Ένα από τα πρώτα που μάθαινες παλιότερα στα τμήματα Πολιτικής Επιστήμης ήταν πως, σε αντίθεση με το «υπερτροφικό» ελληνικό κράτος, η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα είναι «ατροφική» – τεκμήριο, τάχα, καθυστέρησης της χώρας μας σε σχέση με την Ευρώπη. Στην πιο μαχητική εκδοχή του επιχειρήματος, υπεύθυνη γι’ αυτή την «ατροφία» ήταν η «κομματοκρατία»: στην Ελλάδα τα κόμματα καταλάμβαναν εξολοκλήρου το χώρο της πολιτικής, έτσι που, έξω από τους υπολογισμούς και τις σκοπιμότητές τους, να μη μένει απολύτως τίποτα.

Είχε δόσεις αλήθειας το επιχείρημα. Ο λόγος, όμως, που το ακούγαμε διαρκώς στα χρόνια του σημιτικού εκσυγχρονισμού, ήταν περισσότερο για να πειστούμε πόσο σπουδαίος ήταν (αν θέλαμε να γίνουμε «Ευρώπη»…) ένας μεσαίος χώρος «χωρίς παρωχημένα κομματικά στεγανά». Παρόμοια «αντικομματοκρατικά» λέγονταν και γράφονταν συνέχεια την περίοδο 2008-2015 – τότε πάλι γιατί η εθνική σωτηρία (διά των μνημονίων…) προϋπέθετε να βάλουμε μια και καλή στην άκρη τις κομματικές ιδιοτέλειες: σ’ ένα άρθρο στα Νέα εκείνης της εποχής, ο Γιάννης Βούλγαρης έγραφε ότι τα κόμματα στον καιρό της οικονομικής κρίσης έπρεπε να πάρουν σκληρές αποφάσεις και, γι’ αυτό ακριβώς, χρειαζόταν να εξοικειωθούν με την ιδέα πως, για ένα διάστημα, απλά θα «καίγονται». Λεπτομέρεια: στις καταγγελίες της «κομματοκρατίας», τα κόμματα αποδεικνύονταν κάτι σαν την κακοσμία του στόματος: τα ενοχλητικά ήταν (τα κόμματα) των άλλων.

Η κριτική στην πετυχημένη εκδήλωση στο «Γκαίτε» μου θύμισε αυτή την καταγγελία για την «κομματοκρατία» που ακυρώνει, τάχα, ευρύτερες, άρα ευγενέστερες από τα κόμματα, συλλογικότητες και αγαθά: «Η εκδήλωση», γράφτηκε δεξιά και κεντροαριστερά, «είχε κομματική σκοπιμότητα – κι όποιος δεν μας πιστεύει, ας μας πει τι κόμμα είναι η Καμτσίδου και ο Χριστόπουλος». Δεν γράφτηκαν μόνο στην Καθημερινή και τα Νέα αυτά. Στο πάνελ της ίδιας της εκδήλωσης, με θέμα τις υποκλοπές, ο Νίκος Αλιβιζάτος φόρτωσε στον ΣΥΡΙΖΑ (και στον Μελανσόν…) τα μισά απ’ όσα ευτελίζουν εδώ και χρόνια τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Και ο Βαγγέλης Βενιζέλος φρόντισε κι αυτός να καθησυχάσει τους «Μένουμε Ευρώπη» του 2015 – συνδέοντας ρητά τους διοργανωτές με τον επάρατο ΣΥΡΙΖΑ και δηλώνοντας περήφανος για τα μνημονιακά επιτεύγματα του 2012-2014.

Δείτε όμως τώρα: Όποιες κι αν είναι οι πολιτικές απόψεις τους, οι Αλιβιζάτος και Βενιζέλος είναι από τους σημαντικότερους συνταγματολόγους που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα. Με αυτή την ιδιότητα προσκαλούνται κάθε εβδομάδα σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, εκδίδουν και παρουσιάζουν βιβλία, οργανώνουν κύκλους ιδεών και παρεμβαίνουν δημόσια στα θέματα της επικαιρότητας για τα οποία λογίζονται ειδικοί.

Θα ήταν απλά ανόητος όποιος αντέτεινε κάθε τόσο «ναι, αλλά ο Αλιβιζάτος ήταν δύο φορές πρόεδρος στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, σε δημόσια σύγκρουση με τον Γιώργο Παπανδρέου». Ή «ναι, αλλά ο Βενιζέλος ήταν αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-Ακροδεξιάς με τον Παπαδήμο, και στην επόμενη, ακόμα αθλιότερη, υπό τον Σαμαρά». Ακόμα κι αν πολιτεύονται λόγω και έργω, ενίοτε σε καίριες θέσεις, στο χώρο ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οι προαναφερθέντες –επιστήμονες, δημοσιογράφοι κ.ά–, στον δημόσιο χώρο παραμένουν πρωτίστως διακεκριμένοι επιστήμονες και διανοούμενοι. Αντίθετα, όταν οι διοργανωτές μιας εκδήλωσης κριτικής προς την κυβέρνηση λένε ανοιχτά «να αλλάξουμε όσο πιο έγκαιρα γίνεται», εννοώντας να φύγει η εγκληματική οργάνωση που λυμαίνεται την κυβέρνηση, τότε είναι πολιτικά ιδιοτελείς, κομματικά (υπο)κινούμενοι ή απλά ΣΥΡΙΖΑ.

Γνωστά πράγματα, θα πείτε. Αλλά στο κλίμα αυτό, όσο δηλαδή το μείζον είναι η τήρηση της «σωστής» απόστασης από τον ΣΥΡΙΖΑ (όχι γι’ αυτό που είναι σήμερα, αλλά γιατί «δίχασε-βάζοντας-το-κόμμα-πάνω-από-τη-χώρα», και μάλιστα τρεις φορές: το 2008, το 2011 και το 2015)–, δεν είμαι αισιόδοξος ότι το δίλημμα «Αυταρχισμός ή Δημοκρατία» θα επικρατήσει ως διαιρετική τομή, όπως (εύλογα) επιδιώκουν οι διοργανωτές.

Οι διαιρετικές τομές δεν αποτυπώνουν απλά ό,τι υπάρχει αντικειμενικά στην πολιτική και την κοινωνία: ο αυταρχισμός στην Ελλάδα είναι ζοφερή πλέον πραγματικότητα (όπως και η ακρίβεια): για να γίνει αυτός το κύριο ζήτημα, κάποιος πρέπει να αναλάβει να το οργανώσει. Η «Ώρα Μηδέν» επιχειρεί αυτό ακριβώς. Αρκεί, όμως, να δείξεις την αντίθεση που θεωρείς κυρίαρχη για να γίνει αυτή διαιρετική τομή – ό,τι ήταν δηλαδή το «εθνικόφρονες/μη εθνικόφρονες» μετά τον εμφύλιο, το «προοδευτικές ή δημοκρατικές δυνάμεις/Δεξιά» στη Μεταπολίτευση, ή το «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο» του 2010-2015;

Επιστρέφοντας στην τελευταία «τομή» –τη διαίρεση που, όταν δεν δημιουργεί αμηχανία ή ντροπή σε κόσμο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ (όπως τα οικογενειακά μυστικά ή οι νεανικές τρέλες…), ενοχλεί αφόρητα τους «αντι-ΣΥΡΙΖΑ»–, το Μνημόνιο δημιούργησε «τομή» επί μια εξαετία τουλάχιστον, αφενός γιατί κάποιος επιχείρησε να οργανώσει και να εκπροσωπήσει ένα αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ, αφετέρου γιατί σε όλη τη χώρα έγιναν πράγματα πολύ πέρα από όσα σχεδίασαν όσοι υπέδειξαν το Μνημόνιο ως το κύριο: δημιουργήθηκαν νέα κόμματα (ΔΗΜΑΡ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δημιουργία Ξανά, ΑΝΕΛ), ξεπήδησαν σημαντικά κινήματα (οι έρευνες μέτρησαν στις «πλατείες» 2,5 εκατομμύρια κόσμο), στις δε εκλογές του 2012, σχεδόν 4.000.000 ψήφισαν άλλο κόμμα απ’ ό,τι το 2009 – γι’ αυτό και ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ανάμεσα σε άλλους, μίλησε για «εκλογικό σεισμό».

Όπως τότε το «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο» δεν εξαφάνισε προηγούμενες διαιρετικές τομές (το «Αριστερά/Δεξιά» ας πούμε – γι’ αυτό και ήταν ανθυγιεινή η συνύπαρξη με πολλούς δεξιούς αντιμνημονιακούς…), έτσι και το «Αυταρχισμός/Δημοκρατία», αν ξεπεράσει τις προφανείς δυσκολίες να κινητοποιήσει πολλούς και διαφορετικούς, δεν θα σβήσει τις προϋπάρχουσες διαιρέσεις. Δεν το ισχυρίζεται κάποιος καθηλωμένος στις «παλιές ιστορίες»: η εμμονή των κεντρώων στο φάντασμα του 2015 –ακόμα κι αν στο πάνελ του «Γκαίτε» το φάντασμα αυτό δεν εκπροσωπήθηκε–, είναι νομίζω έγκυρος δείκτης.

Χάρηκα που πήγε καλά η εκδήλωση στο «Γκαίτε»: οι προσπάθειες να απαξιωθεί ως «κομματική» με αφήνουν παγερά αδιάφορο, γιατί το μείζον τώρα, δύο-τρεις μήνες πριν από τις εκλογές, είναι να φύγει η εγκληματική οργάνωση που λυμαίνεται την κυβέρνηση – κι αυτό, μετά τις ήττες και τις αποτυχίες μας, με βάση τον σημερινό συσχετισμό δύναμης, περνά απ’ τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές. Όσοι επιδιώκουμε την άμεση πολιτική αλλαγή, αλλά δεν εμπιστευόμαστε ευλόγως τον ΣΥΡΙΖΑ, χρειάζεται να προειδοποιήσουμε για το όριο μιας πολιτικής που αφήνει απ’ έξω τις παλιές διαιρετικές τομές και κυρίως τις νέες –τις «μεταμνημονιακές»– μορφές τους. Αλλά να προειδοποιείς απλά, δεν αρκεί. Χρειάζεται και να παίρνεις πρωτοβουλίες στο μέγεθος όσων διακυβεύονται αν δεν φύγει από την κυβέρνηση η Δεξιά. Είναι μήπως σημαντικότερο «ποιο κόμμα ωφελείται», από πρωτοβουλίες που θέτουν ως άμεσο στόχο το «να φύγουν»;

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…