναφορά σε όσα προηγήθηκαν: Η Ελλάδα, λίγα χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα της από την Τουρκία στον πόλεμο του 1897, μπαίνει δυναμικά στον 20ό αιώνα. Με εφαλτήριο τον Μακεδονικό Αγώνα επιχειρεί την πρώτη σχετικά επιτυχή έξοδό της προς το Βορρά. Είναι όμως η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο που δίνει φτερά στην εθνική στρατηγική της γεωγραφικής επέκτασης. Ο κρητικός πολιτικός, εκπροσωπώντας πρωτίστως τη νεαρή αστική τάξη (που επιθυμεί διεύρυνση των εθνικών εδαφών και των αγορών) και κατ’ επέκταση τον πληθυσμό των πόλεων που κυρίως εμπορεύεται, αρχίζει να οικοδομεί τη Μεγάλη Ιδέα. Είναι φανατικός αγγλο-γαλλόφιλος και, καθότι ευφυής και οπαδός του δόγματος «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», διαβλέπει τον ευρωπαϊκό πόλεμο και επιδιώκει με κάθε τρόπο τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων. Με εγκέφαλο τον Βενιζέλο και αρχιστράτηγο το διάδοχο –και στη συνέχεια βασιλιά– Κωνσταντίνο (ακόμα το «εθνικό μπλοκ» είναι ενιαίο), το ελληνικό κράτος πρωταγωνιστεί στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 – 1913). Η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη προσαρτώνται στην Ελλάδα, ενώ το Νοέμβριο του 1913 με τη Συνθήκη των Αθηνών τερματίζεται ο πόλεμος Ελλάδας- Τουρκίας. Το κύρος του πρωθυπουργού και του βασιλιά βρίσκεται στα ύψη, ωστόσο αυτός ο «εθνικός θρίαμβος» θα διαρκέσει μόλις ένα χρόνο.

Η κρίση

Είναι η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που ανατρέπει το πολιτικό και το κοινωνικό σκηνικό στην Ελλάδα. Εξαρχής ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος συγκρούονται σκληρά. Ο αγγλο-γαλλόφιλος πρωθυπουργός επιδιώκει πάση θυσία η Ελλάδα να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία, που βρίσκεται στο πλευρό της Γερμανίας, ενώ ο βασιλιάς είναι εξ αίματος και πεποιθήσεως φανατικός γερμανόφιλος. Ο Βενιζέλος ορθώς εκτιμά ότι τελικά οι Σύμμαχοι θα νικήσουν τις Κεντρικές Δυνάμεις και επιδιώκει με κάθε κόστος να αξιοποιήσει την ήττα της Τουρκίας ώστε να ενσαρκώσει το όραμα της «Ελλάδας των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών». Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1915 ζητάει από τον Κωνσταντίνο να εγκρίνει την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στο πλευρό των Συμμάχων, που πολιορκούν το οχυρό της Καλλίπολης, το οποίο υπερασπίζονται γερμανο-τουρκικά στρατεύματα. Αυτός αρνείται κατηγορηματικά, ο Βενιζέλος παραιτείται και αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο ανεκδιήγητος ουδετερόφιλος Γούναρης. Παρεμπιπτόντως, οι Σύμμαχοι υφίστανται δεινή ήττα στην Καλλίπολη και «ψυχή» του οχυρού είναι κάποιος (τότε…) συνταγματάρχης Κεμάλ Ατατούρκ.

Όσα ακολουθούν είναι συγκλονιστικά και συνάμα τραγελαφικά: Το Μάιο του 1915 ξαναγίνονται εκλογές που τις ξανακερδίζουν οι Φιλελεύθεροι. Τελικά, ο Βενιζέλος ορκίζεται τον Αύγουστο για να παραιτηθεί ένα μήνα αργότερα, όταν ο βασιλιάς αρνείται να απαντήσει στην κήρυξη της βουλγαρικής επιστράτευσης, καθώς πείθεται από τις γερμανικές διαβεβαιώσεις ότι η σύμμαχός τους δεν θα εισβάλει στη Μακεδονία του Αιγαίου. Μεγάλες βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη υπό τη διοίκηση του γάλλου στρατηγού Σαράιγ, ο οποίος επιβάλλει στυγνή κατοχή στη Μακεδονία και στρατιωτικό νόμο στη Θεσσαλονίκη, προχωρώντας ακόμα και σε εκτελέσεις αντιφρονούντων. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς οι Άγγλοι προσφέρουν την Κύπρο στην Ελλάδα προκειμένου να πολεμήσει στο πλευρό τους, αλλά η γερμανόφιλη κυβέρνηση Ζαΐμη αρνείται. Στο μεταξύ, τον Αύγουστο του 1916 ο βουλγαρικός στρατός με γερμανική υποστήριξη εισβάλλει στην Ανατολική Μακεδονία, χωρίς αντίσταση από τον ουδετερόφιλο ελληνικό στρατό. Μάλιστα, για να μη διαταραχθεί η εν λόγω συνθήκη το Δ’ Σώμα Στρατού, 400 αξιωματικοί και 6.000 στρατιώτες, υπό τον σωματάρχη Χατζόπουλο, παραδίδονται στους Γερμανούς και οδηγούνται αιχμάλωτοι στο Γκέρλιτς της Σαξονίας! Τον ίδιο μήνα εκδηλώνεται το βενιζελικό Κίνημα Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, συμμαχικός στόλος καταπλέει στον Πειραιά με… κακές διαθέσεις, τον Σεπτέμβριο δημιουργείται Προσωρινή Κυβέρνηση με έδρα τη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες αργότερα παραιτείται ο βασιλιάς και τον Ιούνιο του 1917 αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Βενιζέλος.

Η καταστροφή

Επιτέλους, έστω και αργά, η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο. Τον Σεπτέμβριο του 1918 Έλληνες και Βρετανοί συντρίβουν στη λίμνη Δοϊράνη τους Βουλγάρους, οι οποίοι λίγες μέρες μετά υπογράφουν ανακωχή. Ο δρόμος προς τη… δόξα έχει ανοίξει. Τον Μάιο του 1919 ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει τη Σμύρνη ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς με τη Συνθήκη του Νεϊγί η Βουλγαρία απομακρύνεται από το Αιγαίο. Την επόμενη χρονιά ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Ανατολική Θράκη, συμπεριλαμβανομένης της Αδριανούπολης. Στις 10 Αυγούστου του 1920 η Συνθήκη των Σεβρών παραχωρεί στην Ελλάδα τη Δυτική Θράκη και κατοχυρώνει στη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της καθεστώς αυτοδιοίκησης. Όμως, τον Νοέμβριο ο νικητής Βενιζέλος χάνει τις εκλογές (το ίδιο συνέβη και στον Ουίνστον Τσόρτσιλ αμέσως μετά τη νίκη του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και σε ένα μήνα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιστρέφει στην Αθήνα. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα του εξαθλιωμένου αγροτικού που έχει σηκώσει το βάρος των προηγούμενων πολέμων και των πολύχρονων επιστρατεύσεων, είναι καταπονημένα και δεν έχουν διάθεση για νέες εκστρατείες. Τούτο φαίνεται καθαρά με τις δεκάδες χιλιάδες ανυποταξίες από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, καθώς και τις χιλιάδες λιποταξίες στο Μέτωπο – μόνο στη μοιραία μάχη του ποταμού Σαγγάριου υπάρχουν καταγεγραμμένοι 6.000 θάνατοι ελλήνων στρατιωτών και ισάριθμες λιποταξίες.

Έτσι, λοιπόν, ο Βασιλιάς, χωρίς το βενιζέλειο αντίπαλο δέος και τις δεσμεύσεις του απέναντι στον Κάιζερ, κυρίως όμως για να ξεπεράσει το άγος της ηττημένης γερμανοφιλίας του και να ανασυγκροτήσει το «βασιλικό κόμμα», με την άγνοια και τη μικρόνοια που τον διέκριναν, αποφασίζει να υλοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα με γκροτέσκο τρόπο: Με αποψιλωμένο στρατό, λόγω του «εθνικού διχασμού», με υποδομές και επιμελητεία επιχειρησιακής εμβέλειας 100 χλμ., με άγνωστο και ως επί το πλείστον εχθρικό το έδαφος διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με απρόθυμο λαό να πολεμήσει, χωρίς διεθνείς συμμαχίες, καθώς κανείς δεν τον εμπιστευόταν λόγω της στάσης του στον πόλεμο, και βεβαίως αγνοώντας πλήρως την τεράστια ανασυγκρότηση, όχι μόνο του στρατού, αλλά και του έθνους, που πραγματοποιούσε ο Ατατούρκ στην τεράστια τουρκική ενδοχώρα, ανέθεσε σε αχυράνθρωπους πολιτικούς τύπου Γούναρη και στρατιωτικούς σαν τον Χατζηανέστη να καθοδηγήσουν το μεγάλο άλμα στον όλεθρο.

Ούτως ή άλλως, ήδη από το 1919 ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη φερόταν ως κατοχικός. Οι μαρτυρίες είναι πάμπολλες. Εξού και το μίσος του τουρκικού πληθυσμού, αλλά και η απροθυμία του ελληνικού πληθυσμού να στρατευτεί στην εισβολή στην τουρκική ενδοχώρα. Εν πάση περιπτώσει, στις 10 Ιουλίου 1921 εξαπολύεται η ελληνική επίθεση και μετά από ένα μήνα και επτά μέρες τα ελληνικά στρατεύματα, καταπονημένα και με εμφανή στοιχεία διάλυσης, φτάνουν στον Σαγγάριο, όπου συντρίβονται από τον Κεμάλ. Η διάλυση είναι τόσο μεγάλη που οι φυγόμαχοι απελπισμένοι στρατιώτες δεν κατορθώνουν να υπερασπίσουν ούτε τους εαυτούς τους, πολλώ δε μάλλον τις διάσπαρτες ελληνικές εστίες από την τουρκική αντεπίθεση. Για το ποιοι ακριβώς λόγοι οδήγησαν τον ελληνικό στρατό να φτάσει στον Σαγγάριο (περίπου 1.000 χλμ. από τα μικρασιατικά παράλια) έχουν γραφτεί πολλά. Κατά τη γνώμη μου, το πλέον πειστικό παραμένει ο συνδυασμός εγκλήματος και παραφροσύνης, που επισημαίνουν στις Αποφάσεις τους του 1924 οι Παλαιοί Πολεμιστές, ο παροξυσμός εθνικισμού και φιλοϊμπεριαλισμού, με κοινή ευθύνη του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, τη δεκαετία πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και η πρώτη –και μεγαλύτερη– (αυτο)καταστροφική εμφάνιση του ελληνικού ιμπεριαλισμού.

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, ο Ατατούρκ αμέσως μετά το Σαγγάριο πραγματοποιεί γενική αντεπίθεση και σε ελάχιστες μέρες καταλαμβάνει τη Σμύρνη, η οποία πυρπολείται, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και χιλιάδες στρατιώτες προσπαθούν να διασωθούν φεύγοντας προς την Ελλάδα. Το αμέσως επόμενο διάστημα ξεσπούν στρατιωτικά κινήματα στη Χίο και τη Λέσβο, στις 27 Σεπτεμβρίου παραιτείται ο Κωνσταντίνος και φεύγει από την Ελλάδα. Επίλογο της Καταστροφής αποτελεί η δίκη-οπερέτα κάποιων από τους πρωταγωνιστές της, η καταδίκη έξι από αυτούς σε θάνατο (Χατζηανέστης, Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Θεοτόκης) και η εκτέλεσή τους στις 28 Νοεμβρίου 1922. Τα συναφή με την Καταστροφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας κεφάλαια, αυτό των συνθηκών που βίωσαν οι πρόσφυγες και οι προσφύγισσες από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα και το ρόλου τους στην αναζωογόνηση της ελληνικής κοινωνίας και του εργατικού κινήματος, καθώς και εκείνο της συμμετοχής των Παλαιών Πολεμιστών στη στελέχωση του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος και το διεθνιστικό προσανατολισμό του, αξίζει να αναδειχθούν σε επόμενο κείμενο.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…