Οι ακραία κακοποιητικές συνθήκες για τους ηλικιωμένους στο γηροκομείο των Χανίων δεν συνιστούν δυστυχώς μια εγκληματική εξαίρεση όσον αφορά την φροντίδα των ευάλωτων ομάδων στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολυάριθμες καταγγελίες για κακοποιητικές και βίαιες συμπεριφορές (Γηροκομείο Αθηνών, Ορφανοτροφείο Αθηνών), παράνομα γηροκομεία (Κέρκυρα, Ιεράπετρα) και επικίνδυνες για τη ζωή συνθήκες διαβίωσης, ειδικά λόγω έλλειψης κατάλληλων μέτρων μέσα στην πανδημία (γηροκομείο Πατρών, Θεσσαλονίκης, Περιστέρι, Μαρούσι, Καλάβρυτα, Λαμία, Καβάλα κλπ). Αντίστοιχες καταγγελίες είναι και αυτές που έχουν γίνει για ψυχιατρικά ιδρύματα και άλλα ιδρύματα μακροχρόνιας φροντίδας για άτομα με αναπηρία κλπ.

Αν στο ξέσπασμα κάθε τέτοιου «σκανδάλου», όπως συνήθως περιγράφεται από τα ΜΜΕ, η συζήτηση –στην καλύτερη των περιπτώσεων– περιορίζεται στο όντως ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο της φροντίδας στην Ελλάδα, είναι γιατί δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ το ζήτημα της φροντίδας ως ουσιαστικά πολιτικό και κεντρικό στον τρόπο που συγκροτούνται, αναπαράγονται και βιώνονται οι κοινωνικές ανισότητες.

Οι υπάρχουσες κρατικές δομές μακροχρόνιας ιδρυματικής φροντίδας απευθύνονται μόνο σε άπορους, χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον ηλικιωμένους, που έχουν ανάγκη από φροντίδα, με μόλις τρία Κέντρα Κοινωνικής Φροντίδας σε όλη την Ελλάδα να διαθέτουν τμήμα που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων και των αναπήρων σε μακροχρόνια φροντίδα. Οι υπηρεσίες της βοήθειας στο σπίτι αφορούν ηλικιωμένους και ανάπηρους με αντίστοιχα χαρακτηριστικά, αδυνατούν συχνά να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες φροντίδας, ωθώντας ηλικιωμένους και εργαζόμενους σε αδιέξοδο[1] και υπαγορεύοντας ως λύση ανάγκης για ασφαλές περιβάλλον την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Αντίστοιχα, η απουσία του κράτους ή της προσφοράς υποστελεχωμένων και ανεπαρκών υπηρεσιών μόνο για εκείνους (και ούτε καν για το σύνολό τους) που αδυνατούν να ικανοποιήσουν διαφορετικά τις ανάγκες τους επαναλαμβάνεται σε κάθε τομέα της φροντίδας, από αυτή των παιδιών και των ατόμων με αναπηρία μέχρι την αποκατάσταση.

Η απουσία αυτή εξηγεί  το «μονοπώλιο» της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (κερδοσκοπικά και μη ιδρύματα) και τη δυσκολία να δημιουργηθεί θεσμικό πλαίσιο στους τομείς της φροντίδας που το κράτος φαίνεται διαχρονικά να αδιαφορεί. Έτσι από την μια τις ανάγκες για φροντίδα φαίνεται να τις εξυπηρετούν εκτός «οικογένειας» με όρους φιλανθρωπίας εκκλησιαστικά ιδρύματα και ΜΚΟ για τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς, και από την άλλη επιχειρήσεις με κερδοσκοπικό χαρακτήρα για όσους αντέχουν το κόστος. Η ανάπτυξη των τελευταίων σημαίνει επίσης την υιοθέτηση μοντέλων που να επιτρέπουν την μεγάλη κερδοφορία σε ένα τομέα που γνωρίζουμε ότι ο απαραίτητος «χρόνος της φροντίδας» δεν μπορεί να περιοριστεί χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ζητήματα όπως η πρόσβαση στις υπηρεσίες, οι συνθήκες εργασίας ή επαγγελματική αναγνώριση με υλικούς όρους (μισθοί κλπ.) των εργαζομένων στις ιδιωτικές μονάδες φροντίδας βλ. Κέντρα αποκατάστασης, γηροκομεία κλπ. βρίσκονται –ακόμη– στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης. Αντίθετα οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας φτάνουν να επιβάλουν την σιωπή και απειλούν τους εργαζόμενους που τολμούν να καταγγείλουν ή να αρθρώσουν λόγο για τις συνθήκες φροντίδας και εργασίας– ακόμη και με συλλήψεις για συκοφαντική δυσφήμηση, όπως μας θυμίζει η περίπτωση του γηροκομείου στα Χανιά.

Η διαρκής απουσία του κράτους από κάθε είδους υπηρεσία φροντίδας βρίσκεται στα θεμέλια της γυναικείας ανεργίας –από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη– καθώς οι γυναίκες είναι αυτές που έχουν αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων στα πλαίσια της «οικογένειας» κλπ. Εξηγεί επίσης τον τρόπο με τον οποίο εγκλώβισε τις γυναίκες μετανάστριες για χρόνια στην μαύρη εργασία της φροντίδας. Οι συνθήκες δεν είναι καλύτερες για τους αναπήρους και τις οικογένειες τους που καλούνται να αναλάβουν εξολοκλήρου τη φροντίδα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ε.Σ.Α.μεΑ, «το 80% των νοικοκυριών με άτομα που χρήζουν φροντίδας αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσής τους».

Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες χώρες παγκοσμίως όσον αφορά τη γήρανση του πληθυσμού – το μοντέλο της «οικογένειας» ως υπεύθυνης για την φροντίδα δείχνει ήδη τα όρια του. Οι ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες φροντίδας θα οξύνουν τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Μετά από την εμπειρία της πανδημίας κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλοι είμαστε ευάλωτοι και ευάλωτες και ότι η φροντίδα είναι κεντρική στη ζωή μας παρόλο που έχει περιθωριοποιηθεί σαν να αφορά μόνο την ατομική σφαίρα[2]. Η φροντίδα καθημερινά μας θέτει διλήμματα και σφυρηλατεί τις ζωές μας. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε όπως αξίζει τα ζητήματα που αφορούν τις ανάγκες και την εργασία για τη διατήρηση της ζωής, δηλαδή ως ζητήματα που τοποθετούνται στο κέντρο των πολιτικών συζητήσεων και διεκδικήσεων.

___________________

Σημειώσεις

[1]Κωστακιώτης Γιώργος, «Zώνες εγκατάλειψης: η εξώθηση των αδύναμων ηλικιωμένων από τους χώρους κρατικής παρέμβασης», στο: Αλεξιάς Γ. Τζανάκης Μ. Χατζούλη Α. Σώμα υπό επιτήρηση. Ηθικές και πολιτικές συνδηλώσεις της ιατρικής τεχνολογίας και της κοινωνικής φροντίδας, 2014.

[2] Joan Tronto, Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ’ έναν ευάλωτο κόσμο, μτφρ.: Μαγδαληνή Τσεβρένη, Πόλις 2011

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…