Πηγή: Jacobin Italia | Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβις

Η συζήτηση περί το ιταλικό προεδρικό μέγαρο (Κιρινάλιο) ανέδειξε τους αντίπαλους εξτρεμισμούς, εκείνων που επικαλούνται την Αποκάλυψη, και των «ενσωματωμένων», που με διαφορετικές αποχρώσεις πλήττουν και τους/τις θεωρούμενους κριτικούς φιλοσόφους.

Ο Σέρτζιο Ματαρέλα είναι ο «νέος» πρόεδρος της ιταλικής Δημοκρατίας. Το πολιτικό πλαίσιο, παρόλο που ταράσσεται από την άνευ προηγουμένου κρίση των κομμάτων και των ηγεσιών τους, μένει ουσιαστικά ανέγγιχτο: Ο Ντράγκι παραμένει στο Μέγαρο Κίτζι με την άδεια του Συνδέσμου Βιομηχάνων και ο Ματαρέλα εγγυάται την κυβέρνησή του από την πλευρά του Κιριναλίου. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση προφανούς αδιεξόδου που (δεν) κρύβει από τη μια πλευρά τη διάλυση του πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης και από την άλλη την οικονομική-κοινωνική-ψυχολογική κρίση, που σφίγγει την ιταλική κοινωνία, η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας εξακολουθεί να βλέπει να εμπλέκονται μορφές υψηλού φιλοσοφικού-πολιτικού επιπέδου που μοιάζουν εγκλωβισμένες σε δύο μεγάλες οικογένειες: εκείνους/ες που υποστηρίζουν την «Αποκάλυψη» και τους «ενσωματωμένους/ες».

Αυτές είναι οι δύο περίφημες κατηγορίες με τις οποίες ο Ουμπέρτο Έκο, το 1964, παρουσίαζε τη διπλή συμπεριφορά της διανόησης έναντι της μαζικής κουλτούρας. Τη δανειζόμαστε για να παρατηρήσουμε κριτικά τον τρόπο με τον οποίο ένα μέρος της φιλοσοφίας, με το βλέμμα στην πολιτική σκηνή, σχολίασε την κατάσταση της πανδημίας και τις πολιτικές της εξελίξεις. Προκειμένου να εστιάσουμε όσο περισσότερο γίνεται την κριτική μας και να ορίσουμε το περίγραμμά της, θέλουμε να αναφερθούμε σε δύο μορφές υψηλού και αναγνωρισμένου θεωρητικού κύρους, έτσι ώστε να παρουσιάσουμε αυτά τα δύο σύνολα.

Το τρένο της Αποκάλυψης, ça va sans dire, το οδηγεί ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί για τις σκέψεις του σε σχέση με την πανδημία και την πολιτική διαχείρισή της. Είναι αρκετό, για τη συζήτησή μας, να υπογραμμίσουμε την παρουσία, στη θεώρησή του, μιας (μη) φιλοσοφίας της ιστορίας ως διαρκούς καταστροφής, διαχωρισμού που δεν τελειώνει ποτέ από μια μορφή ζωής που καταλήγει να είναι μια ακαθόριστη κατάσταση μεταξύ βίου και ζωής* (ΣτΜ ελληνικά στο κείμενο). Για τον Αγκάμπεν η ιστορία της Δύσης δεν είναι παρά η συνεχής επανεμφάνιση, και με μορφές όλο και πιο έντονες, ενός δυϊσμού, μεταξύ μιας πολιτικά ποιοτικής ζωής, και μιας γυμνής ζωής, καθαρής επιβίωσης, χωρίς καμία ποιότητα.  Σύμφωνα με την άποψή του, αυτός ο οντολογικός διαχωρισμός, που ισχύει από την εποχή της διδασκαλίας του Αριστοτέλη, είναι ο πυρήνας των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, των αιθουσών αναμονής των αεροδρομίων (που εκείνος θέτει, από οντολογική-ιστορική άποψη στο ίδιο επίπεδο με τα πρώτα) και, τέλος, της διαχείρισης της πανδημίας. Σε αυτό οφείλεται η καταγγελία της εν δυνάμει «απολυταρχικής» –αν όχι «ολοκληρωτικής»– «εξαίρεσης» ενάντια σε οποιαδήποτε πολιτική προσπάθεια συγκράτησης της πανδημίας.

Πρόκειται για μια θέση η οποία, τελικά, φθάνει στο σημείο να αγγίζει τον (επιδημιολογικό) αρνητισμό και συμβάλει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην τροφοδότηση υλικών πληγών που η πανδημία επιβάλλει στην κοινωνία, κυρίως σε εκείνα τα υποτελή στρώματα τα οποία, όπως συμβαίνει πάντα κατά τη διάρκεια των κρίσεων, υποφέρουν περισσότερο. Υπό αυτήν την έννοια, η θέση «Αποκάλυψης του Ιωάννη» δείχνει την απόστασή της από οποιαδήποτε μορφή υλισμού και ρεαλισμού: επομένως, δείχνει την απομάκρυνσή της από εκείνη την πρακτική η οποία θα έπρεπε, αντίθετα, να βρίσκεται στην καρδιά κάθε δημόσιας φιλοσοφίας – δηλαδή από την κριτική.

Ως εκπρόσωπο της παράταξης των «ενσωματωμένων» επιλέγουμε τη Ρόζι Μπραϊντότι. Η Μπραϊντότι παρενέβη πολλές φορές σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε μια από αυτές εξέφρασε δημόσια και έντονα τη στήριξή της στον σημερινό πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του. Ερωτήθηκε ως «φιλόσοφος» έπειτα από την επίκληση της αναγκαιότητας «ορθολογισμού» και δήλωσε ότι στηρίζει «με μεγάλο πάθος» τον Μάριο Νράγκι, επειδή είναι σε θέση να «φέρει εμπιστοσύνη και ελπίδα», και να «εξυγιάνει την κρίση αξιοπιστίας» της Ιταλίας – χαρακτηριστικά τα οποία, εκτός των άλλων, υποτίθεται ότι κάνουν τον πρωθυπουργό «φιλόσοφο». Ας αφήσουμε αυτή την «εξυπνάδα» –αλήθεια, η φιλοσοφία είναι σε τέτοιο χάλι ώστε να αρκούν η ελπίδα, η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία για να κάνουν τον Ντράγκι «φιλόσοφο»;– για να επικεντρωθούμε σε ένα σημαντικότερο στοιχείο. Ξεκινώντας την παρέμβασή της, η Μπραϊντότι είπε: «νομίζω ότι είναι σωστό να ζητήσουμε από αυτούς που μας κυβερνούν να είναι λίγο φιλόσοφοι, όχι υπό την έννοια της στεγνής ρομποτικής λογικής [;], αλλά υπό την έννοια τού να λογοδοτούν για τα επιχειρήματα, για τις στάσεις, να εξηγούν στον κόσμο γιατί γίνονται τα πράγματα». Αν τα πράγματα είναι έτσι, η Μπραϊντότι έπρεπε πρώτη να λογοδοτήσει για την επιχειρηματολογία της και για τη στάση της (που είναι αρκετά ξεκάθαρη), πέρα από τις βιαστικές αναφορές στην εμπιστοσύνη και στην ελπίδα.

Κατά τα άλλα, μας έρχεται αυθόρμητα το ερώτημα: σε ποιο πράγμα θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη και ελπίδα; Και κάτι άλλο: η εμπιστοσύνη και η ελπίδα, όταν μεταφέρονται στην κοινωνία, μπορούν να ομογενοποιούνται; Η ελπίδα, της οποίας είναι φορέας ο Μάριο Ντράγκι, είναι η ίδια που ωθεί καθημερινά όποιον είναι εξαναγκασμένος στη μισθωτή εργασία, όποιον βρίσκεται μέσα από μια υποτελή θέση εντός της παρούσας κοινωνικο-περιβαλλοντικής κρίσης; Δεν νομίζουμε ότι μπορούμε να το βεβαιώσουμε, με δεδομένο το νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα στη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι η ελπίδα εκείνων που δημιουργούν τον πλούτο της χώρας και ταυτόχρονα για μήνες είναι υποχρεωμένοι/ες να πηγαίνουν στη δουλειά υπό επικίνδυνες συνθήκες υγιεινής, ή η ελπίδα εκείνων που αγωνίζονταν ενάντια στην κυβέρνηση, την άνοιξη του 2020, για να μην διακοπεί η μηχανή παραγωγής υπεραξίας; Σίγουρα ο Ντράγκι, ισχυρίζεται η Μπραϊντότι με έναν κάπως συντετριμμένο τόνο, «θέλει μια μετα-κομματοκρατική δημοκρατία και μια διαφορετική κοινωνία», αλλά πάντως –αυτή φαίνεται να είναι η έννοια της επιχειρηματολογίας της–, πρόκειται για ένα αποδεκτό αντίτιμο, σε αντάλλαγμα για την «εμπιστοσύνη», την «ελπίδα» και την «αξιοπιστία».

Όμως αυτή η «διαφορετική κοινωνία» που θέλει ο Ντράγκι, πώς είναι καμωμένη; Αυτό είναι το ερώτημα που θα έπρεπε να προσανατολίσει τη στήριξη ή όχι ενός επικεφαλής της κυβέρνησης εκ μέρους μιας φιλοσόφου, και είναι αντίθετα ένα ερώτημα που φαίνεται εντελώς παραμελημένο από την Μπραϊντότι, θυσιασμένο στο βωμό της νέας «τριάδας». Η λατρεία που έδειξε η Μπραϊντότι έναντι του «σοφού και δίκαιου» Ντράγκι έκανε πολλές και πολλούς να χαμογελάσουν. Ποιος θα φανταζόταν ότι τελικά η πολιτική θα ήταν εκείνη του ισχυρότερου, ο ρεαλισμός του βασιλιά; Εξάλλου, η κριτική της στον Αγκάμπεν δεν είναι σίγουρα σε πολιτικό επίπεδο, αλλά σχεδόν σε λογοτεχνικό και αυτό κάνει τον φιλόσοφο σχεδόν συμπαθητικό σε εμάς. Το πρόβλημα του Αγκάμπεν, κατά τη γνώμη της, είναι πως είναι θλιμμένος: δηλαδή, δεν χαίρεται βλέποντας τον Ντράγκι. Πάντως, δεν θα είναι σοβαρό από πλευράς μας να μην αναρωτηθούμε αν η πολιτική που η ιταλίδα επιστημόνισσα προσπάθησε να επεξεργαστεί τα προηγούμενα χρόνια είναι χωρίς δεσμούς με την adoratio non petita που δείχνει στον Ντράγκι. Μήπως δεν ήταν η Μπραϊντότι εκείνη που ζητούσε να υπερβούμε τον «θρησκόληπτο και δογματικό τόνο των κυρίαρχων ιδεολογιών, αριστερών ή δεξιών, αλλά να τοποθετούμαστε στην πλευρά της παραγωγής ‘χαρούμενων’ δράσεων μετασχηματισμού»; Είναι πιθανό να μας εκπλήσσει ότι μια παρόμοια πορεία αναζήτησης πρέπει να καταλήξει στην ταύτιση αυτής της παραγωγής με τον Ντράγκι.  Ασφαλώς εκπλήσσεται όποιος γνωρίζει ότι στα κείμενά της η Μπραϊντότι ταυτίζει το «πολιτικό ήθος» με το ήθος της Διεθνούς Αμνηστίας. Μήπως ξέχασε, η φιλόσοφος, ότι ο Ντράγκι κερδίζει τη ‘χαρά’ του με τις ψήφους του Ματέο Σαλβίνι;

Αν ο δρόμος της μαζικής πολιτικής οργάνωσης αποκλείεται εξαρχής από τον κατακερματισμό μιας μαγματικής κοινωνίας, μπορούμε αλήθεια να νομίζουμε ότι μπορεί να υπάρξει διαφορετική οδός από το να αφεθούμε στην αυθεντικά έμμονη ισχύ του τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής και του επιφανούς ορντο-φιλελεύθερου εκπροσώπου της, Μάριο Ντράγκι; Αυτό που προτείνει η Μπραϊντότι είναι να παίξουμε τον παπά, σε ένα θλιβερό παιχνίδι. Ισχύς επιβεβαίωσης (η δική της) ενάντια στην πολιτική της θλίψης (του Αγκάμπεν): το ένα χαρτί κερδίζει, το άλλο χάνει, αλλά όταν φανερώνεις το χαρτί, βρίσκεις τον Μάριο Ντράγκι. Μόνο στις αγκάλες των πεφωτισμένων υπάρχει σωτηρία, αν δεν είναι δυνατό να αντιτάξεις μια οργανωμένη δύναμη, μια διαφορετική ελπίδα από εκείνη του κεφαλαίου.

Άραγε να είναι αυτή η αιτία που ακόμη και ο Μάριο Τρόντι μοιάζει να κεραυνοβολήθηκε από τη γοητεία του Ντράγκι; «Ο άνθρωπος που η Πρόνοια μας έστειλε» (Il Riformista, 27 Οκτωβρίου 2021), «ο καλύτερος άνθρωπος» σε αυτούς τους «δυστυχισμένους καιρούς» (Il Foglio, 20 Ιανουαρίου 2022), αναφέροντας μόνο δύο από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του. Από την πλευρά μας, δεν πιστέψαμε ποτέ στη Θεία Πρόνοια, και η εξοχότητα κρύβει πάντα μια dark side.

Όμως, τι κοινό έχουν ο Αγκάμπεν και η Μπραϊντότι; Είναι και οι δύο φιλόσοφοι, καθηγητές, συνηθισμένοι να μιλάνε για τα πάντα κάνοντας συχνά κακή εντύπωση (ας θυμηθούμε την υπογραφή της Μπραϊντότι για το ναι στο δημοψήφισμα που προώθησε ο Ματέο Ρέντσι το 2016 και το παραλήρημα του Αγκάμπεν ενάντια στο ius soli (ΣτΜ: το δικαίωμα των παιδιών προσφύγων να αποκτήσουν την ιταλική ιθαγένεια). Και οι δύο είναι γαντζωμένοι σε μπαγιάτικους φιλοσοφικούς εξτρεμισμούς, που είναι τόσο αντίθετοι όσο και συμπληρωματικοί. Και οι δύο υπερασπίζονται τον κόσμο προ-Covid: έναν κόσμο όπου όλες και όλοι ήταν ελεύθεροι/ες να πάνε να δουλέψουν χωρίς κατώτατο μισθό, να απολυθούν αν αρρώσταιναν πολύ ή να μην θεραπευθούν σε αποδεκτούς χρόνους από τη δημόσια υγεία, ελεύθεροι και ελεύθερες να αρνηθούν κάθε είδος δικαιώματος να μεταναστεύσουν. Ο σημερινός κόσμος δεν είναι ασφαλώς καλύτερος. Όμως, ας μη μας σερβίρουν το ανόητο όνειρο ενός ευτυχισμένου παρελθόντος που ο ιός διέκοψε.

Και οι δύο από τεχνικής πλευράς, είναι γαντζωμένοι σε μια συντηρητική θέση. Ο ένας, από τη μια πλευρά, δεν αναγνωρίζει ότι αυτοί που υπέφεραν από τις συνέπειες μιας παγκόσμιας πανδημίας, όπου στον καθένα και στην καθεμία αφήνεται απόλυτη ελευθερία επιλογής, είναι οι υποτελείς τάξεις, όχι βέβαια οι πλούσιοι. Η ελευθερία του είναι, όπως πάντα,  ο ελευθερισμός της φιλελεύθερης δημοκρατίας (την οποία κατά τα άλλα τους τελευταίους μήνες δεν έχασε ευκαιρία να υπερασπιστεί). Η άλλη παινεύει έναν πρωθυπουργό που «πράττει»: λίγο ενδιαφέρει αν, με την επιδοκιμασία του Συνδέσμου Βιομηχάνων, πρόκειται για μια «πράξη» που έχει στόχο να διαχειριστεί από τα δεξιά το Ταμείο Ανάκαμψης (γιατί, είναι γνωστό, τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται πάντα, αλλά τα χρέη κοινωνικοποιούνται, και πολύ μάλιστα). Κρίμα που οι πολιτικές διαχείρισης δισεκατομμυρίων ευρώ στα χέρια του Ντράγκι δεν ευνοούν με κανένα τρόπο τις υποτελείς τάξεις. Όμως, επαναλαμβάνουμε, μας εκπλήσσει πως η πολιτική του επιβεβαιώνει ότι, όπως μας δίδαξε ο Καρλ Μαρξ, «μεταξύ ίσων δικαιωμάτων, αποφασίζει η δύναμη»;

Αυτή η φιλοσοφία μοιάζει έκφραση ενός στρώματος διανοουμένων που μεγάλωσε σε μια ιστορική φάση ριζικά διαφορετική από τη σημερινή, μακριά από την κατανόηση των πραγματικών συσχετισμών δυνάμεων που υπάρχουν στην κοινωνία και είναι εντελώς ανίκανο να τα αναγνώσει. Αυτή η θεώρηση (στη διττή της εκδήλωση: ως Αποκάλυψη του Ιωάννη και ως ενσωμάτωση) καταλήγει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο να δικαιολογεί την σημερινή κατάσταση. Στον κενό χώρο της απομάκρυνσης και στον γεμάτο χώρο της καθαρής αποδοχής δεν υπάρχει κριτική. Μόνο απόγνωση ή τυφλός ενθουσιασμός. Η κριτική γεννιέται μόνο εκεί όπου το πραγματικό είναι χωρισμένο σε μέρη. Αν δεν διαλέξεις ένα από αυτά τα μέρη, αν παραμείνεις στο φετίχ μιας αδιαίρετης καθολικότητας της δύναμης ή της εγκατάλειψης, δεν είναι δυνατό να ασκήσεις κριτική, δεν είναι δυνατό να πάρεις μέρος σε μια σύγκρουση. Δεν μπορείς να πεις τι πρέπει να ελπίζεις, τι πρέπει να σχεδιάσεις, για ποιον και για ποιο πράγμα πρέπει να διαμορφώσεις νέους θεσμούς.

Πιστεύουμε ότι η έξοδος από αυτόν τον «διαχειριστικό μηδενισμό», που χαρακτηρίζει σήμερα στην Ιταλία, με διαφορετικές αποχρώσεις, τους οπαδούς της Αποκάλυψης και τους ενσωματωμένους της δημόσιας φιλοσοφίας, έγκειται στην αναγνώριση μιας μεροληψίας αδιαχώριστης από τον πολιτικό βίο. Στην αναδιατύπωση, επομένως, μιας μεροληπτικής πολιτικής, μοναδικής προοδευτικής διεξόδου από τη σημερινή συστημική κρίση της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας. Άρα, όχι στην αναδιάρθρωση ενός (τυπικά) δημοκρατικού παιχνιδιού που αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά στον εντοπισμό μιας αντίθετης βούλησης μέσα στο κοινωνικό σώμα.

Αυτό που μας διδάσκουν οι κοινωνικοί αγώνες, από τις εργατικές κινητοποιήσεις μέχρι τις φοιτητικές και τις οικολογικές, είναι ακριβώς ότι στον ορθολογισμό και στην ελπίδα της καπιταλιστικής ειρήνευσης είναι ακόμη δυνατό να αντιτάξουμε ορθολογισμό και ελπίδα με αντίθετο πρόσημο, που μιλάνε για κοινωνικοποίηση και όχι ιδιωτικοποίηση, για συνεργασία και όχι ανταγωνισμό, για ριζικό μετασχηματισμό και όχι για μια περίλυπη Αποκάλυψη ή μια χαρούμενη ενσωμάτωση. Η ουσία αυτής της αντίστασης, που δεν θέλει να εγκαταλείψει ούτε να αγκαλιάσει το παρόν, είναι αδιαχώριστη από την επίγνωση της δύναμης, δηλαδή της ικανότητας να δώσει μορφή σε έναν κόσμο ανυποχώρητο απέναντι σ’ εκείνον που τον κυβερνά η λογική της απουσίας μιας πραγματικής εναλλακτικής.

* Ο Πάολο Μισιρόλι είναι δόκτορας έρευνας στη Φιλοσοφία στην Scuola Normale Superiore και στο Université Paris Nanterre και  ειδικός στην Ιστορία της Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Επικοινωνίας του πανεπιστημίου της Μπολόνια.

Ο Ελία Τζάρου είναι ερευνητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Τμήματος Πολιτικών, Νομικών και Διεθνών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Πάντοβα και ειδικός στην Ιστορία των πολιτικών θεωριών του Τμήματος Ιστορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μιλάνου. Από το 2009 συμμετέχει στη σύνταξη του Radio Onda d’Urto.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…