Στη συγκυρία, όπως έχει διαμορφωθεί, η μετωπική παρέμβαση αποτελεί αναντικατάστατη επιλογή για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η διαπίστωση αυτή έχει γενικότερη αξία, αποτελεί ένα διεθνές συμπέρασμα στα τελευταία 20 χρόνια. Όπως έγραψε πρόσφατα ένας έμπειρος Βραζιλιάνος σύντροφος (ο Βαλέριο Αρκάρι, στέλεχος του PSOL): «οι πρακτικές κοινής δράσης, που λογοδοτούν στην παράδοση του Ενιαίου Μετώπου, έχουν γίνει η «γλώσσα συνεννόησης» μεταξύ των πιο προωθημένων μαχητών του εργατικού κινήματος και των πιο δραστήριων ακτιβιστών των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική».

Αυτήν την κατεύθυνση οφείλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε μέσα στις νέες συνθήκες, μετά την αποτυχία/ήττα της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 (και στη συνέχεια την κρίση της ΛΑΕ…), αλλά και την ανάδειξη των περιορισμένων προοπτικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό το καθήκον γίνεται πιο επείγον και πιεστικό, λόγω της βαναυσότητας της επιθετικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Οι εξελίξεις στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα είναι κομβικής σημασίας. Χρειάζεται συστηματική μάχη για να δοθεί συνέχεια στις «προδρομικές» εργατικές νίκες, όπως στην eFood και στην Cosco. Με το σταδιακό πέρασμα στην μετά την πανδημία περίοδο, ο κόσμος μας θα υποχρεωθεί να παλέψει σκληρά για τα στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα, στους μισθούς, στις εργασιακές σχέσεις, στις συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.ο.κ. Τα μειοψηφικά δίκτυα που δίνουν τη μάχη από τα κάτω, θα πιεστούν ιδιαίτερα από τη δίδυμη απειλή του νόμου Χατζηδάκη και της πρωτοφανούς συντηρητικής αναδίπλωσης των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών. Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να τεθεί στο κέντρο μιας σοβαρής συζήτησης, μιας διεργασίας ενοποίησης δυνάμεων (σχημάτων και ομάδων, εκλογικών παρεμβάσεων στα σωματεία κλπ) που θα πρέπει να παραμείνουν απερίσπαστες στην προσπάθεια αναβίωσης μιας μαζικής εργατικής αγωνιστικότητας.

Ανάλογες είναι οι πιέσεις και στα «θεματικά» μέτωπα. Στην υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην υγεία και στην εκπαίδευση, στην απάντηση στον θεσμικό-κρατικό ρατσισμό απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, στην απάντηση στον γενικευμένο σεξισμό, στην απάντηση στους θηριώδεις εξοπλισμούς και την προκλητική ευθυγράμμιση με τον αμερικάνικο και τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και μιλιταρισμό, οι επιδόσεις μας υπήρξαν κατώτερες του αναγκαίου. Οι καμπάνιες όπου όλοι και όλες εμπλακήκαμε, θα πρέπει να επανεξεταστούν με κριτήριο την προσπάθεια συμμετοχής ενός ευρύτερου κόσμου, σε δράσεις με διάρκεια, ώστε να αποτελέσουν πιο ουσιαστικές αντιπαραθέσεις με τις καθεστωτικές δυνάμεις.

Στο πολιτικό πεδίο, μπαίνουμε στην περίοδο όπου θα κριθεί η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δεν μπορεί να υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι αυτός ο στόχος θα πρέπει να υιοθετηθεί και να υποστηριχθεί με θέρμη. Όμως, αν συνδέσουμε αυτήν την αυτονόητη υποχρέωση με το ζήτημα της ανατροπής της κυρίαρχης καθεστωτικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων, δηλαδή με το ζήτημα των ουσιαστικών κατακτήσεων για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες, τότε τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα, με την απόλυτη προσήλωση στην εκλογοκεντρική τακτική, με τον στόχο μιας συμμαχικής «προοδευτικής κυβέρνησης», με την ίδια του τη μετεξέλιξη σε ένα μετα-σοσιαλδημοκρατικό αρχηγικό κόμμα οπαδών/ψηφοφόρων, δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή. Το ΚΚΕ ορίζει καθαρότερα τα «ταξικά καθήκοντα», όμως στο ερώτημα του πως μπορούμε να παλέψουμε για αυτά περιορίζεται στο κάλεσμα για ατομική «συμπόρευση» στις λίστες του, διεκδικώντας (στο καλό σενάριο) την απλή αναπαραγωγή της εκλογικής του δύναμης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βαδίζει με τη νοοτροπία business as usual προς μια ιδιαίτερα πιεστική πολιτική/εκλογική μάχη, ελπίζοντας ότι το brand name που κατοχύρωσε τα προηγούμενα χρόνια, θα αποδειχθεί αρκετό για να καλύψει τα πολιτικά προβλήματα και τις αποκλίσεις που αναδείχθηκαν στην πράξη και στο δρόμο. Είναι φανερό το κενό μιας άλλης πολιτικής (που προηγείται της εκλογικής…) παρέμβασης, όμως είναι εξίσου φανερό ότι πολύ λίγα πράγματα έχουν μέχρι σήμερα γίνει, για να καλυφθεί με στοιχειώδη επάρκεια αυτό το κενό.

Σε αυτά τα ζητήματα λογοδοτεί η ίδρυση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Κοινής Δράσης. Στο αρχικό της στάδιο συμμετείχαν οι οργανώσεις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, Αριστερό Ρεύμα, ΑΠΟ, ΔΕΑ, Κ-Σχέδιο, Συνάντηση/Αναμέτρηση και πολλοί ανένταχτοι αγωνιστές/στριες της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Σήμερα βρίσκεται στο στάδιο συγκρότησής της που περνά μέσα από τοπικές και κλαδικές συνελεύσεις και συσκέψεις.

Κατά τη γνώμη μου, η Πρωτοβουλία είναι ένα αναγκαίο εγχείρημα. Όμως η εμπειρία των τελευταίων χρόνων αποδεικνύει ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ του πολιτικά αναγκαίου και του πολιτικά ικανού. Το εάν θα καλυφθεί αυτή η απόσταση παραμένει ένα ανοιχτό στοίχημα, που θα κριθεί από τις προσπάθειες των αγωνιστών/στριών που έχουν ήδη προσέλθει στην Πρωτοβουλία. Η μέθοδος της προσπάθειας περιγράφεται από τον ίδιο τον τίτλο της Πρωτοβουλίας. Οργάνωση της κοινής δράσης, από τα κάτω και από τα πάνω, στους χώρους του κινήματος και στις κεντρικές πολιτικές υποχρεώσεις. Οργάνωση μιας σοβαρής πολιτικής συζήτησης για την αναγκαία σήμερα στρατηγική και τακτική της Αριστεράς, μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει, μέσα σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, μεγάλων κινδύνων αλλά και ευκαιριών.

Είναι, θεωρώ, απαραίτητο να υπογραμμιστεί ένα ακόμα βασικό ζητούμενο: η ειλικρινής φροντίδα για μια διαρκή διεύρυνση της Πρωτοβουλίας. Ειδικά προς συντρόφους και συντρόφισσες που απέδειξαν στα τελευταία χρόνια ότι κατανοούν τι πραγματικά σημαίνει μαζική πάλη για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…