Η Τζόρτζια Μελόνι και ο Γκουίντο Κροσέτο, σε εκδήλωση του κόμματος Αδελφοί της Ιταλίας, του οποίου είναι ιδρυτές (Φωτογραφία: Wikimedia Commons)

Ας σταματήσουμε πια να εκπλησσόμαστε: η Ακροδεξιά έχει φτάσει, είναι εδώ, έχει κανονικοποιηθεί και ήρθε για να μείνει. Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την έκπληξη και να σκεφτούμε πώς θα την πολεμήσουμε.

Πηγή: Jacobin America Latina (22.9.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Ο Στίβεν Φόρτι (Steven Forti) είναι διδάκτωρ ιστορίας, ερευνητής στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας (IHC) του Πανεπιστημίου NOVA της Λισαβόνας και λέκτορας Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης (UAB). Τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρώσει τις μελέτες του πάνω στην ιστορία και την πολιτική σκέψη, στην ανάλυση ενός φαινομένου με παγκόσμιο αντίκτυπο που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη: την Ακροδεξιά.

Στο τελευταίο του βιβλίο, Extrema derecha 2.0. Qué es y cómo combatirla (Siglo XXI, 2021), (Ακροδεξιά 2.0. Τι είναι και πως να την καταπολεμήσετε), ο Φόρτι προσφέρει μια εξαντλητική επισκόπηση των ιδεολογιών, της ρητορικής και των τρόπων δράσης που υιοθετεί η νέα Ακροδεξιά σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Για όλα αυτά τα θέματα, μίλησε μαζί του ο Λεονάρδο Φριέιρο (Leonardo Frieiro), για το Jacobin.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του τελευταίου σας βιβλίου επισημαίνετε ότι η νέα Ακροδεξιά είναι ένας σημαντικός πολιτικός παράγοντας σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σκηνικό;

Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να πω ότι προσωπικά θεωρώ λίγο αφελείς τις αντιδράσεις που η κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και οι πολιτικές ηγεσίες, τείνουν να έχουν μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση στην οποία η Ακροδεξιά, στη μία ή την άλλη χώρα, επιτυγχάνει ένα σημαντικό εκλογικό αποτέλεσμα. Μόλις συμβεί αυτό, αρχίζουν να χτυπούν καμπάνες συναγερμού, σαν να λένε «προσοχή γιατί η Ακροδεξιά μπορεί και να κερδίσει εκλογές», εκφράζοντας την έκπληξή τους για το γεγονός ότι η Ακροδεξιά έχει εισέλθει στο πολιτικό σύστημα ή ότι έχει αυξήσει το εκλογικό της βάρος.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Ακροδεξιά δεν κανονικοποιήθηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια αλλά έχει αρχίσει να κανονικοποιείται από τη δεκαετία του 1980, σε ορισμένα πλαίσια νωρίτερα από ό,τι σε άλλα. Πρέπει να έχουμε πολύ καθαρό ότι η Ακροδεξιά είναι ήδη ένας κανονικοποιημένος παράγοντας, έχει ήδη νομιμοποιηθεί και, πράγματι, σε ορισμένες χώρες κυβερνάει εδώ και χρόνια ή σε άλλες έφτασε στην κυβέρνηση και στη συνέχεια την έχασε: Ο Γεργκ Χάιντερ (Jörg Haider), στην Αυστρία, ήρθε στην εξουσία για πρώτη φορά με συνασπισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μετά τις εκλογές του 1999. Η Λέγκα του Βορρά και η Εθνική Συμμαχία στην Ιταλία (το προγενέστερο κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας), κυβέρνησαν με κάποιο τρόπο την Ιταλία τρεις φορές από το 1994. Ο Όρμπαν, με την αυταρχική του στροφή, κυβερνά αδιάλειπτα από το 2010.

Ας σταματήσουμε πια να εκπλησσόμαστε: η Ακροδεξιά έχει φτάσει, είναι εδώ, έχει κανονικοποιηθεί και ήρθε για να μείνει.

Και όσο για το πώς φτάσαμε εδώ, λόγω διαφόρων παραγόντων. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές το 2016, έγινε δημοφιλής η άποψη ότι η εμβάθυνση των οικονομικών ανισοτήτων που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία οδήγησε επίσης σε συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και αύξηση της φτώχειας της εργατικής τάξης στον δυτικό κόσμο, εξηγεί τη στροφή των ψηφοφόρων προς την άκρα Δεξιά.

Αυτό είναι αλήθεια, αν και μόνο εν μέρει. Θα ήταν λάθος να κάνουμε τέτοιες απλουστεύσεις και να περιορίσουμε το φαινόμενο της εξάπλωσης της Ακροδεξιάς σε μια μορφή οικονομισμού. Γιατί το λέω αυτό; Διότι για να κατανοήσουμε πώς φτάσαμε ως εδώ πρέπει να προσθέσουμε μια σειρά από στοιχεία και παράγοντες που δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσω της ανάλυσης των οικονομικών ανισοτήτων, όπως για παράδειγμα, γιατί κάποιες ιδέες και αξίες που υποστηρίζονται από ακροδεξιά κόμματα, οι οποίες έχουν ελάχιστη σχέση με την οικονομία, είναι επίσης πλειοψηφικές.

Από τη μία πλευρά, λοιπόν, μπορούμε σίγουρα να την συνδέσουμε με την αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών που αυτή προκάλεσε, αλλά έχουμε επίσης πολλές περιπτώσεις στις οποίες, η ανάπτυξη της Ακροδεξιάς είναι περισσότερο μια πολιτισμική αντίδραση παρά μια οικονομική αντίδραση. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται διάφορα φαινόμενα όπως η μετανάστευση, η επέκταση της πολυπολιτισμικότητας στην Ευρώπη, η επέκταση του φεμινιστικού αγώνα και ο αγώνας για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+.

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε δύο άλλα ζητήματα: πρώτον, την κρίση που βιώνει η φιλελεύθερη δημοκρατία εδώ και αρκετές δεκαετίες. Μια κρίση για την οποία μιλάμε εδώ και καιρό και η οποία συνεχώς επιδεινώνεται. Η δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε όλους τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας βρίσκεται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δύσκολο να συναντήσουμε αποδοχή άνω του 30% για θεσμούς όπως το Κοινοβούλιο ή η Νομοθετική Εξουσία. Αυτό είναι ένα βαθύτατο πρόβλημα, αλλά θέτει επίσης το ερώτημα για το πώς αντέξαμε μέχρι τώρα. Το πιο λογικό θα ήταν, η φιλελεύθερη δημοκρατία, να είχε εκραγεί πολύ νωρίτερα (με τη μία ή την άλλη μορφή) μπροστά σε αυτή την πλήρη απώλεια κοινωνικής συναίνεσης.

Μπροστά στην κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πολλά από τα πολιτικά μας συστήματα συνεχίζουν να λειτουργούν με έναν κλασικό, του δέκατου ένατου αιώνα, θα λέγαμε, τρόπο. Συνεχίζουμε να θεωρούμε το κόμμα ως μαζική οργάνωση, το συνδικάτο ως μαζική οργάνωση, αλλά ούτε τα κόμματα ούτε τα συνδικάτα είναι πλέον μαζικές οργανώσεις (ίσως τα συνδικάτα να είναι λίγο περισσότερο μαζικά, αλλά δεν έχουν τον ρόλο ή την ικανότητα να επιτελούν τις λειτουργίες που είχαν στο παρελθόν).

Σήμερα τα πολιτικά κόμματα έχουν πολύ λίγα οργανωμένα μέλη, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν οργανώσεις βάσης ή έχουν πολύ μικρή εδαφική δραστηριότητα. Ο ρόλος ενός μαζικού πολιτικού κόμματος ήταν να κάνει μια δημοκρατία να λειτουργεί με υγιή τρόπο, λειτουργώντας ως φορέας μεταφοράς μεταξύ βάσεων [τοπικών καταστάσεων] και θεσμών, δηλαδή, διοχετεύοντας τα αιτήματα, τις διεκδικήσεις, τις απογοητεύσεις των πληθυσμών μέσω των δημοκρατικών διαύλων. Προφανώς αυτό δεν λειτουργεί πλέον όπως παλιά, και αυτό δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο.

Τέλος, ως τρίτο στοιχείο, εκτός από την οικονομική αντίδραση και την πολιτισμική αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον ρόλο των κοινωνικών αντιλήψεων, μια διάσταση που έχει παραμεληθεί. Όταν ένα άτομο επιλέγει ένα ψηφοδέλτιο, το κάνει με βάση το πώς αντιλαμβάνεται τη συνολική κατάσταση της κοινωνίας στην οποία ζει και συμμετέχει. Θέλω να πω, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αντιλαμβάνονται με ανησυχία ή και φόβο τις ραγδαίες μεταμορφώσεις που βιώνουμε στον κόσμο, και δεν αναφέρομαι μόνο στην πανδημία ή στο βάρος του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και στις αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, με την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες, αλλαγές που, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είχαν επίσης ισχυρό αντίκτυπο στον κόσμο της επικοινωνίας και των προσωπικών σχέσεων.

Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε τι θα συμβεί σε δέκα χρόνια –η πανδημία το κατέστησε αυτό σαφές– και αυτή η διαδικασία φέρνει μαζί της ένα σύνολο συναισθημάτων, φόβων και ανησυχιών που η ακροδεξιά μπόρεσε να ερμηνεύσει και να πολιτικοποιήσει. Οι ακροδεξιοί κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν τον φόβο για να τον μετατρέψουν σε μίσος. Προφανώς οι άνθρωποι έχουν ανησυχίες, έχουν φόβους, οι οποίοι είναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένοι, αυτό είναι γεγονός. Νομίζω ότι αυτό, είναι επίσης ένα στοιχείο που εξηγεί γιατί οι προτάσεις της ακροδεξιάς κατάφεραν, τα τελευταία χρόνια, να επιβληθούν με όλο και πιο τακτικό τρόπο στην πολιτική σκηνή σε πολλές χώρες, σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Η άποψή σας σ΄αυτό το σημείο μου θυμίζει ότι τείνουμε να διαβάζουμε συγγραφείς που αντιλαμβάνονται τον λαϊκισμό ακριβώς ως έναν τρόπο κατάλυσης αυτής της αντίφασης που αναφέρετε, μεταξύ των «φορέων πολιτικής μεταφοράς» που γίνονται όλο και πιο αδύναμοι στη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Το βιβλίο κάνει μια αρκετά εξαντλητική ανάλυση των χρήσεων του λαϊκισμού ως επεξηγηματικού παράγοντα της εδραίωσης της Ακροδεξιάς, παίρνοντας μια αρκετά σαφή θέση όσον αφορά τους περιορισμούς που ενέχει η σύνδεση του λαϊκισμού με την Ακροδεξιά. Γιατί πρέπει να αποφύγουμε να θωρήσουμε τη νέα ακροδεξιά ως λαϊκιστικό φαινόμενο;

Για το ζήτημα του λαϊκισμού χύνονται ποτάμια μελάνι τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, με πολύ διαφορετικές θέσεις. Από τη μία πλευρά, η έννοια του λαϊκισμού του Κας Μούντε (Cas Mudde) είναι αναμφίβολα η πιο διαδεδομένη τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και στην κοινή γνώμη. Αυτή η αντίληψη αντιλαμβάνεται τον λαϊκισμό ως μια αδύναμη ιδεολογία (thin ideology), η οποία συνδέεται με άλλες ιδεολογίες, γεγονός που εξηγεί γιατί υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί λαϊκισμοί. Εν ολίγοις, ο εθνικισμός συν τον δεξιό λαϊκισμό, θα οδηγούσε σε μια Ακροδεξιά, ενώ ο λαϊκισμός συν τον σοσιαλισμό θα οδηγούσε σε μια ακροαριστερά.

Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες για το τι είναι ο λαϊκισμός, όπως αυτή του Ερνέστο Λακλάου (Ernesto Laclau), ο οποίος αντιλαμβάνεται τον λαϊκισμό όχι ως ιδεολογία αλλά ως στυλ, πολιτική, γλώσσα, ρητορική και πολιτική στρατηγική. Συμφωνώ περισσότερο με αυτή την ερμηνεία. Για μένα, ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία, διότι δεν έχει ένα θεωρητικό σώμα – είναι ένα στυλ για να κάνεις πολιτική και μια ρητορική και μια γλώσσα για να την επικοινωνήσεις.

Με την ίδια έννοια, μου φαίνεται πιο ακριβές, για παράδειγμα, αυτό που προτείνουν για τις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας ο Μαρκ Λαζάρ (Marc Lazar) και ο Ίλβο Ντιαμάντι (Ilvo Diamanti) όταν μιλούν για pueblocracia – μια έννοια που αναφέρεται στο γεγονός ότι, μετά την κρίση των πολιτικών κομμάτων τις τελευταίες δεκαετίες, η πολιτική έχει γίνει πιο προσωποποιημένη, τα πολιτικά κόμματα είναι όλο και πιο χαλαρά, με λιγότερες δομές, λιγότερο εδαφικά ριζωμένα, και η επικοινωνία και το μάρκετινγκ αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία.

Σκεφτείτε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ζούμε σε μια εποχή όπου σχεδόν όλοι χρησιμοποιούν μια γλώσσα, ένα στυλ, μια λαϊκίστικη ρητορική, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι θα έπρεπε μάλλον να μιλάμε για pueblocracia. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω έναν προβληματισμό: αν εξετάσουμε τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Απριλίου στη Γαλλία, οι τρεις υποψήφιοι με τις περισσότερες ψήφους –ο Εμανουέλ Μακρόν, η Μαρί Λεπέν και ο Ζαν Λυκ Μελανσόν– χαρακτηρίστηκαν ως λαϊκιστές. Ο πρώτος ως λαϊκιστής του ακραίου κέντρου, η δεύτερη ως λαϊκίστρια της άκρας Δεξιάς και ο τρίτος ως λαϊκιστής της άκρας Αριστεράς. Αλλά αν τα πάντα είναι λαϊκισμός, σε τι μας χρησιμεύει αυτή η κατηγορία; Έτσι, για να επιστρέψουμε στην ουσία του θέματος, είναι η ακροδεξιά λαϊκιστική; Πιστεύω ότι η Ακροδεξιά χρησιμοποιεί τα εργαλεία, τη ρητορική, τη γλώσσα, το λαϊκιστικό ύφος… όπως κάνουν και άλλοι πολιτικοί φορείς.

Τώρα, με τί ένταση και πόσο αποτελεσματικά χρησιμοποιούν τον λαϊκισμό, θα εξαρτηθεί τόσο από το πλαίσιο όσο και από τη χρονική στιγμή. Είναι η Ακροδεξιά λαϊκιστική; Ναι, αλλά βρισκόμαστε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τον λαϊκισμό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, για να κατανοήσουμε την ακροδεξιά, ο λαϊκισμός μας εξυπηρετεί με έναν μάλλον σχετικό τρόπο. Νομίζω ότι ο λαϊκισμός μας βοηθά περισσότερο να κατανοήσουμε τη δική μας, σημερινή ιστορική εποχή. Σ΄αυτό το γενικό πλαίσιο, η Ακροδεξιά χρησιμοποιεί τον λαϊκισμό με πολύ έξυπνο τρόπο, αλλά ο λαϊκισμός είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς που από μόνο του δεν μας επιτρέπει ούτε να την κατανοήσουμε ούτε να την ορίσουμε.

Εκτός από το «ζήτημα του λαϊκισμού», η άλλη μεγάλη συζήτηση που πυροδότησε η εξάπλωση της ακροδεξιάς τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν ιστοριογραφικού χαρακτήρα, σχετικά με την επικαιρότητα ή μη του φασισμού. Στο βιβλίο προτείνετε τον διαχωρισμό της νέας ακροδεξιάς από τον ιστορικό φασισμό και μάλιστα διατυπώνετε μια μακροκατηγορία –που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο– αυτή της «Ακροδεξιάς 2.0». Σε τι συνίσταται αυτή η πρόταση;

Η πρότασή μου είναι λίγο προκλητική και ειρωνική. Ο ορισμός της Ακροδεξιάς 2.0 προσπαθεί να ξεπεράσει μια συζήτηση που μου φαίνεται λίγο «κουρασμένη» και που δεν συνεισφέρει πλέον πολλά. Το ερώτημα για το πώς ονομάζουμε τον Τραμπ, τον Σαλβίνι, τη Λεπέν, τις Μελόνι, τους Μιλέι (1), τους Μπολσονάρου, έδωσε αφορμή για ατελείωτους ορισμούς: ριζοσπαστική δεξιά, δεξιός λαϊκισμός, μεταφασισμός, νεοφασισμός, ακόμη και απλώς φασισμός. Μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών, η συζήτηση για το αν ο τραμπισμός είναι φασισμός αναζωπυρώθηκε και πάλι. Επιπλέον, ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν έχει μιλήσει για «ημιφασισμό» για να αναφερθεί στον τραμπισμό ως κίνημα. Αναμφίβολα η συζήτηση θα συνεχιστεί.

Ωστόσο, εγώ πιστεύω ότι (και σ΄αυτό υπάρχει μεγάλη συναίνεση στον ιστοριογραφικό κόσμο που έχει ασχοληθεί με τον ιστορικό φασισμό) αυτό που συναντάμε σήμερα σε τέτοιου είδους ανθρώπους και κινήματα δεν είναι φασισμός. Αλλά προσέξτε –και αυτό είναι μια θεμελιώδης προϋπόθεση–, το να λέμε ότι ο Τραμπ ή ο Μπολσονάρου δεν είναι φασίστες δεν σημαίνει ότι δεν είναι επικίνδυνοι για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες και για το δημοκρατικό σύστημα. Πιστεύω, και δεν είμαι ο μόνος, φυσικά, ότι η Ακροδεξιά αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά πιστεύω επίσης ότι είναι κάτι διαφορετικό από τον φασισμό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχει στοιχεία συνέχειας που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εμφανή.

Δηλαδή, αφενός, η Ακροδεξιά μετασχηματίστηκε μετά το 1945, τόσο σε οργανωτικό όσο και, κυρίως, σε ιδεολογικό επίπεδο, με την εμφάνιση μορφών όπως ο Αλέν ντε Μπενουά (Alain de Benoist) και η γαλλική Nouvelle Droite (Νέα Δεξιά). Αφετέρου όμως, ο κόσμος έχει επίσης αλλάξει. Ο φασισμός ήταν παιδί της εποχής του: εμφανίστηκε ως ιδεολογία το 1919, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη του μεσοπολέμου και ηττήθηκε στρατιωτικά το 1945 από τη συμμαχία μεταξύ κομμουνισμού και φιλελευθερισμού. Αυτός ο φασισμός είχε μια σειρά από κεντρικά χαρακτηριστικά που η νέα Ακροδεξιά δεν έχει. Θέλω να πω, η Ακροδεξιά είναι υπερεθνικιστική όπως ακριβώς και ο ιστορικός φασισμός. Επίσης, η νέα Ακροδεξιά χρησιμοποιεί στοιχεία λαϊκισμού όπως ο ιστορικός φασισμός και είναι επίσης ξενοφοβική, σε ορισμένες περιπτώσεις ρητά και σε ορισμένες περιπτώσεις έμμεσα, με τον ίδιο τρόπο που ο ιστορικός φασισμός ήταν ρατσιστικός.

Τώρα, ο ιστορικός φασισμός, όπως τόνισε ο Εμίλιο Τζεντίλε (Emilio Gentile), ήταν μια πολιτική θρησκεία. Η σημερινή Ακροδεξιά δεν είναι. Όπως παρατήρησε ο Ρότζερ Γκρίφιν (Roger Griffin), ο ιστορικός φασισμός στόχευε στην πραγματοποίηση μιας παλιγγενεσιακής  επανάστασης για τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνιών μέσω της δημιουργίας ενός «νέου ανθρώπου», για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, μακροπρόθεσμα. Τώρα η Ακροδεξιά δεν προτείνει τη δημιουργία ενός κόσμου ριζικά διαφορετικού από τον σημερινό, αλλά επαναστατεί ενάντια στους ραγδαίους μετασχηματισμούς του φιλελευθερισμού, ενάντια στον «πολιτισμικό μαρξισμό» και ενάντια σε μια Αριστερά που την χαρακτηρίζει ως ηγεμονική και την οποία υποδεικνύει ως το σπέρμα της καταστροφής των κοινωνιών. Έτσι, αυτό που προτείνει η Ακροδεξιά είναι η επιστροφή σε μια εξιδανικευμένη αντίληψη του παρελθόντος, κάτι που απέχει πολύ από τον επαναστατικό ριζοσπαστισμό του ιστορικού φασισμού.

Ο ιστορικός φασισμός, από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να εντάξει τις μάζες σε μεγάλες οργανώσεις, ένα βασικό πολιτικό καθήκον για την εποχή του. Οι σημερινοί ακροδεξιοί αναζητούν μόνο ψηφοφόρους. Δεν τους ενδιαφέρει αν είναι ή όχι μέλη του κόμματός τους. Η Ακροδεξιά δεν οργανώνει μαζικές διαδηλώσεις όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο βραζιλιάνικος ολοκληρωτισμός ή η ισπανική Φάλαγγα, για να δώσουμε μερικά παραδείγματα.

Και η άλλη μεγάλη διαφορά, χωρίς αμφιβολία, είναι ο ρόλος της βίας. Ο ιστορικός φασισμός αντιλαμβανόταν και χρησιμοποίησε τη βία ως βασικό πολιτικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων του, μεταξύ των οποίων ήταν η δημιουργία ενός μονοκομματικού και ολοκληρωτικού πολιτικού καθεστώτος. Αντίθετα, οι σημερινοί ακροδεξιοί δεν υποστηρίζουν τη χρήση πολιτικής βίας, παρόλο που η ρητορική τους είναι βίαιη, και ο λόγος τους αυτός οδηγεί στο να υποφέρουν από τη βία, ψυχολογική ή σωματική, συγκεκριμένα τμήματα ή συλλογικότητες της κοινωνίας. Ωστόσο, η βία της νέας Ακροδεξιάς είναι πολύ πιο «έμμεση». Η νέα Ακροδεξιά δεν προωθεί ανοιχτά την οργάνωση παραστρατιωτικών δυνάμεων ούτε επιδιώκει μονοκομματικά καθεστώτα. Το μεγάλο παράδειγμα αυτού που επιδιώκει η νέα ακροδεξιά είναι ένα καθεστώς όπως αυτό του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, το οποίο δεν είναι μια πλήρης δημοκρατία αλλά ούτε και ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.

Έτσι, αντί για ιστορικό φασισμό, τη νέα Ακροδεξιά, μάλλον μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως το αποτέλεσμα περισσότερων από επτά δεκαετιών ιστορικού μετασχηματισμού του φασισμού και του νεοφασισμού ως ιδεολογία. Υπό αυτή την έννοια, η αναζήτηση της επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, η κριτική της πολυπολιτισμικότητας και η υπεράσπιση των υπερσυντηρητικών κοινωνικών αξιών, έχουν τις ρίζες τους στις εκδοχές του νεοφασισμού μετά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο.

Εν ολίγοις, είναι βασικό να κατανοήσουμε ότι όταν μιλάμε για νέα Ακροδεξιά, αναφερόμαστε σε ένα ιδιαίτερα νέο φαινόμενο. Έτσι, μου φαίνεται λάθος, από ακαδημαϊκής άποψης, να αποκαλέσουμε τον Τραμπ ή τον Μπολσονάρου φασίστες, κυρίως επειδή αυτό μας εμποδίζει να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν, πώς οργανώνονται, πώς σκέφτονται και τι προτείνουν οι πολιτικοί τους σχηματισμοί.

Όταν μιλάω για την Ακροδεξιά 2.0 προσπαθώ να τονίσω ότι η νέα Ακροδεξιά είναι κάτι διαφορετικό από τον φασισμό, και σε ορισμένες περιπτώσεις ριζικά νέο σε σχέση με τον ιστορικό φασισμό. Από αυτή την άποψη, θα ήθελα να προσθέσω, πρώτον, τον κεντρικό ρόλο των νέων τεχνολογιών, οι οποίες έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη viralización (2) των ιδεών, της ρητορικής και των αξιών που υπερασπίζεται η ακροδεξιά. Η ιδέα του χαρακτηρισμού τους ως φαινόμενο «2.0» έχει να κάνει με αυτό. Τέλος, υπερασπίζομαι την αναλυτική χρησιμότητα των μακροκατηγοριών που μας επιτρέπουν να ομαδοποιήσουμε έναν σημαντικό αριθμό εμπειριών ως μέρος του ίδιου πράγματος. Φυσικά, μεταξύ του Τραμπ, του Σαλβίνι και του Όρμπαν υπάρχουν διαφορές, αποχρώσεις και διαφορετικές αποκλίσεις, αναμφίβολα όμως είναι περισσότερα τα όσα μοιράζονται.

Το ζήτημα των μακροκατηγοριών μας οδηγεί επίσης σε μια συζήτηση που άνοιξε –και εν μέρει συνεχίζεται ακόμη– σχετικά με την επέκταση του μεσοπολεμικού φασισμού. Υπάρχει μια ατελείωτη συζήτηση σχετικά με το αν ο φρανκισμός ήταν ή δεν ήταν φασιστικό καθεστώς ή αν ήταν, αντίθετα, ένα αυταρχικό καθεστώς. Σήμερα πιστεύω ότι, όπως επισήμανε ο Ισπανός ιστορικός Ρικάρντο Τσουέκα (Ricardo Chueca), κάθε χώρα δίνει ζωή στην Aκροδεξιά που χρειάζεται. Και η μορφή που θα πάρει εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο, τις πολιτικές κουλτούρες, το παρελθόν της χώρας, τις προηγούμενες αυταρχικές εμπειρίες κ.ο.κ. Έτσι, τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Όρμπαν, η Λεπέν ή ο Χαβιέρ Μιλέι είναι όλοι διαφορετικές εκφράσεις αυτού που ομαδοποιώ στη μακροκατηγορία της Ακροδεξιάς 2.0.

Αναφερθήκατε στον Βίκτορ Όρμπαν και την περίπτωση της Ουγγαρίας και θα ήθελα να επεκταθούμε λίγο σ΄αυτό το θέμα, το οποίο έχει μια κεντρική θέση στο βιβλίο σας. Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτό που συνέβη στην Ουγγαρία και τι μας λέει για τη σημερινή Aκροδεξιά;

Αυτό που μας δείχνει η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι τι μπορεί να συμβεί όταν η Ακροδεξιά όχι μόνο κυβερνά, αλλά και όταν έχει την απαραίτητη πλειοψηφία για να εφαρμόσει στην πράξη τις πολιτικές που υποστηρίζει. Τηρουμένων των αναλογιών, πιθανότατα θα το μάθουμε αν η ακροδεξιά στην Ιταλία καταφέρει να κάνει ό,τι έκανε ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, αν και είναι αναμενόμενο ότι οι ιταλικοί θεσμοί θα είναι κάπως πιο σταθεροί από εκείνους της Ουγγαρίας, αλλά ακόμη και έτσι, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ουγγαρία είναι πλέον το πρότυπο κάθε ακροδεξιού.

Η Βουδαπέστη έχει γίνει τόπος προσκυνήματος για τις ηγετικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ακροδεξιάς και πηγαίνουν εκεί κυρίως για να «μάθουν» πώς τα κατάφεραν. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ουγγαρία δεν είναι μια πρώην σοβιετική δημοκρατία στην Κεντρική Ασία αλλά μια χώρα ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μέλος του ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, αυτό που είδαμε στην Ουγγαρία τα τελευταία δώδεκα χρόνια ήταν η αρκετά ταχεία διαδικασία αποψίλωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε μια χώρα του κέντρου της Δύσης.

Η Ουγγαρία του Όρμπαν έγινε πρότυπο, επειδή είναι η μόνη χώρα –αν και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την Πολωνία, με κάποιες αποχρώσεις– όπου η ακροδεξιά κατάφερε να κυβερνήσει για περισσότερες από μία θητείες. Επιπλέον, στην Ουγγαρία, η ακροδεξιά δεν συνεργάζεται με άλλους στην κυβέρνηση αλλά κατέχει την εξουσία σχεδόν χωρίς αντίβαρα. Ο Όρμπαν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, με τα δύο τρίτα που απαιτούνται για την αλλαγή του Συντάγματος. Υπό αυτή την έννοια, η Ουγγαρία είναι παράδεισος για την ακροδεξιά. Στην Ουγγαρία διεξάγονται εκλογές, τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπάρχουν, αλλά η ελευθερία του Τύπου περιορίζεται και εννέα στα δέκα μέσα ενημέρωσης είτε βρίσκονται απευθείας στα χέρια της κυβέρνησης είτε ανήκουν σε ολιγάρχες που συνδέονται με το κόμμα Fidesz του Όρμπαν. Οι νόμοι αλλάζουν με αποκλειστική βούληση του κυβερνώντος κόμματος και στις εκλογικές περιφέρειες εφαρμόζονται νομικά τεχνάσματα για να διασφαλιστεί ότι τα κοινοβουλευτικά μαθηματικά δεν θα αλλάξουν.

Όσον αφορά τα πολιτικά δικαιώματα, φυσικά, η συρρίκνωση είναι αξιοσημείωτη. Η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2011 κατοχύρωσε ότι η μόνη οικογένεια που νοείται, είναι αυτή που βασίζεται στην ένωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, επιδιώκοντας να περιθωριοποιήσει την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, γεγονός που ενεργοποίησε ένα κύμα υπερσυντηρητικών μέτρων. Το νέο σύνταγμα εφαρμόζεται με μια σειρά από πιο πρακτικά και  συγκεκριμένα μέτρα σχετικά με το πού και για ποιό σκοπό χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα, το οποίο ελέγχει αποκλειστικά η κυβέρνηση Όρμπαν και όπου η αντιπολίτευση έχει ελάχιστα εργαλεία για να της αντιταχθεί.

Στο βιβλίο σας θίγετε ένα θέμα που βρίσκω πολύ εντυπωσιακό: το ζήτημα των rojipardos (3), το οποίο είναι ένα είδος συγχώνευσης μιας αριστερής παραλλαγής με την υιοθέτηση ευρέως διαδεδομένων ακροδεξιών κλισέ. Είναι ένα φαινόμενο στο οποίο πρέπει να δώσουμε προσοχή ή πρόκειται απλώς για ένα είδος μιντιακής κατασκευής;

Είναι αλήθεια ότι συχνά βλέπουμε παντού rojipardos, κυρίως στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Φυσικά, προς το παρόν, πρόκειται για μειοψηφικό φαινόμενο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο, παραδειγματικό της ιδεολογικής σύγχυσης της εποχής μας, το οποίο θα μπορούσε επίσης να εξελιχθεί και να γίνει πιο σημαντικό στο μέλλον.

Ο rojipardismo δεν γεννήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορούμε να εντοπίσουμε, τουλάχιστον, από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στη Γερμανία το 1919, ορισμένες περιπτώσεις υποτιθέμενης συγχώνευσης μεταξύ υπερσυντηρητικών εθνικιστικών τομέων και επαναστατικών αριστερών τομέων. Σε αυτή την περίπτωση, αυτό που τους ένωσε ήταν το ζήτημα της ταπείνωσης της Γερμανίας στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, όταν η εθνική ταπείνωση συνδυάστηκε με μια βαθιά οικονομική κρίση. Σε γενικές γραμμές, ο rojipardismo αναφέρεται στην αναζήτηση κοινού εδάφους που μπορεί να φέρει κοντά τα «άκρα»: την άκρα Δεξιά και την άκρα Αριστερά. Με την πάροδο των ετών, κυρίως κατά την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, συναντάμε διάφορες μειοψηφικές περιπτώσεις όπου το φιλελεύθερο σύστημα και η βορειοαμερικανική μονοπολική τάξη επικρίνονται με ένα μείγμα δεξιού λόγου και πρωτότυπων αριστερών ιδεών. Η εμφάνιση του Εθνικού Μπολσεβίκικου Κόμματος (Partido Nacional Bolchevique – NBP) του Έντουαρντ Λιμόνοφ (Eduard Limonov) και του Αλεξάντρ Ντούκιν (Aleksandr Duguin) στο πλαίσιο της Ρωσίας του Γέλτσιν εκλαΐκευσε την ιδέα της ύπαρξης των nazbols (4).

Το ζήτημα του rojipardismo είναι αρκετά ολισθηρό αλλά αυτό που σίγουρα μπορούμε να πούμε είναι ότι αποτελεί μια προσπάθεια των νεοφασιστικών τομέων να χρησιμοποιήσουν αριστερό ή ψευτοαριστερό κάλυμα, ρητορική, λόγο και γλώσσα. Στην πραγματικότητα δεν είναι τυχαίο ότι, αν αναλύσουμε σε βάθος κάποιες εμπειρίες rojipardas, θα συναντήσουμε μαθητές της γαλλικής Nouvelle Droite (Νέα Δεξιά) και του Αλέν ντε Μπενουά (Alain de Benoist), ή ανθρώπους που απλά εξοικειώθηκαν με αυτές τις ιδέες και προσπάθησαν να τις μεταφέρουν στις χώρες τους. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, η ομάδα του Αντόνιο Χοπάρ (Antonio Jopar) και το Movimiento Social Republicano (Ρεπουμπλικανικό Κοινωνικό Κίνημα) είναι ένα σαφές παράδειγμα.

Από την άλλη πλευρά, η ώθηση του rojipardismo σχετίζεται επίσης με τον αντίκτυπο που έχουν οι νέες τεχνολογίες και οι υποκουλτούρες της ψηφιακής εποχής. Έτσι, βρίσκουμε στο διαδίκτυο όλο και περισσότερες ομάδες και γρουπούσκουλα που διαδίδουν συγκεκριμένες ιδέες και βρίσκουν σε ορισμένες πλατφόρμες το κατάλληλο μέρος για να τις κυκλοφορήσουν ευρέως. Σήμερα, ο rojipardismo υιοθετείται κυρίως από μικρά ψηφιακά περιοδικά και μικρά κόμματα με μικρή ή καθόλου παρουσία στο δρόμο.

Τώρα, αν το φαινόμενο αυτό περιοριζόταν μόνο σε αυτές τις μειοψηφικές ομάδες, θα ήταν ένα πολύ σχετικό πρόβλημα και κάτι που θα ενδιέφερε μόνο έναν παθιασμένο για τις παραδοξότητες της πολιτικής ερευνητή. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι, κάποιες από τις ιδέες του έχουν ξεπεράσει τα όρια αυτών των μικρών ομάδων, κομμάτων, περιοδικών και περιθωριακών στοχαστών για να φτάσουν με κάποιο τρόπο στην mainstream σκηνή. Με άλλα λόγια, κατάφεραν να αποκτήσουν επιρροή όχι μόνο στα κόμματα της νέας ακροδεξιάς, αλλά και στην κεντροδεξιά, την κεντροαριστερά και σε ορισμένες περιπτώσεις στην ίδια τη ριζοσπαστική Αριστερά.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς η λεγόμενη «προσφυγική κρίση» οδήγησε τη ριζοσπαστική Αριστερά στην υιοθέτηση του λόγου της Ακροδεξιάς. Η υιοθέτηση του ξενοφοβικού λόγου από την Αριστερά επικυρώθηκε από το παράξενο επιχείρημα ότι η αδιάκριτη εισροή μεταναστών θα έπληττε τις εργατικές τάξεις, μέσω μιας αναδιατύπωσης, εντελώς ακατάλληλης και λανθασμένης, της μαρξικής διατύπωσης περί «βιομηχανικού εφεδρικού στρατού». Αυτό φανερώνει ένα ανησυχητικό σενάριο όπου, αυτό που θα μπορούσαμε να εντάξουμε κάτω από την ομπρέλα rojipardo, έχει επίσης αρχίσει να ξεπερνά τα ίδια του τα όρια.

Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με το σύνηθες ερώτημα που τίθεται μπροστά στην εκλογική εδραίωση της ακροδεξιάς, αν οι εργαζόμενοι ψηφίζουν την Ακροδεξιά. Στο βιβλίο υποστηρίζετε ότι υπάρχει ένα λάθος στην ίδια την αφετηρία του ερωτήματος και ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε μια πολυπαραγοντική εξήγηση για το φαινόμενο της επέκτασης της Ακροδεξιάς, η οποία δεν αφορά μόνο τη στροφή πρώην σοσιαλιστών και κομμουνιστών ψηφοφόρων προς υπερσυντηρητικές επιλογές. Ακόμα κι έτσι, πιστεύετε ότι δεν βρισκόμαστε σε ένα σκηνικό μετατόπισης των λαϊκών τμημάτων προς τα δεξιά;

Λοιπόν, αν μιλάμε για λαϊκά τμήματα, η ερώτηση τίθεται πιό σωστά. Νομίζω, αφενός, ότι η εισχώρηση της Ακροδεξιάς στην εργατική τάξη διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Υπάρχουν πολλές μελέτες που ανέλυσαν την κατάσταση στη Γαλλία τις δεκαετίες του 1980 και 1990, όταν το Εθνικό Μέτωπο εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό σύστημα – για παράδειγμα, ο πολιτικός επιστήμονας Πασκάλ Περινό (Pascal Perrineau), ο οποίος μίλησε για «αριστερό λεπενισμό», ή η Νόνα Μάιερ (Nonna Mayer), η οποία ανέπτυξε την έννοια του «εργατικού λεπενισμού». Προσωπικά, είμαι πολύ επικριτικός απέναντι στην ιδέα ότι ένας από τους κύριους παράγοντες που εξηγούν την άνοδο της Ακροδεξιάς είναι η μετατόπιση των ψηφοφόρων από την Αριστερά στην Ακροδεξιά. Φυσικά, είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένα μέρος της εργατικής τάξης που έχει μετατοπιστεί και ψηφίζει σταθερά την Ακροδεξιά, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν διάφορα στοιχεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να το κατανοήσουμε καλύτερα.

Πρώτον, δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε κοιτάζοντας μια σταθερή εικόνα. Θέλω να πω ότι οι λαϊκές τάξεις έχουν επίσης αλλάξει σημαντικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, γεγονός που καθιστά άχρηστο να εξετάζουμε μια σταθερή εικόνα μιας περιοχής όπου το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδιζε τις εκλογές τη δεκαετία του 1970, και να την αντιπαραβάλλουμε με μια περιοχή όπου ο λεπενισμός κερδίζει τώρα. Αυτό μπορεί να μας λέει κάτι, αλλά σίγουρα δεν μας λέει τα πάντα.

Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα για το τι συνέβη μεταξύ της μιας και της άλλης φωτογραφίας, θα πρέπει να αναλύσουμε ποιό είναι σήμερα το βάρος της εργατικής τάξης στο σύνολο του πληθυσμού μετά από χρόνια ανάπτυξης του τρίτου τομέα (5), των υπηρεσιών – θα πρέπει επίσης να αναλύσουμε τη διαδικασία αποβιομηχάνισης και να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι πολλά από τα παιδιά των εργατών των δεκαετιών του 1960 και του 1970 πολύ πιθανόν να έγιναν μεσαία τάξη. Μπορούμε να συζητήσουμε επίσης τι είναι σήμερα η μεσαία τάξη στον δυτικό κόσμο, με γενικά όλο και χαμηλότερες εισοδηματικές συνθήκες, μπορούμε όμως να πούμε σχεδόν χωρίς καμία αμφιβολία ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού εργατικής προέλευσης, πήγε στο πανεπιστήμιο και μπήκε στην αγορά εργασίας σε μια θέση διαφορετική από εκείνη των γονέων του, ακόμη και αν οι θέσεις εργασίας αυτές είναι σήμερα κακοπληρωμένες και επισφαλείς.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα άλλο βασικό στοιχείο: η αποχή των λαϊκών τάξεων. Το επίπεδο της αποχής από τις εκλογές αυξανόταν σταθερά τουλάχιστον μέχρι τα τελευταία χρόνια. Η εργασία της Μάιερ μας επιτρέπει να δούμε πως το ζήτημα δεν είναι ότι οι ψηφοφόροι της Δεξιάς από την εργατική τάξη στη Γαλλία αυξήθηκαν πολύ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αλλά ότι ένα σημαντικό στρώμα εργαζομένων που ψήφιζε την Αριστερά στράφηκε στην αποχή. Έτσι, οι εργάτες που ήδη ψήφιζαν τη Δεξιά αυξήθηκαν ποσοστιαία, αλλά ως αποτέλεσμα της αποχής και όχι ως αποτέλεσμα ιδεολογικής μεταστροφής.

Όμως, επιπλέον, αυτό μας δείχνει κάτι εντυπωσιακό: συχνά σκεφτόμαστε μια εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος στην οποία δεν υπήρχαν τμήματα της εργατικής τάξης που να αναφέρονται σε κάποια πολιτική έκφραση της Δεξιάς. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι υπήρχαν τμήματα της εργατικής τάξης που υποστήριζαν ένθερμα τόσο τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό όσο και τον ιταλικό φασισμό, όταν ακόμη διεξάγονταν εκλογές στις δύο χώρες. Υπήρχαν πάντα τμήματα της εργατικής τάξης που έκαναν συντηρητικές και αντιδραστικές επιλογές. Το ίδιο ισχύει και για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη.

Τέλος, αν πιστεύω ότι υπάρχει ένα φαινόμενο που πρέπει να επισημανθεί, αυτό είναι η ριζοσπαστικοποίηση των κλασικών δεξιών ψηφοφόρων, του κλασικού συντηρητικού ψηφοφόρου που σήμερα επιλέγει την άκρα Δεξιά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ιταλίας, για παράδειγμα, ο ψηφοφόρος που ίσως επέλεγε τη Χριστιανοδημοκρατία, σίγουρα ψήφισε τον Μπερλουσκόνι, και ακόμα πιο σίγουρα στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσει τη Λέγκα του Σαλβίνι ή τους Αδελφούς της Ιταλίας της Μελόνι, οι οποίοι δεν αποτελούν πλέον μια παραδοσιακή συντηρητική επιλογή αλλά μια ακροδεξιά της νέας χιλιετίας.

Προς το τέλος του βιβλίου μοιράζεστε μαζί μας μια σειρά προβληματισμών σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε απέναντι στο φαινόμενο της ακροδεξιάς. Μια από τις παρατηρήσεις που κάνετε είναι ότι η Ακροδεξιά 2.0 έχει ένα πιο «ευπαρουσίαστο» πρόσωπο από εκείνα του νεοφασισμού του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, και στο σημείο αυτό, νομίζω ότι η περίπτωση της Μελόνι είναι αρκετά αντιπροσωπευτική της διαδικασίας αναδιαμόρφωσης της ακροδεξιάς προς νέους κανόνες εικόνας και συμπεριφοράς, που είναι λίγο-πολύ αποδεκτοί γενικότερα στην πολιτική. Υπό αυτή την έννοια, θυμάμαι επίσης ότι όταν ο Πάμπλο Ιγκλέσιας προσπάθησε να παρουσιάσει τις περιφερειακές εκλογές στη Μαδρίτη ως αντιφασιστικό αγώνα, το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Πώς πρέπει να σκεφτούμε τον αντιφασισμό στον 21ο αιώνα;

Σήμερα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι, σε γενικές γραμμές, η συζήτηση περί «φασιστικής απειλής», είναι ελάχιστα ή καθόλου χρήσιμη για την κινητοποίηση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Μέχρι στιγμής μπορεί να λειτούργησε για τον Μακρόν το να παρουσιάζεται ως «φράγμα κατά του φασισμού» αλλά δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα είναι χρήσιμο για να ανακόψει τη γαλλική Ακροδεξιά. Νομίζω πως πρέπει να έχουμε καθαρό ότι, αν η Ακροδεξιά έχει καταφέρει να εκσυγχρονιστεί μέσα από μια βαθιά διαδικασία ιδεολογικής ανανέωσης, είναι επίσης απαραίτητο τόσο για την Αριστερά όσο και για τον αντιφασισμό να κάνουν το ίδιο.

Δεν μπορούμε να ζούμε με την αντιστασιακή ρητορική του παρτιζάνικου πολέμου, του αντιφασισμού που επαναλαμβάνουμε εδώ και σχεδόν ογδόντα χρόνια. Χρειάζεται ένα επιπλέον βήμα, όπου μπορεί να επαναδιατυπωθεί ο αντιφασισμός του 21ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να πετάξουμε στη θάλασσα μια σειρά από αξίες, εμπειρίες και πρακτικές, σημαίνει ότι είναι ανάγκη να τις επικαιροποιήσουμε για τις νέες εποχές στις οποίες ζούμε.

Και ας το πούμε ξεκάθαρα: η Ακροδεξιά κανονικοποιήθηκε επειδή κατάλαβε από τη δεκαετία του 1970 και μετά ότι έπρεπε να δώσει μια μεγάλης κλίμακας «πολιτισμική μάχη». Οι ιδεολόγοι της nouvelle droite διαπίστωσαν ότι η Αριστερά ήταν πολιτισμικά ηγεμονική σε πολύ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και ότι, μετά το Άουσβιτς, οι ιδέες του φασισμού είχαν καταρρεύσει. Αντιμέτωπη με αυτό, η ακροδεξιά επικεντρώθηκε σε μια αργή αλλά συνεχή πολιτισμική μάχη, αναδιατυπώνοντας την ιδεολογική της πρόταση και διαφοροποιώντας την από τον ιστορικό φασισμό, αναδεικνύοντας και κάνοντας viral τα σημεία καινοτομίας της και συρρικνώνοντας το βάρος όσων κληρονόμησε από τον παλιό φασισμό.

Σήμερα, η Ακροδεξιά γενικά δεν μιλάει για βιολογικό ρατσισμό αλλά για «εθνοπλουραλισμό». Η Ακροδεξιά αναγνώρισε ότι ο ρατσισμός με βιολογικούς όρους δεν αποτελεί βιώσιμο πολιτικό επιχείρημα – αλλά από την άλλη πλευρά, μπορεί να προτείνει ότι ο καθένας πρέπει να μείνει στη χώρα του. Με τον «εθνοπλουραλισμό», η ακροδεξιά βρήκε ένα νέο αφήγημα στο οποίο οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες καταστρέφουν τις ταυτότητες. Αυτή η αλλαγή του αφηγήματος γίνεται αποδεκτή από πολλούς ανθρώπους, και μάλιστα πολύ πέρα από τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς. Για να εκλαϊκευτεί αυτή η ιδέα, οι δεξαμενές σκέψης της Ακροδεξιάς, χρειάστηκαν  περισσότερα από πενήντα χρόνια.

Ένα άλλο πιο προφανές παράδειγμα σχετικά με την ιδεολογική δουλειά που γίνεται υπομονετικά και σταθερά από την ακροδεξιά είναι η Θεωρία της Μεγάλης Αντικατάστασης (6), η οποία δεν ξεκίνησε ούτε με τον Τραμπ ούτε με τη Λεπέν, αλλά υπάρχει με άλλα ονόματα εδώ και σχεδόν έναν αιώνα (θυμηθείτε τη διάδοση της θεωρίας συνωμοσίας Coudenhove-Kalergi (7) κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου). Αυτό που συνέβη είναι ότι τα τελευταία δέκα χρόνια γίναμε μάρτυρες του πώς αυτές οι ιδέες έγιναν mainstream, πώς αυτές οι μειοψηφικές ιδέες που κυοφορήθηκαν σε μικρά νεοναζιστικά υπόγεια, σήμερα συζητούνται και υποστηρίζονται στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και γίνονται αποδεκτές από μεγάλο μέρος της πολιτικής τάξης.

Και σε αυτό το πλαίσιο, τι έχει κάνει η Αριστερά, πώς έχει ανασυγκροτηθεί μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού; Προφανώς έχουν γίνει πράγματα, και μάλιστα πολύ σημαντικά, όμως τα αποτελέσματα της ανανέωσης των αξιών και των πρακτικών της Αριστεράς φαίνονται ακόμη ελλιπή. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς και αυτό που πρέπει να κάνει η Αριστερά είναι να προτείνει το συντομότερο δυνατό μια ολοκληρωμένη στρατηγική για να δώσει τη μάχη στο πολιτισμικό επίπεδο.

Θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα των εκλογών στην Ιταλία. Βρισκόμαστε λίγες ώρες πριν από την ψηφοφορία και αυτό που αποκαλούμε «νέα Ακροδεξιά» συγκεντρώνει πάνω από 40% [της πρόθεσης] των ψήφων, μια ανωμαλία για την ίδια τη Δυτική Ευρώπη. Ποια είναι η δύναμη της Ακροδεξιάς στην Ιταλία;

Ο λόγος για τον οποίο η ιταλική Ακροδεξιά ξεχωρίζει οφείλεται εν μέρει στο ότι κανονικοποιήθηκε νωρίτερα από ό,τι σε άλλες χώρες. Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι το κεντρικό στοιχείο. Δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος των Ιταλών πολιτών δεν αντιλαμβάνεται ούτε τη Λέγκα ούτε τους Αδελφούς της Ιταλίας ως μια ακροδεξιά δύναμη συγκρίσιμη με άλλες που υπάρχουν σε γειτονικές χώρες. Φυσικά, υπάρχει ένα μέρος του πληθυσμού που το γνωρίζει αυτό, αλλά ένα μεγάλο μέρος δεν το γνωρίζει. Γιατί; Επειδή η ακροδεξιά έχει κανονικοποιηθεί τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, έχει νομιμοποιηθεί για να αποτελέσει κυβερνητική δύναμη σε εθνικό επίπεδο και επίσης –ας μην το ξεχνάμε αυτό– σε τοπικό επίπεδο, κυβερνά σε δήμους και περιφέρειες από το 1994.

Αυτό σημαίνει ότι στην Ιταλία έχουμε μια από τις παραλλαγές της Ακροδεξιάς που κατέχει μερίδιο της εξουσίας εδώ και τριάντα χρόνια. Απολαμβάνει προβολή στα μέσα ενημέρωσης, είναι αποδεκτή από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα και υποστηρίζεται από σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Σε αυτό το σκηνικό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ακόμη και αν οι πρωταγωνιστές αλλάξουν –ο Σαλβίνι αυξήθηκε εκθετικά το 2014 και τώρα τον αντικατέστησε η  Μελόνι– η επίδοση της ακροδεξιάς παραμένει γύρω στο 40%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρχε ένα γόνιμο έδαφος που επέτρεψε, η ανάπτυξη της Ακροδεξιάς σε διεθνές επίπεδο, να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ιταλική σκηνή.

Αν η ιταλική Ακροδεξιά εφτασε εκεί που βρίσκεται σήμερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο μπερλουσκονισμός και η Forza Italia (το κόμμα του Μπερλουσκόνι) όχι μόνο νομιμοποίησαν και κανονικοποίησαν την Ακροδεξιά, φέρνοντάς την στην κυβέρνηση τη δεκαετία του 1990, αλλά και στο γεγονός ότι ο τομέας αυτός δημιούργησε την ιδέα ενός μεγάλου συνασπισμού της Δεξιάς στον οποίο η Ακροδεξιά κλήθηκε επίσης να συμμετάσχει. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η Ακροδεξιά παρουσιάζεται ως συνασπισμός, συμμετέχοντας στις εκλογές με πολιτικά κόμματα που, αν ήταν στη Γαλλία, θα ήταν σύμμαχοι του Μακρόν.

Ταυτόχρονα, τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν τέτοιου τύπου συνασπισμούς ως «κεντροδεξιούς», αν και από το κέντρο δεν υπάρχει απολύτως τίποτα σ΄αυτούς. Εν ολίγοις, η ιστορία της δύναμης της ιταλικής Ακροδεξιάς είναι το αντίστοιχο μιας μακράς διαδικασίας, δεκαετιών κανονικοποίησης και νομιμοποίησης αυτών των πολιτικών δυνάμεων ως κάτι που δεν είναι ούτε εξτρεμιστικό ούτε ριζοσπαστικό, αλλά –όπως αρέσκεται να λέει ο Σαλβίνι– «κοινή  λογική».

Πιστεύετε ότι, αν επιβεβαιωθεί η σαφής νίκη της Ακροδεξιάς που προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις, η Ιταλία θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία δημοκρατικής ανελευθεροποίησης ή θα καταβληθούν προσπάθειες για να αποτραπεί να πέσει σε αυτό το σπιράλ, μια χώρα με τόση βαρύτητα στην περιοχή; Σκέφτομαι, για παράδειγμα, πως κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ η γραφειοκρατία των Βρυξελλών έδωσε μεγάλη έμφαση στο να αποτρέψει την πτώχευση της Ιταλίας, πράγμα που σήμαινε ένα είδος αφύπνισης σχετικά με το ότι κάθε κρίση πρέπει να έχει ένα όριο. Θα μπορούσε μια νίκη της ακροδεξιάς στην Ιταλία να σημάνει ένα είδος αφύπνισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον κίνδυνο που αποτελεί η επέκταση της Ακροδεξιάς;

Το σίγουρο είναι ότι η Ιταλία δεν είναι Ουγγαρία. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χώρα των G7. Η Ιταλία είναι επίσης (ας μην το ξεχνάμε αυτό) η χώρα που έχει ωφεληθεί περισσότερο από το πρόγραμμα Next Generation EU, το οποίο της παραχωρεί σχεδόν 200 δισεκατομμύρια ευρώ που θα εκταμιευθούν μέχρι το 2026. Και αυτό δεν είναι δευτερεύον ζήτημα.

Θα είναι επίσης καθοριστικό αν το αποτέλεσμα θα δώσει απλή πλειοψηφία ή πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο. Μια Ακροδεξιά με πλήρη δυνατότητα επιβολής του προγράμματός της –τουλάχιστον αριθμητικά– θα άνοιγε πράγματι τη δυνατότητα ενός «ουγγρικού δρόμου» στην Ιταλία. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συνδυαστεί η τοπική με τη διεθνή κατάσταση, στην οποία ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σχέση με τη Ρωσία, αποτελούν πολύ σημαντικό παράγοντα. Υπό αυτή την έννοια, μια ακροδεξιά κυβέρνηση στην Ιταλία, θεωρώ ότι το πιο πιθανό είναι να αποκτήσει ένα «ευρωπαϊκό» προφίλ που θα ταιριάζει περισσότερο με την πολωνική ακροδεξιά παρά με την ουγγρική. Για μια ακροδεξιά κυβέρνηση σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα, μια «ατλαντική» στάση είναι πολύ πιο πιθανή από μια πλήρη εναρμόνιση με τη Ρωσία του Πούτιν, όπως συμβαίνει με τον Όρμπαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μελόνι είναι σύμμαχος του πολωνικού Prawo i Sprawiedliwość – PiS (8) και ότι συμμετέχουν στην ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με το ισπανικό Vox .

Τώρα, τι σημαίνει ότι για την ιταλική Ακροδεξιά ένα «πολωνικό σενάριο» είναι πιο πιθανό από ένα «ουγγρικό σενάριο»; Βασικά, αυτό σημαίνει ότι μια Ιταλία που θα κυβερνάται από την Ακροδεξιά δεν θα αλλάξει τη θέση της για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, αν και θα το συνδυάσει με υπερεθνικιστική ρητορική και θα τραβήξει όσο το δυνατόν περισσότερο το σχοινί σε ζητήματα που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ας δούμε την περίπτωση της Πολωνίας: η κυβέρνηση του PiS έχει κάνει κάποιες μεταρρυθμίσεις που έχουν επικριθεί σκληρά από την ΕΕ αλλά δεν έχει ποτέ ξεπεράσει «κόκκινες γραμμές». Όταν τα κυβερνητικά μέτρα που έλαβε επικρίθηκαν, είτε τα απέσυρε είτε συρρίκνωσε τον χαρακτήρα τους, υποτάσσοντας την ιδεολογική καθαρότητα στη συνέχιση της ροής των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο αν η Ακροδεξιά επικρατήσει στην Ιταλία.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθούμε λίγο στο σκηνικό της Λατινικής Αμερικής. Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές-κλειδί στη Βραζιλία, στις οποίες όλα δείχνουν ότι ο Μπολσονάρου θα ηττηθεί αλλά υπάρχουν επίσης ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την αντίδρασή του, δεδομένων ορισμένων ανησυχητικών δηλώσεων και του προηγούμενου της κατάληψης του Καπιτωλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πιστεύετε ότι υπάρχει πραγματική πιθανότητα αυτοί οι ακροδεξιοί να προχωρήσουν σε μια κατεύθυνση ρήξης με τη δημοκρατική τάξη και το κράτος δικαίου μπροστά σε μια εκλογική ήττα; Αν αυτό συνέβαινε, θα άλλαζε η έννοια της Ακροδεξιάς 2.0, που θεωρητικά τουλάχιστον τηρεί τη νομιμότητα του κράτους δικαίου; Θα την μετέτρεπε σε ένα διαφορετικό φαινόμενο;

Στη Βραζιλία, το σενάριο «κατάληψης του Καπιτωλίου» είναι ένα πιθανό σενάριο. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, υπάρχει μια κινητοποίηση του στρατού, που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ένα σενάριο βίας μπροστά σε μια εκλογική ήττα. Σίγουρα, το πρώτο πράγμα που θα κάνει ο Μπολσονάρου –και που κάνει ήδη από τώρα– είναι να απονομιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εκλογική διαδικασία. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς γενικώς και με την περίπτωση του Τραμπ έγινε πολύ σαφές. Αυτό το χαρτί θα χρησιμοποιηθεί από τον Μπολσονάρου. Το αν θα υπάρξει ή όχι τελική έφοδος μετά από αυτό, είναι κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι οι κατηγορίες δημιουργούνται για να ερμηνεύουν τον κόσμο και όχι το αντίθετο. Καθώς τα πράγματα αλλάζουν, θα πρέπει επίσης να αναθεωρήσουμε και να επανεξετάσουμε τις κατηγορίες. Όταν μιλάμε για ιστορικό φασισμό, μιλάμε για ένα φαινόμενο που έχει αρχή και τέλος. Αλλά σήμερα βρισκόμαστε στη μέση μιας διαδικασίας σε εξέλιξη (workinprogress) όσον αφορά την Ακροδεξιά. Είναι ένα φαινόμενο σε πλήρη μετάλλαξη, που αλλάζει συνεχώς. Ο ίδιος ο φασισμός επίσης μετασχηματίστηκε: ο φασισμός του Μουσολίνι έχει ελάχιστη σχέση με την ίδρυση του φασιστικού κινήματος, και το πρόγραμμα αυτού του κινήματος διαφέρει επίσης από αυτό που ήταν ο φασισμός ως καθεστώς εξουσίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο φασισμός έπρεπε να συμβιβαστεί με τις ελίτ της εποχής του, με τους κλασικούς τομείς του συντηρητισμού και να αντιμετωπίσει μια μεταβαλλόμενη διεθνή κατάσταση.

Χρειαζόμαστε χρόνο για να δούμε τι θα συμβεί με τις σημερινές ακροδεξιές, τι θα κάνουν αν έχουν μια σταθερή κυβέρνηση και πώς θα επηρεαστούν από το διεθνές περιβάλλον. Θα παρακολουθούμε προσεκτικά τις εξελίξεις.

 

__________________

Σημειώσεις

1. Χαβιέρ Μιλέι (Javier Milei): Αργεντινός ακροδεξιός οικονομολόγος, ηγέτης του πολιτικού σχηματισμού La Libertad Avanza. Οπαδός του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της αυστριακής οικονομικής σχολής, ήταν απλά ένας οικονομολόγος που περιφερόταν οργισμένος από κανάλι σε κανάλι, εκφέροντας υβριστικές απόψεις για κάθε τι και πολεμικές κραυγές κατά της «ελίτ» και της πολιτικής ορθότητας, ωστόσο, κατάφερε να προσελκύσει την ψήφο των απογοητευμένων και να κερδίσει το 14% των ψήφων διεκδικώντας για πρώτη φορά την είσοδό του στο τοπικό Κοινοβούλιο του Μπουένος Αϊρες, στις προκριματικές εκλογές τον Σεπτέμβριο 2021. Ο Μιλέι εμπνεύστηκε τον πολιτικό του λόγο από την alt-right, τη νέα (υποτίθεται) εναλλακτική Ακροδεξιά που μεσουράνησε στις ΗΠΑ με τον Ντόναλντ Τραμπ, τον πρόεδρο της Βραζιλίας Μπολσονάρου, και επικέντρωσε τη ρητορική του στη μάχη κατά της Αριστεράς και ενός «φαντασιακού κομμουνιστικού κινδύνου» που βλέπει να καραδοκεί παντού γύρω του.

2. viralizar – viralización: ηλεκτρονική διαδικασία διάδοσης πληροφοριών που αποκτά τον χαρακτήρα της μαζικής γνώσης

3. rojipardos: «Δεξιές αξίες, αριστερές ιδέες» – με συνθήματα όπως αυτό, ορισμένοι διανοούμενοι επικαιροποίησαν τα τελευταία χρόνια μια παράδοση η οποία καλύπτει ακροδεξιές, ακόμη και φασιστικές προσεγγίσεις με αριστερή ρητορική. Παρόλο που πρόκειται για μειοψηφικές ομάδες, η τρέχουσα ιδεολογική σύγχυση στην Αριστερά, σε συνδυασμό με την έλξη που ασκεί η επιδίωξη της κυριαρχίας (soberanismo) [π.χ. Πουέρτο Ρίκο, Καταλωνία, Χώρα των Βάσκων], προσδίδει στη ρητορική αυτή μια κυκλοφορία που δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, αλλά ούτε και να υποτιμάται.

4. Το Εθνικό Μπολσεβίκικο Κόμμα (Partido Nacional Bolchevique – NBP) ήταν ένα ρωσικό πολιτικό κόμμα γνωστό και ως Nazbol (σύντμηση των λέξεων εθνικό και μπολσεβίκικο). Ιδρύθηκε το 1993 από τον Eduard Limonov και πρόκειται για μια προσπάθεια ενσωμάτωσης της μπολσεβίκικης ιδεολογίας στον ρωσικό εθνικισμό. Το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου τον Ιούνιο του 2005 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας λόγω βανδαλισμών, νομιμοποιήθηκε δύο μήνες αργότερα και τέθηκε εκ νέου εκτός νόμου τον Απρίλιο του 2007. Τελικά, το 2010 αυτοδιαλύθηκε και σχημάτισε το κόμμα Άλλη Ρωσία.

5. Τρίτος τομέας της οικονομίας είναι αυτός ο οποίος εμπεριέχει της μη καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές ή άτυπες ενώσεις. Οργανώσεις δηλαδή που δεν έχουν ως πρωτεύοντα σκοπό την επιδίωξη κέρδους αλλά δραστηριοποιούνται με γνώμονα την αλληλεγγύη και σκοπό την κοινή ωφέλεια (ΜΚΟ κ.λπ). Προϋποθέσεις ένταξης ή κατάταξης επιχειρήσεων στον τρίτο τομέα είναι η ελεύθερη συμμετοχή, η ισότητα και η αλληλεγγύη.

6. Θεωρία της Μεγάλης Αντικατάστασης: είναι μια ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία οι λευκοί καθολικοί Γάλλοι και γενικά ο λευκός χριστιανικός ευρωπαϊκός πληθυσμός αντικαθίστανται συστηματικά από μη ευρωπαϊκούς λαούς, συγκεκριμένα Άραβες, Βέρβερους, Λεβαντίνους, Βορειοαφρικανούς και υποσαχαριανούς, μέσω της μαζικής μετανάστευσης, της αύξησης του πληθυσμού και της μείωσης του ποσοστού γεννήσεων των Ευρωπαίων. Συνδέει την παρουσία των μουσουλμάνων στη Γαλλία με δυνητικό κίνδυνο και καταστροφή της γαλλικής κουλτούρας και του πολιτισμού. Συνήθως κατηγορεί μια παγκόσμια, φιλελεύθερη ελίτ, όπως οι Βρυξέλλες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι ηγείται μιας συνωμοσίας ή ενός μηχανισμού που θα επιφέρει την αντικατάσταση των ευρωπαϊκών λαών. Η θεωρία αυτή διαδόθηκε από τον Γάλλο συγγραφέα Ρενό Καμύ (Renaud Camus). Η έννοια της αντικατάστασης, ή αυτή της γενοκτονίας των λευκών, έχει αναπαραχθεί μέσα από τη ρητορική διαφόρων ακροδεξιών κινημάτων στη Δύση.

7. Θεωρία συνωμοσίας Coudenhove-Kalergi, πιο γνωστή ως Σχέδιο Kalergi: είναι μια αμφιλεγόμενη θεωρία συνωμοσίας που διαδίδεται σε υπερσυντηρητικούς, αντισημιτικούς, λευκούς εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους στον δυτικό κόσμο από τη δεκαετία του 1970, η οποία αναφέρεται σε ένα υποτιθέμενο συνεχιζόμενο σχέδιο για την προώθηση της ανάμειξης των λευκών ανθρώπων με μη λευκές ομάδες μεταναστών από τον Τρίτο Κόσμο και την εξάλειψη των λευκών από τον πλανήτη. Σύμφωνα με τη θεωρία, το σχέδιο εμπνεύστηκε ο Richard Coudenhove-Kalergi (Αυστριακός-Ιάπωνας πολιτικός, φιλόσοφος και κόμης) και στη συνέχεια διαδόθηκε σε αριστοκρατικούς ευρωπαϊκούς κοινωνικούς κύκλους.

8. Prawo i Sprawiedliwość – PiS (Νόμος και Δικαιοσύνη): είναι εθνικιστικό, συντηρητικό πολιτικό κόμμα, το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας.

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…