Είκοσι χρόνια πριν όλοι μιλούσαν για «σοκ»: με την αποχή στο 28,4%, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν απέκλειε τον Σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν και περνούσε στον δεύτερο γύρο, φέρνοντας τη Γαλλία μπροστά στο δίλημμα «τον απατεώνα ή τον φασίστα;». Ο («απατεώνας») Ζακ Σιράκ κέρδιζε τελικά με 82,2%, και ακόμα και η ακροαριστερή Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα καλούσε τον κόσμο στο δρόμο και στην κάλπη για να αποτραπεί το αδιανόητο.

Σήμερα, με την αποχή στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο μετά το 2002 (26%), όλοι βλέπουν το δίδυμο Μακρόν-Λεπέν, στον δεύτερο γύρο της 24ης Απριλίου, ως απολύτως «αναμενόμενο». Όμως, σε αντίθεση με το 2002, οι δημοσκοπήσεις δίνουν τώρα στον Μακρόν προβάδισμα μόλις 2-4 μονάδων. Κι αυτό, μολονότι ο τρίτος Μελανσόν, με το εντυπωσιακό 22,2% (34% στις ηλικίες 25-34), καλεί ανοιχτά σε ψήφο κατά της Λεπέν, σε αντίθεση με την «αμφίθυμη» στάση του το 2017.

Τι κρινόταν στις γαλλικές εκλογές

Ποιο ήταν, όμως, το διακύβευμα των εκλογών; Σύμφωνα με την έρευνα της Ipsos, για το 58% των Γάλλων ήταν η αγοραστική δύναμη, ενώ για το 27% η μετανάστευση. Όσοι απάντησαν το πρώτο, ψήφισαν κυρίως Λεπέν (69%) και Μελανσόν (63%). Όσοι απάντησαν το δεύτερο, διάλεξαν τη Λεπέν. Ο Μακρόν ψηφίστηκε κυρίως από τα εξασφαλισμένα στελέχη και τους συνταξιούχους: στον αντίποδα, τα εργατικά στρώματα κινήθηκαν μεταξύ αποχής, Λεπέν και Μελανσόν. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι για τους περισσότερους ψηφοφόρους η επιλογή είχε κριθεί αρκετούς μήνες πριν τις εκλογές.

Η στάση των ηττημένων στον δεύτερο γύρο

Αν μείνει κανείς στην απλή αριθμητική, οι ψηφοφόροι του Μελανσόν θα καθορίσουν το εύρος της νίκης του Μακρόν, κι αυτό είναι μια σημαντική νίκη της Ανυπότακτης Γαλλίας. Επιπλέον, βάσει όσων δήλωσαν οι ηττημένοι υποψήφιοι, η συσπείρωση εναντίον της Λεπέν στον δεύτερο γύρο είναι αυτονόητη για τους περισσότερους από τους πολιτικούς αντιπάλους της ακροδεξιάς υποψήφιας – απ’ την σοσιαλίστρια δήμαρχο του Παρισιού, Αν Ινταλγκό, που συνετρίβη (1,7%), μέχρι την παραδοσιακή δεξιά Βαλερί Πεκρές, που τερμάτισε πέμπτη (4,8%). Αντίθετα, σε ψήφο υπέρ της Λεπέν καλούν ανοιχτά ο ακροδεξιός Ζεμούρ (7,2%), ο δεξιός Νικολά Ντυπόν Ενιάν (2,1%) και ο ακροδεξιός βουλευτής Ερίκ Σιοτί, που έχασε το χρίσμα των δεξιών «Ρεπουμπλικάνων» από την Πεκρές.

Τι κάνει τη διαφορά σε σχέση με το «σοκ» του 2002;

Η ριζοσπαστικοποίηση του 2002 δεν είχε φέρει μόνο τον πατέρα Λεπέν στη δεύτερη θέση: είχε δώσει και στους δύο σχηματισμούς της άκρας Αριστεράς, LCR και Εργατική Πάλη, περίπου 10% των ψήφων: σήμερα, οι δύο σχηματισμοί φτάνουν αθροιστικά με το ζόρι το 1,3%.

Το κυριότερο: τον Φεβρουάριο του 2021, έρευνα της «Λιμπερασιόν» αποκάλυπτε ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Αριστεράς δεν θεωρούν πραγματικό δίλημμα το «Μακρόν ή Λεπέν». Όπως έδειξε, εξάλλου, η υψηλή αποχή της 10ης Απριλίου, σημαντικά τμήματα συνολικά της γαλλικής κοινωνίας δεν θεωρούν καν ότι οι εκλογές θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.

Η αποχή

Κάπως έτσι, στον χτεσινό πρώτο γύρο, η αποχή έφτασε το 42% στους νέους μεταξύ 18-24 ετών και το 46% σε αυτούς μεταξύ 25 και 34 ετών. Σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων, τα πράγματα είναι ακόμα πιο σαφή: την Κυριακή ψήφισε μόλις το 67% των εργατών, έναντι 74% των στελεχών και 81% των συνταξιούχων. Σε αντίθεση με τον Μελανσόν, ο Φιλίπ Πουτού του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (0,7%), δήλωσε χτες ότι «δεν χρειαζόμαστε ένα “ρεπουμπλικανικό μέτωπο” με επικεφαλής τον Μακρόν, αλλά την οικοδόμηση μιας ευρείας κινητοποίησης εναντίον της Λεπέν, του Ζεμούρ και όλων των συμμάχων τους», προαναγγέλλοντας διαδηλώσεις ενόψει του δεύτερου γύρου.

Πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά: Μακρόν και Ακροδεξιά

Η αντι-ακροδεξιά ψήφος υπέρ των κομμάτων της Πέμπτης Δημοκρατίας (République) έχει πάψει να συγκινεί, όσο και τα ίδια τα κόμματα: κάθε πενταετία οι Γάλλοι διαλέγουν όλο και περισσότερο ανάμεσα σε υποψήφιους αρχηγούς του κράτους, παρά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Στη χτεσινοβραδινή του ανάλυση για το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, το Politico σημείωνε ότι η Γαλλία «έχει μετακινηθεί πέρα από την παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς, που κυριάρχησε στη μεταπολεμική πολιτική, προς μια σύγκρουση που φέρνει εθνικιστές κατά της μετανάστευσης, τους οποίους εκπροσωπεί η Λεπέν, απέναντι σε προοδευτικούς ανοιχτούς στην παγκοσμιοποίηση».

Η τάση αυτή σχολιάζεται συστηματικά τουλάχιστον από το μακρινό 2005, που ο γάλλος φιλόσοφος Αλαίν Ρενώ παρατηρούσε μια κρίσιμη αλλαγή στα πολιτικά πράγματα: το «σοκ» του 2002, που σήμερα επαναλαμβάνεται για τρίτη φορά, έδειχνε ότι κοινός παρονομαστής της γαλλικής Δημοκρατίας είναι πλέον μια αίσθηση κινδύνου από το Ισλάμ, την Τουρκία και την πολυπολιτισμικότητα: «απλοϊκά σημεία εκκίνησης [που] τείνουν να καταργήσουν τη δυνατότητα υιοθέτησης μιας διακριτής θέσης, τόσο στον χώρο της Αριστεράς όσο και στο χώρο της Δεξιάς» (Τι είναι ένας ελεύθερος λαός, μτφρ.: Γιάννης Παπαδημητρίου, Πόλις 2007, σ. 10-18).

Ενώ οι ιδέες της Λεπέν κυριαρχούν στη γαλλική πολιτική, ενώ τα Κίτρινα Γιλέκα και το αντιαυταρχικό κίνημα αντιμετώπισαν επί Μακρόν κτηνώδη καταστολή με νεκρούς, οι αγωνίες των νέων, των ανέργων, των πρεκάριων και των μεταναστών επιδρούν όλο και λιγότερο εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις. Στον αντίποδα, σύμφωνα πάλι με το Politico, η αγωνία της Δύσης είναι κυρίως αν το Παρίσι θα μείνει πιστό στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο ήταν επί Μακρόν, με τη Λεπέν να προειδοποιεί για αποχώρηση της Γαλλίας από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, «ώστε να μην εμπλέκεται πλέον σε συγκρούσεις που δεν είναι δικές μας».

Τι είναι Δημοκρατία;

Το ερώτημα αν η Δημοκρατία, με κεφαλαίο το Δ, είναι ακόμα υπερασπίσιμη στη Γαλλία, δεν μπορεί να απαντηθεί ξεχωριστά απ’ το τι εννοούν στη Γαλλία λέγοντας Δημοκρατία – ποιους συμπεριλαμβάνει και ποιους αφήνει εκτός. Από το 2017, όταν ο Μακρόν κέρδιζε και πάλι στον πρώτο γύρο με υψηλή αποχή (22,2%), η Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CGT) δήλωνε «ούτε χολέρα, ούτε πανούκλα», ο Πουτού επέμενε να μη θεωρεί τον Μακρόν ανάχωμα στην Λεπέν, η Αρτό (Lutte Ouvrière) δήλωνε ότι θα ψηφίσει λευκό, ενώ μαθητές και φοιτητές που συγκρούονταν με την Αστυνομία στους δρόμους φώναζαν «ni patrie, ni patron: ούτε Λεπέν, ούτε Μακρόν». Η επιλογή της 24ης Απριλίου είναι και πάλι ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο, όπως σε όλη την Ευρώπη, όσο το καλύτερο παραμένει έξω από τη συζήτηση.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…