«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας –ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά– είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…».

Τα λόγια αυτά του Μπαρτολομέο Βαντσέτι τραγουδήθηκαν από την Τζόαν Μπαέζ και εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Γιατί όμως είχε τόση σημασία η δίκη των Σάκο και Βαντσέτι ώστε να γίνει τραγούδι στο στόμα των καταπιεσμένων μισό αιώνα μετά την εκτέλεσή τους στην ηλεκτρική καρέκλα; Και ποια η σημασία αυτής της αναδρομής σήμερα, έναν πλέον αιώνα μετά; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να αναζητηθεί αφενός στην κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε τότε στις ΗΠΑ και διεθνώς και αφετέρου στη διαχείριση αυτής της κατάστασης από την πλευρά του κράτους και ειδικότερα, εφόσον μιλάμε για δίκη, από τους φορείς της δικαστικής εξουσίας. Έτσι, ως εργαλείο για αυτήν την αναζήτηση επέλεξα κάποιες σημαντικές αποφάσεις του Supreme Court, του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, που θα βοηθήσουν στην κατανόηση του θεσμικού και του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου έγινε η δίκη των Σάκο και Βανσέτι.

Η πρώτη από αυτές είναι η διαβόητη υπόθεση Lochner του 1905, που αφορούσε την ποινική καταδίκη ενός αρτοποιού που είχε ζητήσει από εργαζόμενο στον φούρνο του να απασχοληθεί πάνω από 60 ώρες την εβδομάδα και 10 ώρες ημερησίως κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας που είχε θεσπιστεί από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η ρύθμιση του ωραρίου απασχόλησης ήταν αντίθετη στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της συναλλακτικής ελευθερίας. Ειδικότερα, αποφάνθηκε ότι οι αρτεργάτες ως κύριοι του εαυτού τους, θα έπρεπε να διαπραγματεύονται ελεύθερα με τους εργοδότες τους τους όρους εργασίας τους. Η νομοθετική ρύθμιση του ωραρίου των αρτεργατών αποτελούσε μια πατερναλιστική παρέμβαση υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, η οποία δεν ήταν συμβατή με την ελευθερία της εργασίας και των συμβάσεων. Έτσι, όπως επισήμανε μία από τις μειοψηφίες, η πλειοψηφία έλεγξε τη συνταγματικότητα του νόμου με βάση την οικονομική θεωρία του ακραίου φιλελευθερισμού, ενώ η επιλογή της οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να αποτελεί ευθύνη της πολιτικής και όχι της δικαστικής εξουσίας.

Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη απόφαση αποτέλεσε το πρίσμα υπό το οποίο αντιμετωπίστηκε το «κοινωνικό ζήτημα» στις ΗΠΑ για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Οποιοδήποτε ψήγμα κοινωνικής πολιτικής ή προστατευτικής νομοθεσίας κρινόταν ως αντισυνταγματικό, με αναφορά στο σκεπτικό της υπόθεσης Lochner. Η κατάσταση έγινε οριακή όταν ξέσπασε η κρίση του 1929. Η άλλη όψη της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου και της πτώχευσης τραπεζών ήταν η εκτίναξη της ανεργίας στο 25% και της υποαπασχόλησης στο 50%. Η προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μέσω του κρατικού παρεμβατισμού του New Deal, που αποτυπώθηκε στο νόμο για την εθνική ανάκαμψη στη βιομηχανία του 1933, κρίθηκε και αυτή ως αντισυνταγματική με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το 1935 ως το 1937. Μόλις το 1937, και μετά την ανακοίνωση από τον Πρόεδρο Ρούζβελτ ενός σχεδίου που άλλαζε τον τρόπο ορισμού μελών στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο μετέβαλλε τη νομολογία του και δέχτηκε τη συνταγματικότητα της θέσπισης κανόνων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις ή την ποιότητα των προϊόντων.

Η άλλη όψη του ασύδοτου οικονομικού φιλελευθερισμού, τον οποίο ανύψωσε σε συνταγματική αρχή η υπόθεση Lochner, ήταν η καταστολή του κοινωνικού και πολιτικού «εσωτερικού εχθρού», της εργατικής τάξης και των πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων της. Και, αν ο μακαρθισμός μετά τον Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ευρύτερα γνωστός, αξίζει να επισημανθεί ότι η ελευθερία της έκφρασης δοκιμάστηκε στις ΗΠΑ ήδη από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως τότε, η περίφημη Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος, η οποία απαγορεύει στο νομοθετικό σώμα να ψηφίσει νόμο που να παραβιάζει την ελευθερία του λόγου και του Τύπου και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, δεν είχε ουσιαστικά αμφισβητηθεί. Τον Ιούνιο του 1917, όμως, ένας ομοσπονδιακός νόμος περί κατασκοπείας ποινικοποίησε τη διάδοση απόψεων που είχαν ως σκοπό να υποσκάψουν την πολεμική προσπάθεια του έθνους ή να διεγείρουν τον λαό σε ένοπλη στάση. Με βάση αυτήν τη νομοθεσία, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του Schenk, γενικού γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, εναντίον της καταδίκης του για τη σύνταξη και διανομή φυλλαδίων που επέκριναν τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο. Παρόμοια ήταν η κρίση του Δικαστηρίου και στην υπόθεση Abrams του 1919, καθώς δέχτηκε ότι η καταδίκη Ρώσων μεταναστών που δημοσίευσαν δύο φυλλάδια τα οποία επέκριναν την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην επαναστημένη Ρωσία δεν παραβίαζε την ελευθερία έκφρασης. Η πράξη τους θεωρήθηκε ως συνωμοσία με σκοπό την παραβίαση του νόμου περί κατασκοπείας και κριτήριο του Δικαστηρίου ήταν η πρόθεση των κατηγορουμένων να προκαλέσουν την αποτυχία των στρατιωτικών σχεδίων της κυβέρνησης.

Η νομολογία του Δικαστηρίου δεν μεταβλήθηκε σε καιρό ειρήνης. Έτσι, στην απόφαση Gitlow κατά Νέας Υόρκης το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ως συνταγματική τη νομοθετική απαγόρευση της προπαγάνδας ιδεών υπέρ της ανατροπής του πολιτεύματος. Η φρασεολογία του είναι χαρακτηριστική των αντιλήψεων που πρυτάνευαν στην κυρίαρχη τάξη: «Δεν υφίσταται καμιά απόδειξη ότι η δημοσίευση και κυκλοφορία του μανιφέστου [του Gitlow που υποστήριζε την κατάργηση της οργανωμένης κρατικής εξουσίας] είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα […] η Πολιτεία δεν μπορεί να υποχρεωθεί να μετράει τον κίνδυνο κάθε δήλωσης στην ακριβοδίκαιη ζυγαριά ενός κατασκευαστή κομψών κοσμημάτων. Μια επαναστατική σπίθα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανάψει τη φωτιά […] Δεν μπορεί κανείς να πει ότι η Πολιτεία ενεργεί αυθαίρετα όταν κατά την άσκηση της κρίσης της ως προς τα αναγκαία μέτρα για προστασία της δημόσιας ειρήνης και ασφάλειας, προσπαθεί να εξαφανίσει τη σπίθα χωρίς να περιμένει μέχρι η φλόγα να μεταβληθεί σε πυρκαγιά».

Αυτό ήταν, λοιπόν, το πλαίσιο εντός του οποίου διαδραματίστηκε η δίκη των Σάκο και Βαντσέτι. Ένα πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από μια αστική τάξη η οποία αρνούνταν οποιονδήποτε φραγμό στην οικονομική της δραστηριότητα και ελευθερία, με τη συνεπικουρία μιας δικαστικής εξουσίας που διακήρυσσε την προστασία του Συντάγματος από την εργατική νομοθεσία που (υποτίθεται ότι) το απειλούσε. Και που ήταν έτοιμη να καταστείλει με τον πιο σκληρό τρόπο τους κοινωνικούς και πολιτικούς αντιπάλους της ακόμα και με μοναδικό λόγο την έκφραση των ιδεών του και πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ανατρεπτική πράξη. Έτσι, καταδίωκε τους εργάτες ανεξαρτήτως εάν αυτοί ήταν αναρχικοί, κομμουνιστές, σοσιαλιστές ή απλά συνδικαλισμένοι. Για τους Αμερικανούς αστούς, κάθε οργανωμένος εργάτης, ακόμα περισσότερο αν ήταν μετανάστης, ήταν «κόκκινος» κι έπρεπε να παταχθεί με κάθε μέσο.

Από την άλλη πλευρά, ήταν οι εργάτες και οι φτωχοί, ντόπιοι και μετανάστες, οι φιγούρες που μας γνώρισε με την πένα του ο Στάινμπεκ στα «Σταφύλια της οργής», οι άνθρωποι που έχτισαν την Αμερική και διεκδικούσαν τον πλούτο που παρήγαγαν. Τέτοιες φιγούρες ήταν και οι Σάκο και Βαντσέτι. Ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι δούλεψε ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη και ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ, ενώ ο Νικόλα Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Η δράση τους στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ήταν εκείνη που τους έθεσε στο στόχαστρο των αρχών. Η καταδίκη τους σε θάνατο συγκλόνισε όλον τον κόσμο και προκάλεσε ένα διεθνές κίνημα αλληλεγγύης. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ένωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκατομμύρια εργάτες, με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και υπογραφές απαίτησαν την απελευθέρωση των δύο αγωνιστών. Μαζί τους στάθηκε ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους ο Μπέρναρντ Σο, ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι. Ωστόσο, στις 23 Αυγούστου 1927 οι Σάκο και Βαντσέτι οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα. 50 χρόνια μετά, οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, επανεξέτασαν την υπόθεση και αποφάνθηκαν ότι οι Σάκο και Βαντσέτι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν αδίκως. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας Μάικλ Δουκάκης κήρυξε την 23η Αυγούστου 1977, την ημέρα που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους, «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».

Η ανάμνησή τους από εμάς σήμερα, ωστόσο, δεν αποτελεί θεσμική υποχρέωση ούτε έχει μόνο μια ιστορική διάσταση. Στην εποχή μας, η οικονομική κρίση, η υγειονομική κρίση, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή κρίση, η επισιτιστική κρίση, ο ίδιος ο πόλεμος, πλήττουν ξανά τους πιο αδύναμους, τους εργάτες, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, ανεξάρτητα από το εάν και το πόσο συμφωνεί ο καθένας ή η καθεμιά από εμάς με την αναρχική ιδεολογία που ασπάζονταν οι Σάκο και Βαντσέτι, το βέβαιο είναι πως το όραμά τους για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση δεν έχει χάσει την επικαιρότητά του. Με τα λόγια ενός άλλου σπουδαίου αναρχικού, που έχασε τη ζωή του πολεμώντας τον φασισμό στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο το 1936, του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι, «Η αστική τάξη μπορεί να ανατινάξει και να ερειπώσει τον δικό της κόσμο προτού φύγει απ’ το προσκήνιο της ιστορίας… εμείς μπορούμε να χτίσουμε, οι εργάτες έφτιαξαν τα παλάτια, τις πόλεις, εμείς οι εργάτες μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε και μάλιστα ακόμη καλύτερα. Εμείς θα κληρονομήσουμε τη γη. Κουβαλάμε το νέο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας».

Το παρόν κείμενο αποδίδει την εισήγηση του Μπάμπη Κουρουνδή, που παρουσίασε μαζί με τον Θωμά Ψήμμα τη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι στο Ανοικτό Μάθημα «Ιστορικές δίκες», την Παρασκευή 13 Μαΐου 2022.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…